Στον αμερικανικό Τύπο συχνά γράφεται για εκείνον ότι έχει «το άγγιγμα του Μίδα»: δημιουργεί εταιρείες βιοτεχνολογίας οι οποίες ανακαλύπτουν καινοτόμες θεραπείες και στη συνέχεια πωλούνται σε φαρμακευτικούς κολοσσούς. Οπως συνέβη με την Anadys Pharmaceuticals, που ανέπτυξε θεραπεία για την ηπατίτιδα C και το 2011 αγοράστηκε από τη Roche έναντι 230 εκατ. δολαρίων. Αλλά και πρόσφατα με τη Regulus Therapeutics, που πέρασε στην ιδιοκτησία της Novartis με μια συμφωνία ύψους 1,7 δισ. δολαρίων.
Η εξαγορά θα δώσει στην ελβετική φαρμακοβιομηχανία πρόσβαση σε ένα πειραματικό φάρμακο για την αντιμετώπιση της αυτοσωμικής υπολειπόμενης πολυκυστικής νόσου των νεφρών (ARPKD), της πιο συχνής και απειλητικής για τη ζωή κληρονομικής νεφρικής πάθησης. «Πώς είναι να χτίζεις μια εταιρεία από το μηδέν ή να την οδηγείς στην κορυφή ως επικεφαλής της και μόλις έχει αρχίσει να ανθεί να τη δίνεις σε άλλους;», ρωτώ τον δρα Κλεάνθη Ξανθόπουλο, ηγετική μορφή της αμερικανικής βιοτεχνολογίας, συνιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της IRRAS και της Shoreline Biosciences. «Είναι μια διαδικασία δύσκολη και επώδυνη, όμως επιφυλάσσει και χαρά. Η ενότητα των αντιθέτων… Συχνά χρειάζεται κανείς τη δύναμη και την εμπειρία των μεγαλύτερων εταιρειών για να δει τις προσπάθειές του να αποδίδουν καρπούς. Αυτό που ανέκαθεν με ενδιέφερε, λοιπόν, ήταν να “χτίζω” εταιρείες, να συγκεντρώνω ανθρώπους πιο έξυπνους και πιο ικανούς από μένα και να τους προσφέρω τις ιδανικές συνθήκες ώστε να δημιουργήσουν καινοτομία και να επιτευχθεί ο στόχος μας: ένα αποτελεσματικό φάρμακο να φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους ασθενείς και να τους δώσει ελπίδα…».
– Aπό πού ξεκίνησε η πορεία σας;
– Από τη Δραπετσώνα, εκεί γεννήθηκα, στον προσφυγικό συνοικισμό. Ο πατέρας μου ήταν ποντιακής καταγωγής από την Τραπεζούντα, ενώ η μητέρα μου προερχόταν από οικογένεια Ελλήνων της Οδησσού που ήρθε στην Ελλάδα το 1939, έχοντας χάσει όλη την περιουσία της λόγω της πολιτικής του Στάλιν.
Εκείνος εργαζόταν στην Κεντρική Λαχαναγορά και εκείνη στην «Κοπή», το εργοστάσιο που κατασκεύαζε είδη ιματισμού και υπόδησης για τις ανάγκες του ελληνικού Στρατού. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον φτωχικό, με πολλή αγάπη και με το όνειρο να πετύχω κάτι καλύτερο από την προηγούμενη γενιά, να προκόψω. Στο σπίτι μας εκτιμούσαμε τα γράμματα και τις επιστήμες. Και ενώ δεν είχαμε χρήματα, δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα.
– Γιατί επιλέξατε να σπουδάσετε Βιολογία;
– Από παιδί με συνάρπαζαν τα φαινόμενα και οι διαδικασίες της ζωής. Πέρασα στο τμήμα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το δεύτερο έτος των σπουδών μου άρχισε να με γοητεύει η έρευνα. Πραγματοποίησα τα πρώτα μου πειράματα στο εργαστήριο της Μικροβιολογίας, ψάχνοντας για νέα μικρόβια. Μόλις αποφοίτησα έφυγα για τη Σουηδία με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση. Εκεί έκανα το μεταπτυχιακό μου στη Μικροβιολογία και το διδακτορικό μου στη Μοριακή Βιολογία.
Σκόπευα να πάω στη Χαϊδελβέργη, στο Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας, επικεφαλής του οποίου ήταν ο σπουδαίος Φώτης Καφάτος, το ίνδαλμά μου. Είχα μάλιστα καταθέσει και τη σχετική αίτηση. Ομως, βρέθηκα στη Νέα Υόρκη!
– Πώς έγινε αυτό;
– Επισκέφθηκε το εργαστήριό μας ο πρωτοπόρος γενετιστής Τζέιμς Ντάρνελ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Rockefeller, που με την έρευνά του για το πώς λειτουργούν τα γονίδιά μας και πώς ρυθμίζονται, άνοιξε δρόμους για την αντιμετώπιση μιας σειράς ασθενειών. Κουβεντιάσαμε και χωρίς να καταλάβω πώς ακριβώς έγινε, δώσαμε τα χέρια και δέχτηκα να τον ακολουθήσω στις ΗΠΑ.
