«Λυπάμαι πολύ, ζητώ συγγνώμη, αλλά η συνέντευξή μας δεν θέλω να δημοσιευθεί». Γιατί; «Γιατί δεν αντέχω την προβολή. Αρρωσταίνω με τη δημοσιότητα. Δεν έχω κάνει δα και κανένα επίτευγμα!». Το τηλεφώνημα έγινε τρεις μέρες μετά τη συνάντησή μας. Σεβάστηκα την απόφασή της. Συμφωνήσαμε να επανέλθουμε αφού σβήσουν οι προβολείς που έπεσαν επάνω της στην τιμητική εκδήλωση για τη συνεισφορά της στη δημιουργία του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης –το σημερινό MOMus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης– προσθέτοντας το όνομά της πλάι στου Αλέξανδρου Ιόλα στην αίθουσα που μέχρι σήμερα έφερε μόνο το όνομα του διεθνούς γκαλερίστα και συλλέκτη.
Δεν μου έκανε εντύπωση η αντίδρασή της, γιατί αυτή είναι η Μάρω Λάγια. Ενα κράμα χαμηλών τόνων, ήρεμης δύναμης, χωρίς ίχνος αυτοπροβολής, με μεγάλη προσφορά στη σύγχρονη τέχνη και με επικοινωνιακό χάρισμα που προέρχεται από έναν έμφυτο παιδικό ενθουσιασμό, αυτόν που έπειθε τους καλλιτέχνες για την ανιδιοτελή της προσπάθεια να συγκροτήσει μια μόνιμη συλλογή ευρωπαϊκή. Στη συζήτησή μας ζύγιζε τις λέξεις, μη θεωρηθεί ότι περιαυτολογεί, κι ας ήταν εκείνη που έπεισε τον Αλέξανδρο Ιόλα για τη μεγάλη δωρεά έργων τέχνης, η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα για την ίδρυση του πρώτου μουσείου σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα πριν από περίπου μισό αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Το πρόσωπό της εμπιστεύθηκαν συλλέκτες και καλλιτέχνες πολύ μετά τη δωρεά Ιόλα για να εμπλουτίσουν με δωρεές τη μόνιμη συλλογή, που αριθμεί σήμερα πάνω από 3.500 έργα τέχνης.
Καθώς ελάχιστα πρωτογενή τεκμήρια έχουν διασωθεί στην Ελλάδα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Ιόλας στα μητροπολιτικά καλλιτεχνικά κέντρα τις δεκαετίες ’50-’80 διεθνώς και την προσφορά του στην προώθηση ξένων και Ελλήνων καλλιτεχνών σε όλο τον κόσμο, η μαρτυρία της Μάρως Λάγια αφενός διασώζει την ιστορία της γέννησης ενός μουσείου από την κοινωνία των πολιτών, αφετέρου αποτελεί έναν από τους σημαντικούς κρίκους για την επιδραστικότητα του συλλέκτη και μαικήνα της σύγχρονης τέχνης.
