«Λίνα, έχεις την καλοσύνη να βγεις μια στιγμή έξω να με βοηθήσεις;». Η Γεωργία Καλτσή είχε φτάσει χωρίς πρόβλημα έως το Νέο Ηράκλειο με το αυτοκίνητό της, είχε βρει και να παρκάρει, αλλά στη συνέχεια το πεζοδρόμιο τής θύμισε ότι κινείται με αμαξίδιο. Η ίδια καμιά φορά το ξεχνάει.
«Βγαίνω με τους φίλους μου, τους γυρίζω σπίτι τους και ξεχνάω να τους πω να βγάλουν το αμαξίδιό μου από το πορτ μπαγκάζ και να το φέρουν μπροστά. Εχω άπειρο content από τις κάμερες του σπιτιού μου μ’ εμένα να βγαίνω από το πορτ μπαγκάζ. Τι να κάνω; Να κοιμηθώ στο αμάξι; Ή να ξυπνήσω τον κολλητό μου στις 3 το πρωί να έρθει να με βοηθήσει; Δεν πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό. Ούτε εγκλωβίστηκα ποτέ στην εικόνα που έχουν οι άλλοι για τα ανάπηρα άτομα. Δεν χρειάζεται κάποιος να μου φέρεται και να μου μιλάει διαφορετικά επειδή απλώς μια ημέρα βρέθηκα καθιστή. Ναι, καθιστή. Δεν είναι ανάπηρο το σώμα μου, έχει απλώς υποστεί μια βλάβη. Ανάπηρο άτομο είμαι επειδή το πεζοδρόμιο δεν είναι φλατ».
Ετρεξα έξω. Ως συνήθως τη ράμπα είχε μισοκλείσει ένα σταθμευμένο αμάξι. «Δώσε μου το χέρι σου», είπε. Το έπιασε κι ανέβηκε από ένα άλλο άνοιγμα του πεζοδρομίου κάνοντας μια μικρή… σουζίτσα. Φτάνοντας στο τραπέζι μας μετακινήθηκε με μια γρήγορη κίνηση στην καρέκλα. «Αυτό που λένε “καθηλωμένος σε αμαξίδιο” είναι λάθος έκφραση. Το αμαξίδιο είναι το εργαλείο σου για να αποκαθηλωθείς από το σπίτι, από το κρεβάτι σου. Είναι τα παπούτσια σου. Το δικό μου όμως δεν έχει πλάτη, γιατί η αναπηρία μου δεν το απαιτεί, οπότε επιλέγω να κάθομαι στην καρέκλα για να ξεκουραστώ».
Θα ‘λεγες ότι το κάνει μια ζωή αυτό, ότι γεννήθηκε με αυτή την ικανότητα να κάνει ελιγμούς πάνω σε ρόδες. Ισχύει με έναν τρόπο. Με το που ξύπνησε από το κώμα, 24 ημέρες μετά το φοβερό τροχαίο που της κόστισε την αίσθηση στα πόδια, ένιωσε ότι της δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Δεν είχε βγει απλώς ζωντανή, αλλά με φοβερή, σαρωτική ζωντάνια, ένα περίεργο πράγμα.
Ηταν Μάρτιος του 2015, ήταν 21 ετών και επέστρεφε σπίτι με τους φίλους της. Σε ένα γνωστό σημείο-καρμανιόλα της Κηφισίας, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Αποστόλης εξετράπη της πορείας του, έπεσε πάνω στην είσοδο μιας τράπεζας και τυλίχθηκε στις φλόγες. Η Γεωργία έλιωνε στις λαμαρίνες αλλά λόγω του τραύματος στη σπονδυλική στήλη είχε παραλύσει και δεν ένιωθε τον πόνο. «Είχα μπει σε survival mode, δεν λιποθυμούσα με τίποτα. Εδινα πληροφορίες στους διασώστες για τους φίλους μου, τα τηλέφωνα των γονιών τους, να τους βρουν. Τους δικούς μου τους βρήκαν τελευταίους γιατί είχαν γράψει λάθος τον αριθμό».
Επεσε σε κώμα με το που μπήκε στο νοσοκομείο, σαν να ένιωσε ασφάλεια και το σώμα να χαλάρωσε. Οι γιατροί την κράτησαν σε τεχνητό κώμα για αρκετές εβδομάδες γιατί τα εγκαύματα στα κάτω άκρα ήταν εκτεταμένα και κινδύνευε μέχρι και να χάσει το δεξί της πόδι. Στο διάστημα αυτό «πήγε κι ήρθε», όπως λέει, δυο-τρεις φορές. «Το μόνο που συνέβαλε σε αυτό –εκτός από τους γιατρούς– ήταν ότι ήμουν αθλήτρια από μικρή και άντεξε ο οργανισμός μου όλα αυτά τα χτυπήματα. Ενας λόγος που λατρεύω την κατάδυση, και ειδικά την ελεύθερη κατάδυση που κάνω τώρα, είναι γιατί μ’ αρέσουν οι μηχανισμοί του ανθρώπινου σώματος. Λατρεύω τη βιολογία και τη φυσιολογία μας. Στην ελεύθερη κατάδυση παίζεις ακριβώς στα όριά σου, μαθαίνεις να τα διαχειρίζεσαι χωρίς να τα ξεπερνάς».