Τέσσερα χρόνια διήρκεσε η μαθητεία μου δίπλα του και του χρωστάω πολλά. Το 1990 επέστρεψα στη Σουηδία, έγινα αναπληρωτής καθηγητής στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης και έφτιαξα το δικό μου εργαστήριο. Ομως, οι Σειρήνες της Αμερικής με κάλεσαν και πάλι… Είχα μια πρόταση που ήταν αδύνατον να αρνηθώ: να εργαστώ στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (National Institutes of Health), στο πρόγραμμα Ανθρωπίνου Γονιδιώματος, που έμελλε να εξελιχθεί σε ένα από τα σπουδαιότερα επιστημονικά επιτεύγματα στην Ιστορία, οδηγώντας στη δημιουργία της πρώτης αλληλουχίας του ανθρωπίνου γονιδιώματος.
Είναι η ώρα της Ευρώπης: ή θα κάνει ένα βήμα μπροστά, ώστε να γίνει η ηγέτιδα δύναμη στον κόσμο, ή θα μας πάρει όλους… φαλάγγι ο Τραμπ.
– Παρά ταύτα, εγκαταλείψατε την ακαδημαϊκή καριέρα για να περάσετε στον χώρο των επιχειρήσεων…
– Ενα τρίμηνο πρόγραμμα στο Stanford Business School, το 1993, μου άνοιξε νέους ορίζοντες. Συνειδητοποίησα ότι ο συνδυασμός επιστήμης και επιχειρηματικότητας μπορεί να έχει σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία. Εγκαταστάθηκα στο Σαν Ντιέγκο αναλαμβάνοντας θέση αντιπροέδρου στην Aurora, που ανέπτυσσε θεραπεία για την κυστική ίνωση, μια σοβαρή γενετική ασθένεια που προσβάλλει κυρίως τους πνεύμονες και το πάγκρεας.
– Οι εταιρείες των οποίων ηγείστε σήμερα, η IRRAS και η Shoreline Biosciences, πού εστιάζουν;
– Η IRRAS κατασκευάζει ένα σύστημα ενδοκράνιας παροχέτευσης, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στα νοσοκομεία σε περιπτώσεις αιμορραγικών εγκεφαλικών, τα οποία είναι το 15% των εγκεφαλικών επεισοδίων, αλλά πολύ πιο επικίνδυνα, προκαλούν 3-5 φορές περισσότερους θανάτους. Οταν, έπειτα από τη ρήξη μιας αρτηρίας αίμα πλημμυρίζει τον εγκεφαλικό ιστό, τις κοιλίες του εγκεφάλου ή τον υπαραχνοειδή χώρο, πιέζοντας παρακείμενους ιστούς και προκαλώντας σπασμό των αγγείων και εγκεφαλικό οίδημα, μέχρι πρόσφατα η λύση συνήθως ήταν η εισαγωγή σωλήνα παροχέτευσης για να φύγει το αίμα και να μειωθεί η ενδοεγκεφαλική πίεση. Ομως, αυτό αποτελεί τεράστιο ρίσκο για λοιμώξεις.
Το δικό μας καινοτόμο σύστημα διπλής ροής επιτυγχάνει πλήρη αποστράγγιση και προσφέρει τη δυνατότητα ταυτόχρονης παροχής φυσιολογικού ορού ή αντιβιοτικών, καθώς και μέτρησης της πίεσης του εγκεφάλου. Περισσότερες από τριάντα μελέτες δείχνουν ότι έτσι μειώνεται κατά 80% ο κίνδυνος μολύνσεων και ότι ο εγκέφαλος καθαρίζει στον μισό χρόνο. Υπολογίζουμε ότι τουλάχιστον 3.500 άνθρωποι έχουν επιβιώσει χάρη στο ΙRRAflow, όπως ονομάζεται. Η Shoreline Biosciences έχει ρίξει το βάρος της στις κυτταρικές θεραπείες. Πιστεύουμε ότι σ’ αυτό το πεδίο θα συντελεστεί η επόμενη επανάσταση στην Ιατρική.
– Προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα σε μια εταιρεία βιοτεχνολογίας, στο κέρδος ή στον ασθενή;
– Η δυσκολία να «μεταφράσεις» την επιστημονική έρευνα σε ένα νέο φάρμακο είναι τεράστια. Πιο πολλές φορές αποτυγχάνουμε παρά επιτυγχάνουμε, η αναλογία είναι ένα προς δέκα. Συνήθως χρειαζόμαστε μια δεκαετία για κάθε πρότζεκτ και περίπου 2 δισ. Οσο για το ρίσκο; Είναι σαν να κάνουμε εξόρυξη για πετρέλαιο και δεν ξέρουμε τι θα βγει από το σημείο που τρυπάμε. Οπως καταλαβαίνετε, δεν μπορείς να είσαι «κυνηγός φαρμάκων» αν δεν έχεις επιμονή, αφοσίωση και όραμα να αλλάξεις τις ζωές των ασθενών.
