Ούτε ανάμεσα σε χίλιους Κρητικούς δεν περνάει απαρατήρητη η επιβλητική, ήρεμη μορφή του. Αν τον ακούσεις πάντως να μιλάει με εκείνα τα χαρακτηριστικά «τση» και «τσε» ή να σου συστήνεται με τον τραγουδιστό επιτονισμό που έχουν στην ομιλία τους οι παλαιότεροι κάτοικοι της Κρήτης, τον λογαριάζεις για όμοιό τους. Αυτή όμως είναι η περίπτωση του Ρος Ντέιλι, που έπειτα από πολλά ταξίδια ανά τον κόσμο επέλεξε να ζει εδώ και δεκαετίες στη «λεβεντογέννα», μελετώντας, παίζοντας και διδάσκοντας τη μουσική της, αλλά και τις παραδοσιακές μουσικές της Ανατολικής Μεσογείου.
Αντί βέβαια να χρησιμοποιεί την παράδοση σαν άλλοθι για αντιγραφή του παρελθόντος, ο Ρος Ντέιλι τη βλέπει σαν συσσωρευμένη γνώση, που δίνει τροφή για δημιουργία στο σήμερα και η οποία αποτελεί πρόταση για το αύριο. «Με αυτόν τον τρόπο η παράδοση ισορροπεί τις τρεις διαστάσεις του χρόνου –παρελθόν, παρόν και μέλλον– και έτσι αποκτά διαχρονικότητα», λέει ο μουσικός και διευθυντής του μουσικού εργαστηρίου «Λαβύρινθος», το οποίο έχει την έδρα του στο Χουδέτσι του Ηρακλείου.
Αυτή είναι και η φιλοσοφία της παράστασης «Ο Ερωτόκριτος στον Λαβύρινθο», που ο Ρος Ντέιλι και το εργαστήρι του παρουσιάζουν αύριο στο Ηρώδειο. Eχουν επιλέξει ορισμένα σημεία από το κείμενο του Βιτσέντζου Κορνάρου, που φανερώνουν την πλοκή και τα οποία θα συνοδεύονται από πρωτότυπες συνθέσεις. «Νομίζω ότι ο Ερωτόκριτος, ενώ είναι ένα έργο με έντονα τοπικό χρώμα, πραγματεύεται πανανθρώπινες αξίες και καταστάσεις, που μπορούν να κατανοήσουν και να συμμεριστούν οι άνθρωποι όλων των πολιτισμών», λέει.
– Η Ελλάδα σε ποια μουσική παράδοση ανήκει κυρίως; Της Ανατολής ή της Δύσης;
– Δεν χωρίζω τις μουσικές τόσο σε Ανατολή και Δύση, όσο, φέρ’ ειπείν, στην πολυφωνική μουσική παράδοση –που βρίσκεται κυρίως στον δυτικό κόσμο– και στην τροπική μουσική, που κινείται κυρίως βάσει φρασεολογίας. Περίπου το 90% της ελληνικής μουσικής ανήκει σε αυτή την κατηγορία και συγγενεύει με πολλά μουσικά ιδιώματα, από τη βορειοδυτική Αφρική έως και τις δυτικές επαρχίες της Κίνας, με σχεδόν οτιδήποτε ενδιάμεσα.
Τα ιδιώματα σε αυτόν τον τεράστιο γεωγραφικό χώρο έχουν συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ τους. Οι μουσικές τους φράσεις είναι μικροί μελωδικοί πυρήνες, που μπορούν να ταξιδέψουν μεγάλες αποστάσεις. Και όπου πηγαίνουν, προσαρμόζονται στον ήχο κάθε τόπου.
– Eτσι απέκτησε η Ελλάδα ιδιαίτερη μουσική ποικιλία; Ή το ίδιο γίνεται παντού;
– Οι άνθρωποι ταξίδευαν και παλιότερα και μετέφεραν στοιχεία ο ένας στον τόπο του άλλου. Κάποιες κοινότητες έπαιξαν κεντρικό ρόλο, όπως οι Ρομά, που μετέφεραν ακούσματα, μουσικές, ακόμη και όργανα. Σε κάθε περιοχή λοιπόν βλέπουμε να υπάρχει ένα κεντρικό ιδίωμα και γύρω του να αναπτύσσονται αυτοί οι μικροί, τοπικοί μουσικοί πυρήνες.
Στην ίδια την Κρήτη συμβαίνει αυτό – είναι τεράστιες οι διαφορές ανάμεσα στα Χανιά και το Ηράκλειο. Χρειάζεται βέβαια μια ενασχόληση για να τις αντιληφθείς. Θυμάμαι να ακούν οι φίλοι μου τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, που τα ερμήνευαν ο Νίκος Ξυλούρης και ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης και οι δύο τραγουδιστές τούς φαίνονταν ίδιοι. Εγώ νομίζω ότι διαφέρουν, όπως ο Παβαρότι με τον Σινάτρα.
