Είχε δυο-τρεις ημέρες που γύρισε από το Ιράκ. Ηταν ένα από τα πολλά ταξίδια που έχει κάνει σε 80 και πλέον χώρες. Και το πρώτο απ’ όσα του έκαναν εντύπωση είναι οι ήχοι που άκουγε γύρω του. «Παντού ακούγαμε αραβική μουσική. Μόνο σ’ ένα ταξί έπαιζαν αμερικανικά τραγούδια της δεκαετίας του ’60 και όταν το σχολιάσαμε στον οδηγό, μας ρώτησε από πού ερχόμαστε. Οταν άκουσε Γιουνάν ενθουσιάστηκε και έβαλε στο κινητό του Αντζελα Δημητρίου και Νίκο Βέρτη». Την επόμενη ημέρα, ένας άλλος ταξιτζής τούς έβαλε Στέλιο Καζαντζίδη. «Αγαπούν πολύ την ελληνική μουσική. Οσο περνούσαν οι ημέρες εκεί, όμως, αναρωτιόμουν μήπως τους αρέσει τόσο επειδή η δική μας μουσική πλησιάζει όλο και πιο πολύ στην αραβική;».
Η κύρια εργασία του Πέτρου Δραγουμάνου, σημερινού καλεσμένου της «Κ», ήταν μέχρι το 2010 καθηγητής μαθηματικών στη μέση εκπαίδευση, όμως ήδη από το 1990 καθιερώθηκε στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού γιατί ασχολήθηκε με την «αριθμητική» της ελληνικής δισκογραφίας. Στην ουσία ασχολήθηκε και συνεχίζει με την καταγραφή της, από το 1950 έως σήμερα, σχηματίζοντας ένα πολύτιμο αρχείο με πολλές πληροφορίες για την παραγωγή 52.600 και πλέον δίσκων 33 στροφών και CD, 170.500 τραγουδιών, 24.000 συνθετών, στιχουργών, τραγουδιστών και συγκροτημάτων, το οποίο δίνει πλήθος πληροφοριών για επανεκτελέσεις, συλλογές, σάουντρακ, μουσικά είδη, πρωτιές για τους παραγωγικότερους δημιουργούς. Δίνει τη δυνατότητα για στατιστικούς σχηματισμούς, διαπιστώσεις, αναζητήσεις, στοιχεία για δίσκους με ελληνικά τραγούδια που εκδόθηκαν σε χώρες όπως η Ιαπωνία, το Ισραήλ, η Κορέα, η Βραζιλία, η Χιλή, ο Καναδάς, η Αυστραλία κ.ά.
Πολλοί ζητούν να τους δώσει τους πολύτιμους αριθμούς των καταλόγων του. Στην αρχή ήταν νούμερα σε λευκές σελίδες, έπειτα ένα πολυσέλιδο βιβλίο, ο «Οδηγός ελληνικής δισκογραφίας» (εκδ. Λιβάνης) που συμπληρωνόταν κάθε χρόνο από νέα στοιχεία, ώσπου το 1996 έγινε CD-ROM και έπειτα πήρε τη θέση του στο Ιντερνετ (www.musiconline.gr).

Οταν ξεκίνησε ο Πέτρος Δραγουμάνος την καταγραφή, δεν ήταν φαν του ελληνικού τραγουδιού, αλλά θαυμαστής των υπολογιστών και της τεχνολογίας. «Ηταν τέλος της δεκαετίας του ’70 όταν άρχισα να μαθαίνω τις δυνατότητές τους. Αρχές του 1980, έχοντας αγοράσει πια το πρώτο μου PC ξεκίνησα την καταγραφή. Ακουγα ξένο ρεπερτόριο, διάβαζα πολλές αγγλόφωνες εκδόσεις και καταλόγους, όσα έμπαιναν στο Ηot 100 του Billboard, όταν σκέφτηκα να φτιάξω έναν κατάλογο των ελληνικών δίσκων με τη βοήθεια του υπολογιστή».
