Γιώργος Ζεβελάκης: Μια κιβωτός με τις φωνές της λογοτεχνίας

Γιώργος Ζεβελάκης: Μια κιβωτός με τις φωνές της λογοτεχνίας

Οι 8.500 ώρες ηχογραφημένων διαλέξεων, εκδηλώσεων και εκπομπών λόγου με πνευματικούς ανθρώπους, οι εκατό κασέτες του Αναγνωστάκη και η διαρκής προσπάθεια να ξεσκονιστεί η ναφθαλίνη των κειμένων

7' 27" χρόνος ανάγνωσης

Ο Γιώργος Ζεβελάκης, ψηλός, ευθυτενής, αεικίνητος, είναι ένας άνθρωπος πολύ ανοιχτός και εγκάρδιος, απλός, φωτεινός, χαρούμενος. Οχι ακριβώς ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν άκρως σχολαστικό, τρομερά επίμονο, απόλυτα αφοσιωμένο ερευνητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, από έναν απερίγραπτο «ψείρα», όπως έλεγε γι’ αυτόν η Τζένια Καββαδία, αδελφή του ποιητή.

Πενήντα χρόνια τώρα ανασκάπτει χωρίς διακοπή άγνωστες ή ξεχασμένες σελίδες λογοτεχνίας και τις δημοσιοποιεί μέσα από άρθρα και εκδόσεις, παλιότερα και ραδιοφωνικές εκπομπές. Ιστορική στα ραδιοφωνικά χρονικά έμεινε η εκπομπή «Φιλολογικοί περίπατοι στον Μεσοπόλεμο», που μετέδιδε από το 1986 έως το 1991 το Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, με ειδικό συνεργάτη τον φίλο του Μανόλη Αναγνωστάκη.

Πνευματικοί άνθρωποι εκείνων των ημερών διάβαζαν όσα είχαν πει λογοτέχνες, λόγιοι, ηθοποιοί, καλλιτέχνες που δεν ζούσαν πια για το έργο τους, τα όνειρά τους, τις ασχολίες τους, σε συνεντεύξεις τους σε εφημερίδες και περιοδικά την περίοδο 1920-1940. Τις συνεντεύξεις αυτές αλίευε από το προσωπικό του αρχείο ο Γιώργος Ζεβελάκης, μανιώδης συλλέκτης λογοτεχνικών πηγών.

«Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στον ρόλο του δημοσιογράφου έθετε τις ερωτήσεις και ο προσκεκλημένος μας “ερμήνευε” αυτούσιες τις απαντήσεις. Θέλαμε να δώσουμε φωνή σε όσους δεν είχαν μπορέσει να ακουστούν τότε. Ηταν για μας μια πράξη πνευματικής αλληλεγγύης», λέει ο κ. Ζεβελάκης. «Σχεδόν διακόσιοι πνευματικοί άνθρωποι πέρασαν μπροστά από το μικρόφωνο για να διαβάσουν τις απαντήσεις συγγραφέων και καλλιτεχνών του Μεσοπολέμου. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μένης Κουμανταρέας, Μιχάλης Γκανάς, Γιάννης Δουβίτσας, Λεωνίδας Λουλούδης, Χρόνης Μπότσογλου, Γιάννης Νεγρεπόντης, Λάκης Παπαστάθης, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Υβόννη Μαλτέζου, Σπύρος Τσιακνιάς, Τάσος Γουδέλης, Γιώργος Χειμωνάς, Νίκος Χουλιαράς διάβαζαν Μαλακάση, Ξενόπουλο, Καλομοίρη, Κοτοπούλη, Πολίτη, Βάρναλη, Μωραϊτίνη, Νιρβάνα, Σκίπη, Πωπ και τόσους άλλους».

Ποιος ήταν ο πιο καλός ερμηνευτής; «Ο Μάνος Ελευθερίου. Ηταν ο πρώτος πριμαβισταδόρος. Επαιρνε το κείμενο εκείνη την ώρα και το διάβαζε με μεγάλη εκφραστικότητα. Η φωνή του είχε μια ευρεία υποκριτική γκάμα». Κάποιο στιγμιότυπο που θυμάστε από τις ηχογραφήσεις; «Είχαμε καλέσει τον καθηγητή στο Γεωπονικό και συγγραφέα Νίκο Μαρτίνο να διαβάσει Ιωάννη Συκουτρή, έναν σπουδαίο φιλόλογο του Μεσοπολέμου. “Είμαι αντίθετος σε αυτά που λέει ο Συκουτρής, μου είναι αδύνατον να τα διαβάσω, τα μισώ”, διαμαρτυρήθηκε. Ετσι άλλαξαν οι ρόλοι, ο Μαρτίνος έκανε τον δημοσιογράφο και ο Αναγνωστάκης τον Συκουτρή. Οι ηχογραφήσεις γίνονταν μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς και γέλιου. Ο Αναγνωστάκης αστειευόταν συχνά. Είχε λεπτό χιούμορ».