«Γνώρισα τον Ιόλα αρχές της δεκαετίας του ’70 στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη. “Η Μάρω έχει την γκαλερί ΖΗΤΑ-ΜΙ, την ωραιότερη της Θεσσαλονίκης”, είπε η Πέγκυ στις συστάσεις. “Μια μικρή γκαλερί είναι”, διευκρίνισα. “Μ’ αρέσουν οι μικρές γκαλερίες”, απάντησε ο Ιόλας. Εκτοτε ξεκίνησε μια βαθιά φιλία, κυρίως χάρη στην επιμονή του Ιόλα. Μήνες αργότερα, περπατώντας στο Σύνταγμα, σταμάτησε δίπλα μου ένα ταξί. Κατεβαίνει ο Ιόλας. Με το ένα πόδι του κρατάει την πόρτα του αυτοκινήτου ανοιχτή και με το άλλο αρπάζει το μπράτσο μου και με βάζει στο ταξί. Ηταν σαν απαγωγή. Ο προορισμός ήταν το σπίτι του στην Αγία Παρασκευή. Αντικρίζω έναν θαυμάσιο κήπο γεμάτο με λευκές τριανταφυλλιές. Η εικόνα σε όλους τους χώρους της βίλας θα μου μείνει αξέχαστη. Ενα σπίτι-μουσείο γεμάτο από εκατοντάδες έργα τέχνης διάσημων καλλιτεχνών απ’ όλο τον κόσμο: Πικάσο, Γουόρχολ, Μαγκρίτ, Τενγκελί και άλλων. Ανάμεσα στους πίνακες και δεκάδες αντικείμενα, μεταξύ αυτών το γραφείο του Προυστ. Λίγα χρόνια αργότερα είδα τους ίδιους τοίχους άδειους, όταν επέστρεψε υγιής από την Αμερική, όπου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Οι δικοί του άνθρωποι που τον είχαν “ξεγραμμένο” βιάστηκαν να το αδειάσουν. Δεν θα ξεχάσω την ηρεμία και την αισιοδοξία του. “Παιδί μου, η τέχνη δεν σταματάει. Πάει μπροστά. Θα πάρουμε άλλα”, σχολίασε στο απορημένο μου βλέμμα».
Η ιδέα για τη δωρεά ήρθε σαν αναλαμπή. Την επομένη του σεισμού στη Θεσσαλονίκη, ανήσυχος ο Ιόλας επικοινώνησε με τη Μάρω. «”Ολα καλά, αλλά τα βυζαντινά μνημεία υπέστησαν καταστροφές. Γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε κάτι για τη Θεσσαλονίκη. Ισως ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης”, του πρότεινα. “Εξοχη ιδέα! Το κράτος ας αναλάβει τα σχολειά και τα νοσοκομεία. Εμείς θα κάνουμε ένα Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης”, απάντησε με ενθουσιασμό. Επέμενε στο κέντρο, το θεωρούσε πιο σύγχρονο, ανοιχτό και ευέλικτο από ένα μουσείο. “Πάρε το αεροπλάνο κι έλα”. Παρά τις αντίξοες συνθήκες μετά τους σεισμούς κατέβηκα. Καταρτίζουμε έναν κατάλογο 47 εμβληματικών έργων Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών που καλύπτουν όλες τις εξελίξεις της διεθνούς καλλιτεχνικής πρωτοπορίας: Ζαν Τενγκελί, Αντι Γουόρχολ, Νίκι ντε Σεν Φαλ, Βίκτορ Μπράουνερ, Πίνο Πασκάλι, Νοβέλο Φινόττι, Ακριθάκης, Παύλος, Τάκις, για τα έργα του οποίου, όπως λένε, ο Ιόλας του έδωσε πέντε Πικάσο. Απευθύνομαι στον Πέτρο Καμάρα, έναν σοσιαλιστή και επιχειρηματία που έβλεπε μπροστά. Η πρώτη μας κίνηση ήταν να ζητήσουμε τη συνδρομή των πιο σημαντικών ανθρώπων της πνευματικής και επιχειρηματικής ζωής για τη δημιουργία ενός σωματείου. Ανάμεσά τους οι Γιάννης Μπουτάρης, Παύλος Ζάννας, Μανώλης Ανδρόνικος, Ελένη Λαζαρίδου, Ιωάννα Μανωλεδάκη, Δημήτρης Φατούρος, Ακης Μαλτσίδης, Πάνος Τζώνος, Ξανθίππη Χόιπελ κ.ά.
Δεν ήθελα να μπλέξω τη φιλία μας με οικονομικές συναλλαγές. Αν μεσολαβούσε επαγγελματική σχέση, ίσως να μην είχε γίνει ποτέ η δωρεά.
»Ζητήσαμε τη στήριξη του υπουργείο Πολιτισμού. Οταν άκουσαν την ιδέα μας, κάγχασαν. “Εσείς θα κάνετε Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης; Ούτε η Αθήνα δεν έχει”, μας είπαν. Πρέπει να φτάσουμε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σκέφτηκα. Βρήκα την ευκαιρία σε μια δεξίωση στο Παλατάκι. Του μίλησα για τη δωρεά και για την αναζήτηση χώρου. Δεν το πίστεψε. “Αν αυτός σου δώσει έστω κι ένα έργο, να μου περάσουν χαλκά από τη μύτη!”, μου είπε. Δεν τον αδικώ. Ο αυριανισμός και ο κιτρινισμός την εποχή εκείνη ήταν στο απόγειο».