Ξεψάχνισε τις δισκοθήκες φίλων και γνωστών και έπειτα ζήτησε πρόσβαση στα αρχεία των δισκογραφικών εταιρειών. Κάποιες του άνοιξαν τους φακέλους και τα βιβλία τους. «Ολα ήταν σε χαρτιά. Σημείωνα τα πάντα σε μπλοκάκι και όταν πήγαινα σπίτι τα μετέφερα στον υπολογιστή». Το αρχείο άρχισε να μεγαλώνει, οι δισκογραφικές βολεύτηκαν με την καταγραφή και όταν μεγάλη εφημερίδα της εποχής έγραψε για την εργασία του, άρχισαν να τον ρωτούν πού θα βρουν το υλικό του. «Ετσι πήγα στον Λιβάνη, έγινε βιβλίο με επτά επανεκδόσεις και προσθήκη νέων στοιχείων. Ομως το 2007 η έκδοση είχε φτάσει πια τις 1.300 σελίδες και έτσι έγινε DVD και έπειτα σάιτ».
Ελάχιστοι από τους μαθητές του στο σχολείο είχαν μάθει για το χόμπι του καθηγητή τους, και αυτό όταν είδαν το βιβλίο του. «Νόμιζα ότι θα ενισχύσω για λίγο το εισόδημά μου ώστε να αγοράσω νέους υπολογιστές, όμως δεν περίμενα ότι θα ασχοληθώ 45 χρόνια. Οταν ξεκίνησε η ιδιωτική ραδιοφωνία, διαπίστωσα ότι πολλοί παραγωγοί έκαναν λάθη σε χρονολογίες. Σκέφτηκα ότι μια έκδοση θα βοηθούσε τόσο εκείνους όσο και τις εταιρείες που αναζητούσαν πληροφορίες». Ασχολήθηκε και ο ίδιος στο ραδιόφωνο και σε δύο μουσικές τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά ποτέ δεν έπαψε να ενημερώνει καθημερινά τη βάση δεδομένων που δημιούργησε.
Σε μια εποχή που πολλά αλλάζουν στο τραγούδι, από τη δημιουργία έως την παραγωγή και τη διανομή, τι διαπιστώνει; «Τραγούδια και μουσική πάντα θα έχουμε, οι δίσκοι είναι που ελαττώθηκαν πολύ», λέει. Και αναφέρει αριθμούς. Το 1974 είχαμε 559 παραγωγές δίσκων, το 1984 αυξήθηκαν ελάχιστα σε 569, το 1994 σχεδόν διπλασιάστηκαν σε 1.132, το 2004 εκτοξεύτηκαν στους 1.764, το 2014 εν μέσω της οικονομικής κρίσης η ετήσια παραγωγή συρρικνώθηκε στους 953 δίσκους και το 2024, ακόμη περισσότερο: μόλις 364!
«Ο ταξιτζής στο Ιράκ ρώτησε από πού ερχόμαστε. Οταν άκουσε Γιουνάν ενθουσιάστηκε και έβαλε στο κινητό του Αντζελα Δημητρίου και Νίκο Βέρτη. Ενας άλλος έβαλε Καζαντζίδη. Αγαπούν πολύ την ελληνική μουσική».
Περιγράφει τη δεκαετία των ’00s ως την πιο παραγωγική δισκογραφικά, με καλύτερη χρονιά το 2008 όπου είχαμε τους περισσότερους δίσκους, συνολικά 2.281. Ολα άλλαξαν δραματικά από το 2010. «Τώρα πια δεν κυκλοφορούν πάνω από 400 ελληνικοί δίσκοι, φυσικό προϊόν, ετησίως. Ποσοτικά επιστρέψαμε στη δεκαετία του ’70, με τη διαφορά ότι τότε κάθε δίσκος τυπωνόταν σε μερικές χιλιάδες αντίτυπα και αν γινόταν επιτυχία έφτανε στις 20.000 ή και 30.000. Τώρα κάθε δίσκος τυπώνεται σε 300 αντίτυπα, CD ή και κάποια βινύλια, για να δηλώσουν ότι είναι “ζωντανοί” επαγγελματικά οι δημιουργοί τους ή ο τραγουδιστής».