Οι περισσότεροι από τους ερμηνευτές δεν ζουν πια, οι φωνές τους όμως δεν έχουν χαθεί. Τις έχει διαφυλάξει ο Γιώργος Ζεβελάκης, ο οποίος, πέρα από τις σπάνιες συλλογές εντύπων, χειρογράφων, φωτογραφιών, διαθέτει και ένα τεράστιο αρχείο φωνών. «Μια πλήρως ψηφιοποιημένη φωνοθήκη, 20.000 φωνές πνευματικών ανθρώπων που πέρασαν έστω και λίγο από κάποιο μικρόφωνο, 8.500 ώρες ηχογραφημένων διαλέξεων, εκδηλώσεων και εκπομπών λόγου, όπως της Μαρίας Μαυρουδή στο Τρίτο, που μετέδιδε Καστοριάδη, Κονδύλη, Αξελό, αλλά και το ανέκδοτο φωνητικό αρχείο Αναγνωστάκη – 100 κασέτες. Ξέρετε, ο Αναγνωστάκης συχνά μαγνητοφωνούσε αυτά που ήθελε να πει, δεν τα έγραφε, κι εγώ διέσωσα το υλικό αυτό».

Ξεκίνησε τις ηχογραφήσεις το 1975. Τον έσπρωξε η λαχτάρα που είχε ως έφηβος να ακούει τις συνέχειες του μυθιστορήματος της Αννας Μαρίας Σελίνκο «Ημουν ένα άσχημο κορίτσι» από το προπολεμικό «Φίλιπς», που διεκδικούσαν τα αδέλφια του, η κλίση του προς τα αρχεία «και η σκέψη ότι η αρχειοθήκη της ραδιοφωνίας θα είχε τις γνωστές ελλείψεις». Αλλά και γιατί «με ενδιαφέρει η φωνή. Είναι αποκαλυπτική. Προσφέρει μια άλλη ανάγνωση σε ό,τι λέγεται. Από τη φωνή μπορεί να φανεί μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα, αν κάποιος είναι ειλικρινής, επιφανειακός, υπερόπτης…».

«Mε ενδιαφέρει η φωνή. Είναι αποκαλυπτική. Προσφέρει μια άλλη ανάγνωση σε ό,τι λέγεται. Από τη φωνή μπορεί να φανεί μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα, αν κάποιος είναι ειλι- κρινής, επιφανειακός, υπερόπτης…».

Καθόμαστε σε ένα ολοφώτιστο τραπέζι στην ήσυχη αυλή του «Γιάντες» στα Εξάρχεια και είναι, για μια στιγμή, σαν τίποτα να μην πέθανε ποτέ, σαν με ένα κλικ να έχεις άφθαρτα και ολοζώντανα τα πρόσωπα του χθες, τους προβληματισμούς τους, που είναι και προβληματισμοί του σήμερα. Γιατί, όπως λέει ο Γιώργος Ζεβελάκης, «οι άνθρωποι περνούν, τα ερωτήματα παραμένουν τα ίδια».

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο, αποφοίτησε από τη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας. «Τυχαία μπήκα στη Γεωπονική, τα μαθήματα μού ήταν ξένα». Βρήκε διέξοδο στη λογοτεχνία, ακολουθώντας το παράδειγμα του καθηγητή του στη Φυτοπαθολογία και Καβαφιστή Γιάννη Σαρεγιάννη. Οταν ο Σαρεγιάννης πέθανε, ο Ζεβελάκης, φοιτητής ακόμη, έγραψε γι’ αυτόν στην «Επιθεώρηση Τέχνης» – ήταν η πρώτη του δημοσίευση. Αρχισε να ψάχνει στο Μοναστηράκι άρθρα του Σαρεγιάννη σε λογοτεχνικά περιοδικά και η αναζήτηση αυτή έγινε συνήθεια, «που με στήριξε τα χρόνια των σπουδών», ενώ εκείνη η «πρώτη μαγιά περιοδικών» έγινε στη συνέχεια ένα μεγάλο και πολυδιάστατο αρχείο.