– Τι θυμάστε από τους πρώτους σας δασκάλους στην Κρήτη; Από τον Κώστα Μουντάκη;
– Ο Μουντάκης ήταν ένας άνθρωπος πολύ γενναιόδωρος και απλός. Ενώ ήταν μια τεράστια προσωπικότητα για την Κρήτη, όταν προσέγγιζε τους άλλους ήταν πολύ ταπεινός. Θυμάμαι την κουβέντα που μου είπε όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά. Του συστήθηκα, του είπα λέγομαι έτσι, είμαι από την Ιρλανδία και μαθαίνω λύρα. Και μου απάντησε, «και εγώ». Νομίζω ότι αυτή η κουβέντα συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό τον αείμνηστο Κώστα Μουντάκη. Εξαιτίας αυτής της στάσης του έφτασε τόσο ψηλά.
– Πώς σας φαίνεται ο πολλαπλασιασμός των πανηγυριών τα τελευταία χρόνια και η προτίμησή τους από τους νέους;
– Για μένα τα πανηγύρια δεν είναι εξ ορισμού καλά ή κακά. Μπορεί να είναι πολύ όμορφα, μπορεί να είναι πολύ άσχημα. Εξαρτάται από το πώς τα προσεγγίζουμε και τα υπηρετούμε. Το γεγονός ότι τώρα απευθύνονται σε πολύ μεγάλες μάζες ανθρώπων, σημαίνει ότι έχουν μεγάλη διαφορά από αυτό που γνώρισα εγώ σαν πανηγύρι τη δεκαετία του ’70.
Η μεγαλύτερη συγκέντρωση κόσμου τότε ήταν 300 άτομα, που σήμερα θεωρείται παρεάκι. Επίσης, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Συμβαίνει συχνά πια. Το βρίσκω πολύ αρνητικό. Και η κατά κάποιον τρόπο εμπορευματοποίησή τους δεν βοηθάει στο να διατηρήσουν τον αυθεντικό τους χαρακτήρα. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις όπου τα πανηγύρια γίνονται ακόμη με πολύ ωραίο τρόπο.
– Σημαντική πτυχή τους είναι επίσης η συμμετοχή όλων σε ένα κοινό βίωμα. Διάβαζα κάπου ότι μια φυλή αυτοχθόνων στη Βραζιλία, οι Suyá, έχουν την ίδια λέξη γι’ αυτούς που παίζουν μουσική και γι’ αυτούς που την ακούν.
– Μου φαίνεται απόλυτα λογικό και ως μουσικός το έχω νιώσει. Γενικά όταν παίζεις για ένα ακροατήριο και νιώθεις έντονα τη συμμετοχή του, ότι σε προσέχουν και ζουν αυτό που συμβαίνει, έχεις την αίσθηση ότι δεν είσαι μόνο εσύ που κάνεις τη μουσική. Είναι μια πράξη που γίνεται από όλους μας.
Συστήθηκα στον Μουντάκη, του είπα λέγομαι έτσι, είμαι από την Ιρλανδία και μαθαίνω λύρα. Και μου απάντησε, «και εγώ».
– Με τις εμπειρίες μας πώς συνδέεται η μουσική;
– Η μουσική, λίγο-πολύ, μπορεί να σου δώσει ό,τι ζητάς από αυτήν. Ενας άνθρωπος μπορεί να της ζητήσει να τον συνοδεύσει στη διασκέδασή του. Εύκολο είναι αυτό. Ενας άλλος μπορεί να της ζητήσει να σκιαγραφήσει σχεδόν δημοσιογραφικά τη ζωή του. Και κάποιος μπορεί να ζητήσει από τη μουσική να τον πάει πέρα από τα όρια του εαυτού του ακόμη. Oλα αυτά μπορεί να τα κάνει η μουσική, ανάλογα με το τι της δίνουμε και το πώς την προσεγγίζουμε. Ειδικά ο μουσικός, αν την προσεγγίσει με σκοπό την εμπορική εκμετάλλευσή της, ίσως το αποτέλεσμα να μην έχει τόσο ενδιαφέρον όσο αν την αντιμετωπίσει από τη θέση του υπηρέτη μιας ιερής τέχνης.
– Ιερής;
– Ναι, για εμένα είναι ιερή τέχνη. Ο καθένας έχει έναν δικό του ορισμό του ιερού. Aλλος το συνδέει με κάποια θρησκεία – εγώ όχι. Για μένα το ιερό είναι αυτό που φανερώνει την ένωση μεταξύ των πραγμάτων, τα οποία φαινομενικά μόνο είναι διασπασμένα.