Πέντε χρόνια κράτησε η «οδύσσεια». Χωρίς στέγη, η δωρεά θα είχε κάνει φτερά. Την ιδέα έριξε η Σοφία Καζάζη. Απευθύνθηκαν στον Γιώργο Φιλίππου της «Φίλκεραμ Τζόνσον», ο οποίος παραχώρησε στο σωματείο ένα πάτιο 1.000 τ.μ. στο εργοστάσιό του. «Πήγαμε να δούμε τον χώρο με τον Γιάννη Μπουτάρη. Εβρεχε. Η μακριά γούνα που είχε ριγμένη ο Ιόλας στην πλάτη του σερνόταν στη λάσπη, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ηταν ενθουσιασμένος από το βιομηχανικό περιβάλλον. Με χορηγία 700.000 δρχ. του Γιάννη Μπουτάρη διαμορφώσαμε έναν εκθεσιακό χώρο, ενώ ο Φιλίππου επέλεξε τα καλύτερα πλακάκια στο χρώμα της άμμου για το δάπεδο. Οταν τα είδε ο Ιόλας ήταν κατηγορηματικός. “Εγώ τα έργα μου σε κουζίνα δεν τα βάζω”, αντέδρασε. “Τι ντροπή!”, σκέφτηκα. Πώς να ζητήσω να ξηλωθούν από έναν τόσο γενναιόδωρο χορηγό; Ο Φιλίππου, προς τιμήν του, το δέχθηκε χωρίς αντίρρηση. “Αν είναι να χάσετε τη δωρεά, να το κάνετε”, μας είπε. Ο Ιόλας κατέβαλε άμεσα το ποσό του κόστους και το δάπεδο καλύφθηκε από ένα ολόλευκο μάρμαρο που βρήκα σε ένα μικρό νταμάρι των Σερρών».
Μια δυνατή σχέση
Γιατί πιστεύεις ότι δέσατε με τον Ιόλα; «Για κάποιο λόγο με συμπάθησε από την πρώτη στιγμή, ήταν μια σχέση δυνατή που συνεχίστηκε έως τον θάνατό του. Eνας από τους λόγους ήταν ότι δεν ήθελα να μπλέξω τη φιλία μας με οικονομικές συναλλαγές. Αν μεσολαβούσε επαγγελματική σχέση, ίσως να μην είχε γίνει ποτέ η δωρεά. Παρόλο που μου ζήτησε πολλές φορές να παρουσιάσουμε καλλιτέχνες στην γκαλερί, αρνιόμουν συνειδητά. Πολύ αργότερα, μετά την ίδρυση του κέντρου, συνεργαστήκαμε μόνο για την έκθεση Γουόρχολ στο ΖΗΤΑ-ΜΙ. Επίσης, εκτίμησε τη στάση μου όταν καταρτίζαμε τον κατάλογο της δωρεάς. Εκείνος επέμενε να συμπεριλάβουμε και έργα της αδελφής μου Λυδίας Δαμπασίνα. Αρνήθηκα κατηγορηματικά. Δεν ήθελα να γίνει οικογενειακή υπόθεση. Επιπλέον, είχε ωριμάσει μέσα του η ιδέα να αφήσει κάτι στον τόπο. Η πρόθεσή του, ωστόσο, δεν ευοδώθηκε».