Γιώργος Ζεβελάκης: Μια κιβωτός με τις φωνές της λογοτεχνίας-1

«Εβγαλα τη σχολή, έστησα με έναν συνάδελφό μου στην οδό Αναξαγόρα μια επιχείρηση γεωργικών φαρμάκων, που λειτούργησε για μια 35ετία (1971-2006) σαν φιλολογικό – γεωπονικό στέκι». Από εκεί περνούσαν τα μεσημέρια πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες της Αθήνας. Ο Κώστας Μαυρουδής είχε γράψει στο περιοδικό «Δένδρο» για τη δεινότητα του Ζεβελάκη να λέει τι πρέπει να προσέξει κανείς στην αμπελοκαλλιέργεια και την ίδια στιγμή να απαριθμεί τις ταβέρνες όπου σύχναζε ο Παπαδιαμάντης.

Με πολλούς λογοτέχνες και καλλιτέχνες δέθηκε στενά. Με τον Αναγνωστάκη είχαν από το 1974 αλληλογραφία για τα λογοτεχνικά περιοδικά, «ενθουσιαζόταν όταν του έστελνα ένα τεύχος που έψαχνε, ήταν ένας χαριτωμένος άνθρωπος. Αποκτήσαμε καθημερινή σχέση αφότου μετακόμισε το 1978 στην Αθήνα». Με τον Λάκη Παπαστάθη «ψάχναμε μαζί λογοτεχνικά και λαϊκά περιοδικά στο Μοναστηράκι. Εκείνον τον ενδιέφερε ο 19ος αιώνας, εμένα ο Μεσοπόλεμος. Εκείνος μέσα από αυτά ήθελε να ανασυνθέσει την ατμόσφαιρα της εποχής, εγώ να ανακαλύψω πώς γεννιέται ένα λογοτεχνικό έργο, με τι πανοπλία ξεκινούσε κάποιος τη λογοτεχνική του πορεία. Αλλά με ενδιέφεραν και τα ίδια τα περιοδικά σαν πολιτιστική κατασκευή, τα λογοτεχνικά και τα λαϊκά, που είχαν μεγάλη άνθηση στον Μεσοπόλεμο – κυκλοφορούσαν πάνω από 100 τίτλοι». Κι όταν ο Αναγνωστάκης γνώρισε τον Παπαστάθη, «γίναμε τρίο. Θυμάμαι τα ατελείωτα γεύματα στο σπίτι του Αναγνωστάκη, που παρέθετε η γυναίκα του, κριτικός λογοτεχνίας, Νόρα».

Ερευνητής της λογοτεχνίας, συλλέκτης, αρθρογράφος («Καθημερινή», «Τα Νέα», «Books’ Journal» κ.ά.) και ποδοσφαιρόφιλος. «Το 1999 είχα γράψει ένα άρθρο στην “Καθημερινή” για τον Λάκη Σοφιανό, έναν αλητήριο, πορτοφολά ποδοσφαιριστή, έναν ανορθόδοξο επιθετικό, με τίτλο “Ενας εξτρέμ σε θέση σέντερ φορ”, όχι μόνο στο γήπεδο αλλά και στη ζωή. Ηταν αυτός που δεν ήμουν. Εγώ ήμουν ένα παιδί με τακτοποιημένη ζωή, εκείνος ένας άτακτος, ένας περιθωριακός στο κέντρο της κοινωνικής ζωής. Εχω δημοσιεύσει μια σειρά από πορτρέτα πνευματικών ανθρώπων που γράφτηκαν με βάση αυτή τη λογική. Ανθρωποι εξτρέμ, ασυμβίβαστοι, αλλά κοινωνικά δραστήριοι· υπηρετούν το κοινωνικό σύνολο μέσα από μια προσέγγιση αιρετική».