Τι άλλο άλλαξε; «Τώρα ελπίζουν να πουλήσουν στις συναυλίες τους τον καινούργιο τους δίσκο. Επίσης πληρώνουν –με ελάχιστες εξαιρέσεις– οι ίδιοι την κατασκευή του δίσκου τους. Κάποιες εταιρείες συγκεντρώνουν τραγούδια πολλών τραγουδιστών και σχηματίζουν συλλογές, απευθυνόμενες κυρίως σε συλλέκτες, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν αγοράζουν τους δίσκους για ακρόαση, αλλά για να τους πουλήσουν σε καλύτερη τιμή την κατάλληλη στιγμή και αυτό συμβαίνει γιατί οι δίσκοι που εκδίδονται είναι λιγότεροι».
Η τιμή των CD στο «χρηματιστήριο» της δισκογραφίας «έχει ανέβει γιατί όλα είναι λίγα», υποστηρίζει ο Πέτρος Δραγουμάνος και εξηγεί: «Δηλαδή, όποιος βρει ένα δίσκο που κυκλοφόρησε πριν από έξι χρόνια και δεν υπάρχει πια, θα τον πληρώσει διπλάσια. Αλλά πάντα μιλάμε για λίγα ευρώ». Αυτά συμβαίνουν στην αγορά, αλλά δημιουργικά τι άλλαξε;
Τα περισσότερα τραγούδια, σχολιάζει ο συνομιλητής μας, δημιουργούνται σε μικρά ιδιωτικά στούντιο που βασίζονται στην τεχνολογία, ενώ στα μεγάλα στούντιο ηχογραφούν κυρίως φυσικά όργανα. Σήμερα ο ήχος στα περισσότερα τραγούδια είναι ηλεκτρονικός. Τα εναπομείναντα παλιά στούντιο κοστίζουν πολύ στην ενοικίαση με την ώρα και απασχολούν προσωπικό, ενώ στα άλλα αρκεί ένα άτομο.
Αν τις δεκαετίες του ’90 και του ’00, όπως και τα πρώτα χρόνια της επίδειξης του χρηματιστηρίου, οι δισκογραφικές εταιρείες ξόδευαν σπάταλα για το concept μιας lifestyle φαντασίωσης, «σήμερα η παραγωγή ενός CD σε μεγάλη εταιρεία κοστίζει 5.000 ευρώ και σε μια μικρή περίπου 2.500 ευρώ».
Τι έφταιξε εντέλει για την απαξίωσή τους; «Δεν ευθύνονται οι εφημερίδες και τα περιοδικά που τα πρόσφεραν δωρεάν, αλλά η τεχνολογία. Οι δισκογραφικές ήξεραν από νωρίς ότι το CD πεθαίνει. Το 2000 που ήμουν country manager του Nielsen Music Control, συχνά μας συγκέντρωναν όλους τους country managers και από άλλες χώρες και μας μιλούσαν για τις αλλαγές, ότι σύντομα θα έχουμε δισκοθήκες στο Ιντερνετ και θα ακούμε όποιο τραγούδι θέλουμε. Οι δισκογραφικές γνωρίζοντας τι θα συμβεί άρχισαν να ξεπουλάνε το ρεπερτόριό τους, αφού μετά κανείς δεν θα ενδιαφερόταν για τα CD».