– Η πολιτική του προέδρου Τραμπ πόσο έχει επηρεάσει τον χώρο σας;
– Μέσα στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του έχουν ανακληθεί επιχορηγήσεις εκατομμυρίων δολαρίων που προορίζονταν για την έρευνα: για τον καρκίνο, τις νευροεκφυλιστικές νόσους, τις λοιμώξεις μεταξύ άλλων. Και, επιπλέον, ένα κύμα αντιδημοκρατικών απόψεων και επιλογών χτυπάει τα θεμέλια της αμερικανικής δημοκρατίας. Δεν έχουν ξανασυμβεί τέτοια πράγματα. Είναι, λοιπόν, η ώρα της Ευρώπης: ή θα κάνει ένα βήμα μπροστά ώστε να γίνει η ηγέτιδα δύναμη στον κόσμο, ή θα μας πάρει όλους… φαλάγγι ο Τραμπ.
– Ποια είναι η σχέση των παιδιών σας με την Ελλάδα, κύριε Ξανθόπουλε;
– Εχω τέσσερα παιδιά, τα δύο είναι της συζύγου μου, Γκεϊλίν, από τον προηγούμενο γάμο της. Τα μεγαλώσαμε όλα σαν αδέλφια – σκέτο, όχι ετεροθαλή. Λατρεύουν την Ελλάδα την οποία επισκεπτόμασταν ανέκαθεν κάθε χρόνο. Ενα καλοκαίρι, όταν ήταν μικρά, είχαμε νοικιάσει ένα βανάκι για να πάμε στον Μαραθώνα, να τους δείξω τον τύμβο.
Είχε καύσωνα, το όχημα δεν διέθετε κλιματισμό, είχαμε λιώσει από τη ζέστη. Τους μιλούσα για τη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη και πώς η νίκη των Αθηναίων εναντίον των Περσών επηρέασε το μέλλον, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης – τους είχε ανέβει η αδρεναλίνη. Μόλις φτάσαμε στον τύμβο και αντίκρισαν τον «ταπεινό» λοφίσκο, έμειναν άφωνοι. «Αυτό είναι όλο;», με ρώτησαν με μια φωνή. Από τότε αυτή η ιστορία είναι το οικογενειακό μας ανέκδοτο. (Γέλια)

Η συνάντηση
Γευματίσαμε σε ένα διάλειμμα του συνεδρίου «Biotechnologia 2025», που διοργανώθηκε στη Ρόδο από το Fondation Sante–. Δεν μιλήσαμε μόνο για τον χώρο της βιοτεχνολογίας, αλλά και για τον… ελαιοπαραγωγό Κλεάνθη Ξανθόπουλο, μια και είναι συνιδιοκτήτης (με τον αδελφικό του φίλο Μάριο Φωτιάδη, επιχειρηματία στους τομείς της υγείας και των βιοεπιστημών) 220 στρεμμάτων με ελαιόδενδρα στην Ερμιόνη, από όπου παράγεται το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο Ootopia.
«Μαζί με το σπίτι μας στις Σπέτσες, ο ελαιώνας είναι το καταφύγιό μου», μου είπε ο κ. Ξανθόπουλος. «Να πιούμε, λοιπόν, στις καλές λαδιές;», ρώτησα όταν υψώσαμε τα ποτήρια μας. «Στα καλά φάρμακα!», αντιπρότεινε. «Ετσι κι αλλιώς, και το ποιοτικό λάδι φάρμακο είναι».
Οι κυτταρικές θεραπείες
Πιστεύω ότι το μέλλον θα ανήκει στις κυτταρικές θεραπείες, δηλαδή στη χρήση γενετικώς τροποποιημένων κυττάρων των ίδιων των ασθενών, τα οποία θα φέρουν συγκεκριμένες πληροφορίες και οδηγίες και θα λειτουργούν ως θεραπευτικά μέσα, ως ζωντανά φάρμακα, αντί των συμβατικών. Θα αλλάξουν ριζικά τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερα τον καρκίνο, τα αυτοάνοσα και τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις.
Σε κάποιες μορφές καρκίνων η ανταπόκριση ήδη προσεγγίζει το 80%: είναι δύο ή τρεις φορές μεγαλύτερη από όλες τις άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις. Βέβαια, οι κυτταρικές θεραπείες προς το παρόν αντιμετωπίζουν αρκετά προβλήματα – και όχι μόνο λόγω του δυσβάσταχτου κόστους τους και της πολυπλοκότητας της πα-
ρασκευής τους. Είναι σαν να κάνεις μεταμόσχευση οργάνων, ο οργανισμός ίσως αντιδράσει και αποβάλει αυτά τα κύτταρα.
Απαιτείται, λοιπόν, προθεραπεία, η οποία είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Ομως, είμαι αισιόδοξος ότι
μέσα στην επόμενη δεκαετία, χάρη στην ολοένα και πιο ακριβή επεξεργασία των γονιδίων, την αυτοματοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη, οι κυτταρικές θεραπείες θα είναι στην πρώτη γραμμή του πολέμου απέναντι σε πολλές νόσους: θα είναι πιο προσιτές στους ασθενείς, πιο ακριβείς και πιο αποτελεσματικές».