Γι’ αυτό ίσως όταν ξύπνησε και της είπαν οι γιατροί ότι έχει χτυπήσει τη σπονδυλική της στήλη, ήξερε ακριβώς τι σημαίνει αυτό. «Είπα “O.K. φίλε είναι η δεύτερη ευκαιρία που έχω στη ζωή μου που άλλοι δεν την έχουν”». Το είπε χωρίς ακόμη να γνωρίζει ότι ο φίλος της που οδηγούσε είχε φύγει και ότι η κολλητή της, που το μοιραίο εκείνο βράδυ είχε γενέθλια, νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση στο απέναντι δωμάτιο. Oμως η Γεωργία από πάντα έλυνε τα προβλήματά της βάζοντας τον εαυτό της σε ρόλο τρίτου ατόμου. «Κοιτάω το πρόβλημα από απόσταση, βάζω τα πράγματα σε ζυγαριά και σκέφτομαι τι έχει περισσότερο σημασία». Κατέληξε ότι το ποτήρι ήταν μισογεμάτο: ήταν ζωντανή.
Ενας λόγος που λατρεύω την ελεύθερη κατάδυση, που κάνω τώρα, είναι γιατί μ’ αρέσουν οι μηχανισμοί του ανθρώπινου σώματος. Στην ελεύθερη κατάδυση παίζεις ακριβώς στα όριά σου, μαθαίνεις να τα διαχειρίζεσαι χωρίς να τα ξεπερνάς.
Εμεινε ένα μήνα στην εντατική, τρεις μήνες στη μονάδα αυξημένης φροντίδας και άλλους δύο μήνες στην αποκατάσταση. «Οι γιατροί και οι νοσηλευτές έγιναν η οικογένειά μου, με αυτούς ξυπνούσα και κοιμόμουν. Ζήσαμε γάμους, γεννητούρια, εγκυμοσύνες, πολύ ωραία πράγματα. Μείναμε με πολλούς φίλοι μέχρι σήμερα». Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα για το εξιτήριο. Οι γονείς της έβγαλαν βάρδιες να έρχονται μία ο ένας μία ο άλλος στο σπίτι της να τη βοηθούν μέχρι να είναι πλήρως αυτόνομη.
Η Γεωργία ακύρωσε τα σχέδιά τους. «Οταν βγω από το νοσοκομείο», τους είπε, «θα συνεχίσω τη ζωή μου κανονικά. Θα πάρω το αυτοκίνητό μου, θα βρω σπίτι και θα συνεχίσω τις σπουδές μου κανονικά. Αφού ξύπνησα, δεν υπάρχει πίσω. Τώρα υπάρχει μόνο μπροστά. Από τη στιγμή που δεν κινδυνεύω από κάτι και έχω μόνο αποκατάσταση, θα δώσω στον οργανισμό μου όλα όσα χρειάζεται για να τα καταφέρει».
Δεν ξαφνιάστηκαν ιδιαίτερα. «Από πριν χτυπήσω έλεγα στους γονείς μου ότι μια ολόκληρη ζωή δεν μας φτάνει να κάνουμε αυτά που θέλουμε. Γι’ αυτό μέχρι τα 21 μου είχα ήδη κάνει πολλά ταξίδια». Παράλληλα με τις σπουδές της δούλευε. «Αφενός ήμουν ρέφερι σε paintball στη γειτονιά μου και αφετέρου δούλευα νύχτα στο μαγαζί που ήταν το στέκι μας. Δεν το ήξεραν οι γονείς μου αυτό, δεν ήθελα να τους αγχώσω. Γιατί νόμιζαν ότι αν δουλέψω θα αφήσω τις σπουδές μου. Oμως εγώ ήξερα ότι μπορώ να τα κάνω όλα αυτά μαζί». Οι γονείς της έμαθαν για τη δουλειά όσο ήταν σε κώμα. «Ο μπαμπάς μου πιστεύω ότι ένιωσε μέχρι και περήφανος».