Ελάχιστες επανεκδόσεις
Τα CD στα παζάρια πωλούνται πια ένα ευρώ, αλλά τι αναζητάει το κοινό; Ξαφνιάζομαι όταν μου λέει ότι αναζητούν δίσκους των Ρακιντζή, Τουρνά, Δάκη, Γιοκαρίνη, Χαριτοδιπλωμένου, Ζιώγαλα, Πωλίνας, Μαντώς κ.ά. Πολλοί απ’ αυτούς τους καλλιτέχνες ενώνονται σε βραδιές στο «Κύτταρο» και εκείνοι που ήταν πιτσιρικάδες το ’80 και ’90 πηγαίνουν να λικνιστούν με τις παιδικές τους αναμνήσεις. Οι επανεκδόσεις λαϊκών δίσκων είναι ελάχιστες και αφορούν μεγάλα ονόματα (Καζαντζίδη, Νταλάρα, Αλεξίου, Πρωτοψάλτη κ.ά.). «Στη δισκογραφία του Καζαντζίδη το 90% είναι συλλογές». Ο Χρ. Νικολόπουλος είναι ο συνθέτης με τα περισσότερα τραγούδια. Υπερβαίνουν τα 1.800. Ο δε στιχουργός Ηλ. Φιλίππου μετράει περίπου 6.000 τραγούδια. Οι δίσκοι πάντως με τις μεγαλύτερες πωλήσεις παραμένουν ο «Δρόμος» των Μίμη Πλέσσα – Λευτέρη Παπαδόπουλου και τα «Νησιώτικα» του Γιάννη Πάριου.
Η συνάντηση
Στου «Βλάσση» στα Ιλίσια επιλέξαμε λαχανοντολμάδες, φέτα, από ένα ποτήρι Μαλαγουζιά, καφέ, μήλο ψητό και μια μους σοκολάτα. Σύνολο: 57 ευρώ. Θυμήθηκε τη Δάφνη των παιδικών του χρόνων, τις αλάνες της, τη στάνη απέναντι από το πατρικό του. Μίλησε με θαυμασμό για τον γιο του, ο οποίος μετά τις σπουδές στο Πολυτεχνείο, ζει και εργάζεται πια στην Ολλανδία όπου ειδικεύθηκε στα μικροτσίπ. Αναφέρεται στην τεχνολογία, υπολογίζει ότι άλλαξε δέκα υπολογιστές, που παραμένουν πάθος του, αλλά τα ταξίδια με φίλους μεγαλύτερο.
Από την Ισλανδία, τη βόρεια Ινδία μέχρι την Παταγονία και τη Μαδαγασκάρη, ξεπέρασε τις 80 χώρες. «Τα ταξίδια είναι μια περιπέτεια που με ξεκουράζει από τις αμέτρητες ώρες μπροστά στους υπολογιστές. Είναι και το άλλο, ύστερα από κάθε ταξίδι νιώθω νεότερος».
Από τους δίσκους στα trends
Αν στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 η ακρόαση ενός καινούργιου δίσκου ήταν αφορμή για να σμίξει η παρέα με ατέρμονες συζητήσεις για την αλλαγή του Μπομπ Ντίλαν στο «Slow Train Coming» και στον χριστιανισμό ή του Διονύση Σαββόπουλου στο «Κούρεμα», που ξίνισε πολλούς αλλά βγήκε προφητικό, σήμερα, η ακρόαση είναι διαδικασία μοναχική και σύντομη. «Γιατί τώρα παρασύρονται από το trend», απαντά ο Π. Δραγουμάνος. Αν διαβάσουν στα σόσιαλ ότι ένα τραγούδι έκανε αίσθηση, δεν πονηρεύονται ότι υπολογιστές κάνουν χιλιάδες κλικ την ημέρα και οι πληρωμένοι μηχανισμοί δημιουργούν ψεύτικη εικόνα επιτυχίας με views.
Στην πραγματική επιτυχία τα νούμερα εκτοξεύονται στο εκατομμύριο, όταν δεις 50.000 μπορεί να είναι και με τη βοήθεια των μηχανημάτων». Και ένα μυστικό: «Στο Διαδίκτυο το τραγούδι πρέπει να συνοδεύεται από πληροφορίες και πολλές φωτογραφίες, αυτό σημαίνει ότι θα μείνεις περισσότερη ώρα στην πλατφόρμα».
Στις ψηφιακές βιβλιοθήκες καταφεύγει και ο ίδιος, είναι βολικό κομμάτι της εποχής μας, ενώ οι προσωπικές μας δισκοθήκες έγιναν άβολες. Αλλά σου πάει η καρδιά να απαλλαγείς από το βάρος τους;