– Σας φοβίζει το γεγονός ότι γράφονται τραγούδια με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης;
– Δεν με φοβίζει αυτό, αλλά το ότι όλη αυτή η διαδικασία θα βγάλει ευτελή προϊόντα. Η ηχογραφημένη μουσική, που παράγεται είτε με αυτόν τον τρόπο είτε αλλιώς, θα γίνει νομίζω ένα ευτελές προϊόν. Ενώ αυτό που θα αποκτήσει αξία θα είναι η ζωντανή μουσική. Γιατί δεν είναι κάτι που μπορείς να το έχεις πατώντας δύο κουμπιά. Η ζωντανή μουσική, παιγμένη από ανθρώπους με πραγματικά μουσικά όργανα, δεν θα χαθεί ποτέ.
– Eχει ενδιαφέρον η επισήμανσή σας. Ξεχνάμε ότι στη μακραίωνη ιστορία της μουσικής το κεφάλαιο της ηχογράφησης είναι πρόσφατο και μικρό ακόμη.
– Σκέφτομαι καμιά φορά ότι οι παλιοί άνθρωποι των χωριών, αν δεν είχαν έναν λυράρη στην περιοχή τους, ίσως άκουγαν μουσική τρεις-τέσσερις φορές τον χρόνο. Πρέπει να ήταν κάτι συγκλονιστικό για εκείνους.
– Ασχοληθήκατε για μια περίοδο και με την ενεργό πολιτική. Τι σας άφησε ή τι σας πήρε αυτή η εμπειρία;
– Α, ναι. Hταν μια προσπάθεια να υπερασπιστώ κάποιες αξίες στις οποίες πιστεύω και πίστευα τότε. Είχα την εντύπωση ότι πίστευαν και κάποιοι άλλοι. Δυστυχώς, διαψεύστηκα.
– Η κλιματική αλλαγή, σας απασχολεί;
– Είναι για μένα το κορυφαίο πολιτικό ζήτημα της εποχής γιατί αφορά όλους μας. Και ούτε καν μόνο τους ανθρώπους, αλλά όλα τα ζωντανά όντα του πλανήτη. Οφείλουμε να αλλάξουμε ριζικά τη συμπεριφορά μας, προκειμένου να επιβιώσουμε κι εμείς και όλα τα άλλα ζωντανά.
Ιρλανδικό πιάνο, ιρακινοί ήχοι
Γεννήθηκε το 1952 στην Αγγλία από Ιρλανδούς γονείς και από νωρίς έζησε σε διάφορες χώρες, κυρίως λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, ο οποίος εργαζόταν στον αναπτυσσόμενο ακόμη τομέα της πληροφορικής. Ποια είναι άραγε η πρώτη του ανάμνηση που συνδέεται με τη μουσική; «Αυτό είναι εύκολο. Επειδή η μάνα μου ήταν μουσικός και δασκάλα πιάνου, θυμάμαι τους μαθητές της που έρχονταν στο σπίτι. Ακουγα τις μουσικές που έπαιζαν, έβλεπα τι έδειχνε η μάνα μου στα άλλα παιδιά και, μετά τα μαθήματα, πήγαινα και εγώ στο πιάνο και το κοπάναγα όπως μπορούσα. Ηταν η πρώτη μου επαφή με μουσικό όργανο», αποκρίνεται χαμογελαστός ο Ρος Ντέιλι.
Και η πρώτη επαφή με μη δυτική μουσική; «Ηταν λίγο περίεργη», λέει και συνεχίζει: «Η μάνα μου, προτού γεννηθώ εγώ, είχε ζήσει τέσσερα χρόνια στο Ιράκ. Είχε ακούσει εκεί, από τους Αραβες, δικά τους τραγούδια. Της είχαν μείνει κάποιες μελωδίες και αργότερα, πού και πού, έτσι, για τον εαυτό της, έπαιζε κάποιες στο πιάνο. Θυμάμαι ότι οι μελωδίες αυτές πάντα μου έκαναν τεράστια εντύπωση. Ο,τι και αν έκανα, το σταματούσα, γυρνούσα και τις άκουγα με προσοχή, για κάποιο λόγο».
Η συνάντηση
Διάλεξε το Gustav (Χαριλάου Τρικούπη 6-10), που φιλοξενεί συχνά ζωντανή μουσική και βρίσκεται στο αίθριο του εμπορικού κέντρου Atrium. Ηρθε στο ραντεβού μας επιστρατεύοντας μάλλον όσο χρόνο και χαλαρότητα διαθέτει κάποιος ενώ προετοιμάζεται για μια μεγάλη συναυλία. Λαχτάρησε μια πράσινη σαλάτα με παρμεζάνα, πεθύμησα έναν καγιανά. Ηπιαμε από ένα ανθρακούχο νερό και ενώ το σύνολο θα μας κόστιζε 25 ευρώ, το κατάστημα πρόσφερε ευγενικά το νόστιμο και ελαφρύ γεύμα μας.