Για ποιο λόγο; «Ο κίτρινος Tύπος φαίνεται πως είχε κάνει τη ζημιά του. Πιστεύω όμως ότι αν το υπουργείο Πολιτισμού τον είχε προσεγγίσει με ένα συγκεκριμένο όραμα, ο καλλιτεχνικός πλούτος που είχε συγκεντρώσει στο σπίτι του δεν θα είχε χαθεί». Τι άνθρωπος ήταν ο Ιόλας; «Δοτικός, αλλά άνισος και αντιφατικός. Αντισυμβατικός, κοσμοπολίτης της ελληνικής διασποράς, παθιασμένος λάτρης των πολιτισμών του κόσμου, αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της γιατί του θύμιζε την Αλεξάνδρεια. Επειτα από κάθε έκθεση του ΖΗΤΑ-ΜΙ, έργα των καλλιτεχνών πήγαιναν στο μουσείο. Συνεχώς “ζητιάνευα”. Ο ίδιος, εξάλλου, είχε υποσχεθεί να χαρίσει κι άλλα 100-120 έργα. Δεν πρόλαβε. Τελικά, τη συλλογική του μνήμη “διασώζει” το μουσείο μέχρι σήμερα».
Συλλογικό κατόρθωμα
«Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Μπορεί να έβαλα το θεμέλιο λιθαράκι, αλλά αυτό το μουσείο είναι πολλών ανθρώπων έργο», επισημαίνει η Μάρω Λάγια. «Ο φιλότεχνος και ο καλλιτεχνικός κόσμος το αγκάλιασαν. Πολλοί δούλεψαν εθελοντικά, με πάθος, χωρίς τις αγκυλώσεις τοπικισμού, για να προωθήσουν τη σύγχρονη τέχνη. Αυτό εκτίμησε ο Ιόλας, που πίστευε περισσότερο στην ιδιωτική πρωτοβουλία παρά στην κρατική». «Εγώ ο Ιόλας έχω έτοιμο το δώρον… για να βοηθήσω να ιδρυθεί ένα Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, την οποία αγαπώ πολύ, καθώς και όλους τους φίλους Τέχνης που τόσο σωστά εργάζονται γι’ αυτό τον σκοπό», έγραφε στο ιδιόχειρο κείμενο της δωρεάς που φέρει την υπογραφή του με ημερομηνία «Παρίσι, 5 Μαΐου 1980». «Από εκεί και πέρα, το κέντρο μετατράπηκε σε μουσείο, βρήκε στέγη στην καρδιά της Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) και με την Ξανθίππη Χόιπελ στο τιμόνι κοιτούσαμε μόνο μπροστά, στο μέλλον. Σήμερα, υπό την ομπρέλα του οργανισμού MOMus και την καλλιτεχνική διεύθυνση της Θούλης Μισιρλόγλου γράφει τη νέα του ιστορία». Η Μάρω Λάγια μπορεί να μετοίκησε στο κτήμα Μαρκοπούλου, εκεί όπου συντελείται ένα θαύμα αναγεννητικής γεωργίας. Δεν έπαψε, όμως, στιγμή να προσφέρει έως σήμερα εποικοδομητικά για το μουσείο. Αθόρυβα.
Η συνάντηση
Βρεθήκαμε στο ΜOMus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη ΔΕΘ. Καθίσαμε στο καφέ με θέα τα υπαίθρια γλυπτά του Φιλολάου, του Κουλεντιανού και τις ομπρέλες του Γιώργου Ζογγολόπουλου. «Αν δεν γνώριζα τον Μάνο, θα συνέχιζα να σκέφτομαι 24 ώρες το 24ωρο το μουσείο». Μοιραστήκαμε φοκάτσια με προσούτο και μοτσαρέλα πίνοντας –τι άλλο;– λευκό Κυρ Γιάννη. Στη μνήμη του. «Μου λείπει ο Γιαννάκης. Δεν μπορώ να συνηθίσω τη Θεσσαλονίκη χωρίς την παρουσία του. Φίλος επιστήθιος από τα νιάτα μας, γενναιόδωρος ευεργέτης, μαζί παλέψαμε για την ίδρυση του Κέντρου, εκείνος κράτησε όρθιο το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης καλύπτοντας επί 12 χρόνια όλα τα λειτουργικά έξοδα». Και τι σύμπτωση! Η τελευταία έκθεση που εγκαινίασε στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ήταν το αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Ιόλα το 2018.