Από αυτόν έχει πάρει την αγωνιστικότητα και την αγάπη για τον αθλητισμό. Ηταν ένα κορίτσι που δεν έπαιξε ποτέ με κούκλες, «ήμουν πολύ active, είχα αστείρευτη ενέργεια, τον ατελείωτο που λέμε, δεν έπεφτε ποτέ η μπαταρία μου όπως και τώρα». Ετσι κι αλλιώς, στη Ναύπακτο τα περισσότερα παιδιά μεγάλωναν παίζοντας στον δρόμο. Τα καλοκαίρια, οι μέρες περνούσαν στη θάλασσα, μετά σπίτι για φαΐ και στις βόλτες με τα ποδήλατα. Το μπάσκετ μπήκε στη ζωή της στα έξι της. «Με έγραψε ο πατέρας μου γιατί ήθελε να κάνει ο αδελφός μου. Τελικά ο αδελφός μου βαρέθηκε, αλλά εγώ έμεινα».
Το μπάσκετ ακολούθησαν ένα σωρό άλλα αθλήματα, έως και extreme sports. Ηταν αυτή η ξαφνική εναλλαγή, από τη συνεχή εγρήγορση στην παράλυση, που σόκαρε περισσότερο τους δικούς της. «Εχω πολύ μεγάλη οικογένεια και ήμουν η πιο ενεργή από όλα τα εγγόνια και τα ανίψια, αυτή που έκανε συνεχώς άπειρα πράγματα. Οπότε είχαν φρικάρει όλοι, πώς θα το πούμε στη Γεωργία ότι δεν μπορεί να περπατήσει; Και εγώ ήμουν σε φάση “αμαξίδιο; Πάλι καλά που υπάρχει το αμαξίδιο και μας δίνεται η ευκαιρία να είμαστε εκεί έξω”».

Αν για κάτι στενοχωριέται είναι που δεν μπορεί να χορέψει πια παραδοσιακούς χορούς. Ο παππούς της είχε ξοδέψει πολλά χρήματα όταν ήταν μικρή για να σηκώνεται και να χορεύει πρώτη στα γλέντια. «Σήμερα με πιέζουν και τελικά χορεύω με το αμαξίδιο. Αλλά το αφήνω πάντα για το τέλος, γιατί όλοι κλαίνε».
H συνάντηση
Βρεθήκαμε σε ένα αγαπημένο της εστιατόριο, το «Αφρόψαρο» στο Ν. Ηράκλειο. Θύμωσε λιγότερο από όσο εγώ για τη δυσκολία που συνάντησε στην πρόσβαση στο μαγαζί. Είναι η νοοτροπία των Cool Crips, της κοινότητας ανάπηρων ατόμων που επιλέγουν να μιλήσουν για συμπερίληψη με χιούμορ. Η ομάδα βρίσκεται και πίσω από την εκπομπή «Μέλλον Ενα» που συμπαρουσιάζει η Γεωργία με το Γιώργο Καπουτζίδη στον ΣΚΑΪ, την πρώτη εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση που επικεντρώνεται σε άτομα με αναπηρία. «Με το politically correct, αν το τραβάμε πολύ, χάνουμε το δίκιο μας. Εγώ δεν θα μαλώσω κανέναν αν πει καροτσάκι. Θα απαντήσω με χιουμοράκι και έτσι θα τους μείνει». Μοιραστήκαμε μια σαλάτα «Αφρόψαρο» με μπλε καβούρι και αθηναϊκή μαγιονέζα, και ένα λαβράκι στη σχάρα με ψητά λαχανικά.
«Είμαι απλώς καθιστή…»
Κάθε χρόνο, η επέτειος του τροχαίου είναι περίεργη ημέρα. Η ημέρα που άλλαξαν όλα, η ημέρα που έφυγε ο Αποστόλης, η ημέρα των γενεθλίων της άλλης φίλης που κινείται πια επίσης με αμαξίδιο. Παρατηρώ ότι το πώς έμεινε η παρέα ενωμένη ύστερα από όλα αυτά ήταν ενός είδους θαύμα. «Πράγματι», λέει η Γεωργία Καλτσή, «άλλοι δεν θα ήθελαν να βλέπει ο ένας τον άλλο, για να μη βλέπει τα τραύματά του άλλου ή γιατί ίσως ο ένας δίνει στον άλλο ευθύνη. Εγώ δεν το ένιωσα ποτέ αυτό, ούτε για τον Αποστόλη που κρατούσε το τιμόνι. Δεν ήταν επιλογή του ούτε έκανε κάτι για να διακινδυνεύσει, ήταν δυστυχώς bad timing. Και ζωντανός να ήταν, θα ήμουν η πρώτη που θα του έλεγα “ξεκόλλα, δεν φταις”. Είμαι σε αναπηρικό αμαξίδιο, και;». Εχει τύχει δύο φορές αυτά τα δέκα χρόνια να έρθουν γνωστοί της οικογένειας να τη «συλλυπηθούν» που είναι σε αμαξίδιο. «Αφήστε τους, έλεγα στους γονείς μου, αφήστε τους να με δουν. “Δείτε με”, τους έλεγα, “είμαι απλά καθιστή, δεν έχω τίποτα στην υγεία μου”».