Πάντα τον ενδιέφερε τον Γιώργο Ζεβελάκη η άγνωστη πλευρά των λογοτεχνών. «Ο άλλος Βάρναλης, που έγραψε ευχαριστήρια επιστολή στον Καβάφη (παρενέβη ο δεύτερος ώστε να μην απολυθεί για γραφόμενά του ο πρώτος από τη θέση του καθηγητή), λέγοντας “αν ακολουθούσα τον δικό σας δρόμο θα είχε αλλάξει η ζωή μου”. Ο ίδιος αργότερα χαρακτήριζε τον Αλεξανδρινό “παρακμιακό”. Θέλω να αναδεικνύω την αφανή όψη των ανθρώπων, τον άλλο Ελύτη, τον άλλο Καζαντζάκη, τον άλλο Καββαδία…». Ο Γιάννης Πατίλης, εκδότης του περιοδικού «Πλανόδιον» είχε βαφτίσει τον Ζεβελάκη «Αντιληξίαρχο».

Μέσα από τις δημοσιεύσεις αυτές «επιχειρώ να αναδείξω κάτι που έχει σημασία και σήμερα, να ξεσκονίσω τη ναφθαλίνη των κειμένων και να τα φέρω στο τώρα. Ζούμε στην εποχή της δικτατορίας της επικαιρότητας. Προσπαθώ να την παραμερίσω λίγο και να κοιτάξω το παρελθόν – το παρελθόν εκβάλλει στο σήμερα και μας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις».

Η συνάντηση

Συναντηθήκαμε στο «Γιάντες» στα Εξάρχεια. Μοιραστήκαμε μια πράσινη σαλάτα, εκείνος απήλαυσε τηγανητό γαύρο κι εγώ σκιουφιχτά Κρήτης με μυζήθρα και απάκι. Οι υπεύθυνοι του εστιατορίου επέμειναν να μας κεράσουν το γεύμα. Μιλήσαμε για το αρχείο του, που έχει λύσει τα χέρια πολλών μελετητών, για τις επιμέλειες πολλών ποιητικών και άλλων έργων και για τις εκδόσεις του.

Τα «Φέιγ βολάν της Κατοχής», χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη – «από τα 1.000 διάλεξα 87, τα πιο αυθόρμητα, “αυτόματης γραφής”, που έδειχναν έναν άλλο Βάρναλη». Οπως και το «Ημερολόγιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1921-1922» του Μάρκου Αυγέρη. «Ηταν η μυθιστορηματική εξιστόρηση των γεγονότων από τον αιχμάλωτο λοχαγό Αεροπορίας Β.Κ., που συμμετείχε στην εκστρατεία. Επειτα από έρευνα κατάφερα να επιβεβαιώσω ότι το είχε γράψει ο Μάρκος Αυγέρης».

Καββαδίας και Ελευθερίου

«Ωφελήθηκα πολύ από τη λογοτεχνία και ωφελούμαι. Ζω πολλές ζωές. Νομίζω ότι ο άνθρωπος διαλέγει τις επιρροές του, συναντάει ανθρώπους όταν είναι έτοιμος να συνομιλήσει μαζί τους. Τον Καββαδία τον μελετούσα από έφηβος, όμως γίναμε φίλοι όταν μπορούσα να συμβαδίσω μαζί του. Ηταν ένας άνθρωπος με μπρίο», λέει. Και απαγγέλλει αβίαστα στίχους από το «Μαραμπού», το «Πούσι», τη «Fata Morgana», «το πιο ρεαλιστικό ερωτικό ποίημα» που έγραψε ο ποιητής για τη φιλόλογο Θεανώ Σουνά, «τη μούσα του· εκείνη ήταν 25 κι αυτός 63».

Μιλάει για το επιτάφιο ποίημα «Πικρία»· «οι καταληκτικοί στίχοι, λες και είναι καμωμένοι από σίδερο, φουντάρουν μαζί του σ’ “ένα βυθό που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια”». Θυμάται το τελευταίο τηλεφώνημα του Καββαδία, «μου είπε να περάσω από το σπίτι, αλλά δεν πέρασα…».

Οπως και μια τελευταία βραδιά με τον Μάνο Ελευθερίου. «Μας έπαιξε με τα δάχτυλα στον αέρα τη Λίμνη των Κύκνων. Κάθε φορά που συναντιόμασταν, μου έκανε τον γέρο, ενώ ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι. Του έλεγα, με τον γραφικό χαρακτήρα που έχεις –είχε έναν πολύ σταθερό γραφικό χαρακτήρα– δεν θα πεθάνεις ποτέ…».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT