Μάρτα Σίλβια Διός Σανς: Ακολούθησα έως εδώ τη φωνή του Καζαντζάκη

Μάρτα Σίλβια Διός Σανς: Ακολούθησα έως εδώ τη φωνή του Καζαντζάκη

Αφησε την Ιατρική για να σπουδάσει αρχαία ελληνικά. Λίγο μετά, άφησε την οικογένειά της στο Μπουένος Αϊρες για να σπουδάσει στην Ελλάδα. Είκοσι τρία χρόνια μετά, ζει –γράφει και μεταφράζει– ακόμη εδώ

7' 44" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Δεν μιλάει καλά ελληνικά. Μιλάει τα καλύτερα, τα ομορφότερα ελληνικά που μπορείς να ακούσεις ένα τυχαίο μεσημέρι στην Αθήνα. Κληρονομικό χάρισμα. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι στο Μπουένος Αϊρες γεμάτο βιβλία –ανάμεσά τους τα άπαντα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων–, τέχνη και συζητήσεις. «Ο λόγος στο σπίτι μου ήταν πολύ ζωντανός. Στο τραπέζι ακούγαμε σπουδαίες ιστορίες, είτε από τη λογοτεχνία είτε από τη ζωή». Πού να φανταστούν οι άνθρωποι ότι αυτά τα «φιτίλια» θα οδηγούσαν τη Μάρτα να παρατήσει μια ωραία μέρα οικογένεια, πατρίδα και Ιατρική και να κλείσει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την Ελλάδα.

Ετσι όμως είναι οι έρωτες. Και η 47χρονη σήμερα Αργεντινή συγγραφέας και μεταφράστρια Μάρτα Σίλβια Διός Σανς ερωτεύτηκε παράφορα τη χώρα μας. Πρώτα από τα βιβλία κι έπειτα από κοντά, έναν βροχερό Φλεβάρη του 2001. Είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ένα εστιατόριο στα Εξάρχεια, ξεκινά την εξιστόρηση αυτής της διαδρομής, μιας διαδρομής που εξαρχής πατούσε σε δύο πραγματικότητες, μία της ζωής και μία της λογοτεχνίας. Και όσο την ακούω, σκέφτομαι έντονα πως μια μέρα η ζωή της θα γίνει ταινία.

Μάρτα Σίλβια Διός Σανς: Ακολούθησα έως εδώ τη φωνή του Καζαντζάκη-1

Σκηνή 1 / Σαλόνι του πατρικού στο Μπουένος Αϊρες / βράδυ. Η Μάρτα ανακοινώνει στους γονείς της ότι αφήνει την Ιατρική για να σπουδάσει αρχαία ελληνική γραμματεία, την κοιτίδα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, όπως λέει. Από μικρή ήθελε να γίνει γιατρός, για να φεύγει με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, αλλά στην ιατρική σχολή ένιωσε ότι ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται σαν ένα αυτοκίνητο που χαλάει. Αντεξε δυόμισι χρόνια. Η ανακοίνωση προκάλεσε σεισμό στο σπίτι. «Η μαμά ήταν έξω φρενών, τα αδέλφια μου έντρομα. Ο πατέρας μου δεν έλεγε τίποτα μέχρι που κάποια στιγμή ζήτησε από τα αδέλφια μου να φύγουν. Τότε μου έκανε μια κουβέντα, που δεν σου κρύβω εφαρμόζω μέχρι τώρα στις κρίσιμες στιγμές της ζωής μου. Μου είπε, επειδή ο νους μας πού και πού μας στήνει παγίδες, υπάρχει κάτι που για μένα είναι πολύ σημαντικό για να σε στηρίξω. Το αν η βούλησή σου συνταχθεί με τον νου σου». Οι εισαγωγικές για τη Φιλοσοφική Σχολή του Μπουένος Αϊρες διαρκούν ένα χρόνο, όμως ήταν ήδη στη μέση της χρονιάς. «Μου είπε “θα παρακολουθήσεις τα μαθήματα του β΄ εξαμήνου και ταυτόχρονα θα προετοιμάσεις και αυτά που έχεις χάσει. Σου παραχωρώ το γραφείο μου για να διαβάζεις τα βράδια. Αν τον Δεκέμβριο δώσεις τα δέκα μαθήματα και μου φέρεις το χαρτί ότι πέρασες, είμαι μαζί σου και θα μιλήσω με τη μητέρα σου”». Τελικά η βούληση με τον νου επικοινώνησαν, η Μάρτα πέρασε και άρχισε να μελετά αρχαία ελληνική γραμματεία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες.

Το Μπουένος Αϊρες είναι όλο κάθετες και οριζόντιες γραμμές. Η Πλάκα μου φαινόταν κουβάρι. Είχα μάθει να λέω «πού είναι η Ακρόπολη» μόνο και μόνο γιατί μου άρεσε να ακούω ελληνικά. Απαντούσα «ευχαριστώ» και πάλι χανόμουν.

Σκηνή 2 / Ηράκλειο Κρήτης / απόγευμα. Συνεπαρμένη από τις σπουδές της, φεύγει τον Φεβρουάριο του 2001 (τότε έχουν διακοπές στην Αργεντινή), με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, για 40 ημέρες στην Ελλάδα. «Δεν με ενδιέφεραν ο ήλιος και η θάλασσα. Ηθελα να καταλάβω τι ήταν η Ελλάδα, ήθελα να αγγίξω τον ελληνικό πολιτισμό». Το ταξίδι ήταν παράτολμο, ήταν μόνη, 23 ετών, σε εποχή χωρίς κινητά. «Το Μπουένος Αϊρες είναι όλο κάθετες και οριζόντιες γραμμές. Η Πλάκα μου φαινόταν κουβάρι. Είχα μάθει να λέω “πού είναι η Ακρόπολη” μόνο και μόνο γιατί μου άρεσε να ακούω ελληνικά. Απαντούσα “ευχαριστώ” και πάλι χανόμουν». Πήγε Δελφούς, Αρχαία Ολυμπία, Επίδαυρο, Μυκήνες, Γορτυνία και φυσικά Κρήτη. «Στο Ηράκλειο, σε ένα δρόμο κοντά σε μια μεγάλη εκκλησία, έρχεται ένας άγνωστος και μου δείχνει τον λόφο. “Καζαντζάκης” μου λέει. Από ευγένεια λέω thank you. “Καζαντζάκης” ξαναλέει, ξανά “ευχαριστώ” εγώ. Το επαναλαμβάνει τρίτη φορά. Πήγα προς τα εκεί. Τελικά έδειχνε τον τάφο. Αντικρίζω τον ξύλινο σταυρό με τις τρεις σκέψεις του, που τότε δεν καταλάβαινα. Τις αντιγράφω στο τετράδιό μου».

Εκείνο το απόγευμα, όπως και μια συγκλονιστική ανατολή στους Δελφούς, την οδηγούν να πάρει την απόφαση να μετακομίσει στην Ελλάδα. Στο Μπουένος Αϊρες ξεκινά να μελετάει κρυφά νέα ελληνικά, για να δώσει εξετάσεις επάρκειας για μετεγγραφή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Ο δάσκαλός μου μού μετέφρασε τις σκέψεις του Καζαντζάκη, τρελάθηκα. Επί δύο μήνες έψαχνα στα βιβλιοπωλεία του Μπουένος Αϊρες για τον Ζορμπά. Κάποια στιγμή σε ένα παλαιοπωλείο βρίσκω την “Αναφορά στο Γκρέκο”». Τη στιγμή που ανακοινώνει στους γονείς της ότι αφήνει για δεύτερη φορά τις σπουδές της και φεύγει στην Ελλάδα, η Αργεντινή χρεοκοπεί. Σήμερα ξέρει ότι ήταν ο λόγος του Καζαντζάκη που τη βοήθησε να κάνει πίσω. «Εκεί που άλλοι σου λένε ότι κάτι είναι αδύνατον, σου λέει ότι είναι εφικτό, όπως ο Νίτσε περίπου». Με κόπο, δουλεύοντας δύο δουλειές σε ακραίες συνθήκες («το ξέσπασμα της βίας ήταν απίστευτο, δυο φορές μου έβαλαν πιστόλι στο κεφάλι») κατάφερε να αγοράσει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή.

Σκηνή 3 / Ενα υπόγειο στα Ιλίσια / πρωί. Είναι Αύγουστος του 2002. Μολονότι είχε γίνει δεκτή στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο, δεν δικαιούνταν σίτιση και στέγη. Το υπουργείο τη στέλνει σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια. Δεν το γνώριζε τότε, αλλά ήταν ξενοδοχείο ημιδιαμονής. «Θυμάμαι σαν τώρα την έκπληξη του ανθρώπου στην υποδοχή όταν του είπα ότι έχω χαρτί από το υπουργείο. Με κοίταξε καλά και μου είπε “δεν είναι αυτό μέρος για εσάς, δεσποινίς”. Του ζήτησα να δω το δωμάτιο. Ηταν μακρόστενο με μια κόκκινη κουρτίνα. “Πού θα μελετήσω;” ρώτησα. “Δεν έχει γραφείο”. Ακόμη δεν είχα καταλάβει πού βρισκόμουν». Για χρόνια ζούσε σε διάφορα υπόγεια υπό άθλιες συνθήκες. Πήγαινε στο πανεπιστήμιο το πρωί και μετά έπιανε δουλειά – κρατούσε παιδιά. Σηκωνόταν κάθε μέρα στις 4.30-5 το πρωί για να διαβάσει. Τότε έφτασε ένα μεγάλο πακέτο με βιβλία από το πατρικό της. «Ζούσα σε ένα υπόγειο στα Ιλίσια, όπου κοιμόμουν στο πάτωμα, και διάβαζα σε ένα τραπεζάκι κάμπινγκ. Δεν είχα μία κυριολεκτικά, αλλά ξαφνικά είχα τα βιβλία μου». Μια μέρα άπλωσα το χέρι και έπιασα ένα βιβλίο του Νίτσε και άρχισα να το διαβάζω. Μετά, ένα βιβλίο του Ουγκό. Την επόμενη μέρα βγήκα στον κόσμο σαν να μου ανήκε. Λένε ότι η λογοτεχνία είναι αποφυγή της πραγματικότητας. Αντιθέτως. Σου επιτρέπει να αντιμετωπίζεις κατάματα τη δυσκολία. Ηταν κι αυτή μια συμβουλή του πατέρα μου, να δημιουργώ παράλληλες πραγματικότητες. Είχα δημιουργήσει μια παράλληλη πραγματικότητα της λογοτεχνίας, που ήταν όμως άρρηκτα συνδεδεμένη με την πραγματικότητά μου».

Σκηνή 4 / Εξάρχεια / Χριστούγεννα. Λίγο αφότου αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετέφρασε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη («Η νοσταλγός») και παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα ισπανικών. Συνέχισε τις μεταφράσεις, ενώ άρχισε να παραδίδει τα σεμινάρια λογοτεχνίας, φιλοσοφίας και τέχνης, τα οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα. Ο Καζαντζάκης τότε εμφανίστηκε και πάλι σαν από μηχανής θεός στη ζωή της. Το 2014, μετά μια αλλαγή στο καθεστώς των δικαιωμάτων του, ένας εκδοτικός οίκος της Αργεντινής τη ρωτάει αν ενδιαφέρεται να μεταφράσει τον «Φτωχούλη του Θεού», ένα μυθιστόρημα για τον Φραγκίσκο της Ασίζης. «Ηταν το μόνο που δεν είχα διαβάσει. Ξεκινώ να το μεταφράζω. Είναι πολύ ιδιαίτερη διαδικασία η μετάφραση Καζαντζάκη, ασκητική. Η φωνή του είχε μπει και στα όνειρά μου, μεταφράζεις και νιώθεις όπως όταν τρέχουν τα άλογα, αυτό το λαχάνιασμα. Ηταν γιορτές όταν φτάνω στη στιγμή που περιγράφει τα στίγματα του Φραγκίσκου. Σταμάτησα, δεν μπορούσα να συνεχίσω». Ενιωθε ότι δεν είχε βρει τη «φωνή» του Φραγκίσκου του Καζαντζάκη. Τα παρατάει όλα και κλείνει εισιτήρια για Ασίζη. «Εχω χρέος σε αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα μπορούσα να το κάνω διεκπεραιωτικά. Ο Καζαντζάκης ήταν πάντα παρών στη ζωή μου. Κάποιες φορές τον νιώθω πιο κοντά και άλλες πιο μακριά. Πάντως συμβαδίζουμε, τόσο απλά». Σε εκείνο το ταξίδι βρήκε το νήμα για το νέο της μυθιστόρημα «Fuga Azul».

Η συνάντηση

Είχαμε ραντεβού στο Salero στα Εξάρχεια, τη γειτονιά της. Φτάνω πρώτη και σε λίγο βλέπω να μπαίνει μια όμορφη, πανύψηλη γυναίκα. «Από τη μεριά του μπαμπά μου έχω καταγωγή από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Από την πλευρά της μαμάς από Δανούς που εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία, Βάσκους και Γάλλους. Ολοι στην οικογένεια είναι δίμετροι!». Ο μπαμπάς της ήταν δικηγόρος. Η μαμά δεν δούλευε αλλά ήταν μαγευτική αφηγήτρια. Τους έχασε πρόωρα.

«Τον μπαμπά το ’17 και τη μαμά στην αρχή της COVID. Επρεπε να περιμένω δύο χρόνια για να την αποχαιρετίσω, αφού η Αργεντινή είχε κλείσει τα σύνορά της». Τελευταία φορά ταξίδεψε στο Μπουένος Αϊρες πέρυσι τον Ιούλιο. «Βγήκαν πολλά δάκρυα, που είχαν μείνει ξεχασμένα κάπου». Παραγγέλνουμε κάτι ελαφρύ λόγω ζέστης. Μια σαλάτα κινόα εκείνη και νερό, μανιτάρια εγώ κι ένα ποτήρι κρασί.

Ο Κάφκα στην Αθήνα

Η Μάρτα στάζει αγάπη για αυτή τη χώρα, αλλά η σχέση τους περνάει έντονη κρίση. «Νομίζω πως αν δεν ήταν ο Μιχαήλ, ο άνδρας μου, θα είχα φύγει. Ολα έχουν ένα όριο». Στα 23 χρόνια που ζει εδώ δεν έχει αισθανθεί ρατσισμό από κανέναν πλην του κράτους. «Συνηθίζω να λέω ότι οι Ελληνες δεν έχουν ιδέα για την παράλληλη πραγματικότητα που ζουν οι ξένοι στην Ελλάδα. Εχω ζήσει καταστάσεις με τα χαρτιά μου που θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα. Τώρα ήμουν ενάμιση χρόνο εγκλωβισμένη στην Ελλάδα χωρίς να μπορώ να πάω πουθενά, γιατί καθυστερούσε η ανανέωση της άδειας παραμονής».

Πρόσφατα απορρίφθηκε και το αίτημα για ελληνική υπηκοότητα που είχε υποβάλει το ’17. Πονεμένη ιστορία. Ενας νόμος που ψηφίστηκε εν μέσω COVID πρόσθεσε ένα νέο εισοδηματικό κριτήριο με αναδρομική ισχύ που την αποκλείει. «Για το κράτος είμαι ένας αριθμός πρωτοκόλλου», λέει. «Είσαι μπροστά σε αυτή την απίστευτη υπηρεσία που δεν μπορείς να τη φτάσεις με τίποτα. Ενας τοίχος, σαν τη Δίκη του Κάφκα. Είσαι μπροστά στον οργανισμό, σε μια πόρτα και δεν μπορείς να τη διασχίσεις». 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT