«Μην ανησυχείτε, έχω έρθει νωρίτερα και κάνω βόλτα στις βιτρίνες», λέει η Γιώτα Βέη όταν της τηλεφωνώ με άγχος για να την ενημερώσω ότι ένα από τα ξαφνικά μποτιλιαρίσματα της Αθήνας με καθυστερεί. Η ίδια μένει στην Αγία Παρασκευή και ήρθε στο κέντρο με ταξί για τη συνάντησή μας.
Ομως στο παρελθόν και για πολλά χρόνια το Κολωνάκι ήταν η γειτονιά της, η οδός Αναγνωστοπούλου ο δρόμος της και το καφέ – εστιατόριο «Λυκόβρυση» το στέκι της. Εδώ όπου έτρωγε τα μεσημέρια η καλλιτεχνική Αθήνα –ποιητές, ζωγράφοι, διανοούμενοι, συγγραφείς, σκηνοθέτες και ηθοποιοί– έκανε το μεσημεριανό της διάλειμμα από το κομμωτήριο. Εδώ γνωρίστηκε με πολλούς από εκείνους που ποτέ δεν φαντάστηκε ότι κάποτε θα γίνουν η παρέα της: «Ο Ρένος Αποστολίδης με μια λογοδιάρροια ατελείωτη που δεν ήθελες να χάσεις ούτε λέξη, ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου που ήταν ένας χείμαρρος, η ηθοποιός Μπέτυ Βαλάση. Γίναμε φίλοι με το τίποτα. Είχε μια αφέλεια όλο αυτό, μια τρυφερότητα και αμεσότητα. Η Μελίνα, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Ρίτσος, αυτοί οι σπουδαίοι είχαν απλότητα μέσα στο μεγαλείο τους. Ηταν όλοι τους μια ιδιαίτερη συνομοταξία ανθρώπων που δυστυχώς έχουν πια “φύγει”. Και αν καθίσω στην πλατεία Κολωνακίου τώρα, δεν θα δω πλέον κανένα γνωστό. Για να μην πω ότι κι εγώ ωρίμασα σε τέτοιο βαθμό που με περιμένει ανάλογη “αναχώρηση”».
Λέει «ωρίμασα», δεν λέει «γέρασα». Τονίζει ευγενικά αλλά επίμονα στον φωτογράφο της «Κ», τον Νίκο Κοκκαλιά, που βρέθηκε Ρουμελιώτης και συντοπίτης της, να προσέξει τις λήψεις γιατί αλλιώς θα του ζητήσει τον λόγο. Επαναλαμβάνει ότι θα προτιμούσε να φοράει τα γυαλιά της στη φωτογράφιση επειδή έτσι τα μάτια δείχνουν μεγαλύτερα και πιο καθαρά. Ομορφη και κοκέτα. Παρ’ όλα αυτά, όταν αναρωτιέμαι για την ηλικία της, δεν αποφεύγει την απάντηση: «Είμαι 83 ετών, γεννήθηκα τον Οκτώβριο του 1942 στο Πλατύστομο Φθιώτιδας». Στο αυτοβιογραφικό αφήγημά της που πρόσφατα κυκλοφόρησε («Γιώτα Βέη. Το τραγούδι του δρόμου», εκδ. Πατάκη) γράφει: «Ημουν μια οκά και κάτι, βαφτίστηκα άρρωστη για να πεθάνω χριστιανή. Επέζησα. Εννέα μηνών περπάτησα, εννέα μηνών μίλησα. Από τότε μέχρι και τώρα δεν περπατάω, τρέχω. Και μιλάω λιγότερο από όσο τραγουδάω».
Πολλές ζωές σε μία
Η Γιώτα Βέη έχει ζήσει πολλές ζωές σε μία. Ολες όμως είναι ζωές σκληρής δουλειάς που πήγαιναν παράλληλα με τις αλλαγές στην ελληνική μεταπολεμική κοινωνία. Ακόμη αντηχεί μέσα της η εντολή των γονιών της στο ξεκίνημα: «Μη γίνεις τραγουδίστρια και μας κάνεις ρεζίλι!».
Εντέλει έγινε τραγουδίστρια. Για την ακρίβεια έγινε μία από τις καλύτερες και πιο αυθεντικές ερμηνεύτριες του δημοτικού τραγουδιού, με έμφυτη τεχνική και ένα θησαυρό από φωνές, χρώματα, εικόνες και στίχους να κουβαλάει στην ψυχή της, κληρονομιά από τη γιαγιά της. Εχουν αποκαλέσει τη Βέη «ιέρεια», «αηδόνι», «Κάλλας της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής». «Μην τα γράψετε αυτά», λέει, «μην παίρνουν τα μυαλά μας αέρα».
«Πώς είναι τώρα η φωνή σας;» τη ρωτάω. «Η φωνή μου είναι μια χαρά», απαντάει και ταυτόχρονα πιάνει μαλακά τον δεξί της ώμο, γιατί αυτό που πονά είναι το χέρι της από χρόνια κούραση. Φοράει σκούρα ρούχα που κάνουν αντίθεση με τα μακριά ξανθά μαλλιά της, και μια μαλακή πασμίνα σκεπάζει τους ώμους της. Εχει ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες των εξωφύλλων των άλμπουμ της, μια σειρά από σημαντικότατες δισκογραφικές δουλειές που ξεκινούν στη δεκαετία του 1980. Τότε ήταν ακριβώς 40 ετών. Το ταλέντο και η αυθεντικότητά της είχαν αρχίσει πλέον να αναγνωρίζονται.
«Σκέφτηκα πάρα πολύ και κουράστηκα στη ζωή μου, χρόνια που αφαίρεσα από τα νιάτα μου. Τώρα περνώ καλά, ησύχασα: Πίστεψα στον εαυτό μου και κάθισα να γράψω τη ζωή μου. Απέκτησα την αυτοπεποίθηση που πάντα ήθελα. Αφομοιώθηκα από την πόλη, με έμαθε η πρωτεύουσα, μετά ταξίδεψα, έκανα περιοδείες. Και ύστερα ξεπέρασα και την Αθήνα, επιθύμησα τη φύση. Επιστρέφω απλά και ήρεμα στον τόπο μου με δική μου θέληση. Ο κύκλος έχει ολοκληρωθεί και έγινε αυτό που είχα φανταστεί από μικρή».
Η Μελίνα, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Ρίτσος, αυτοί οι σπουδαίοι είχαν απλότητα μέσα στο μεγαλείο τους. Ηταν όλοι τους μια ιδιαίτερη συνομοταξία ανθρώπων που δυστυχώς έχουν πια «φύγει».
Ο κύκλος της, εν συντομία: Εφυγε από το χωριό της στα δεκατέσσερα. Ηρθε στην Αθήνα στην αγαπημένη θεία της που ήταν κομμώτρια και έμαθε την τέχνη. Επέστρεψε για λίγο στο χωριό και γύρισε στην Αθήνα 17 ετών. Σταδιοδρόμησε, παντρεύτηκε, χώρισε και μετά εγκαταστάθηκε στο Κολωνάκι, όπου άνοιξε το κομμωτήριό της. Εφερε τους γονείς της στην Αθήνα, αργότερα πήραν τις αγροτικές συντάξεις τους και γύρισαν στο χωριό. «Περνούσαν καλά. Ωστόσο η μάνα μου με επηρέαζε όταν της το επέτρεπα, ακόμη και από τόσα χιλιόμετρα μακριά», γράφει η Βέη στην αυτοβιογραφία της.
Αλλά συνέχισε τη ζωή της. Γνώρισε κόσμο, συναντήθηκε στο μαγαζί με τη Μελίνα Μερκούρη, έγιναν φίλες. «Οταν ερχόταν η Μελίνα, στεκόταν στην πόρτα κι έλεγε: “Να περάσω; Μπορώ; Ή είναι τρελή;”. Επειδή ήμουν πάντα υπ’ ατμόν, να προλάβω τη δουλειά, το μάθημα, να τρέξω», γράφει. Γιατί παράλληλα φοιτούσε στο νυχτερινό σχολείο, αποφασισμένη να το τελειώσει. «Δουλειά, μελέτη μέχρις εξαντλήσεως, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια. Χωρίς να γνωρίζει κανένας πού χανόμουν από τις οχτώ έως τις έντεκα και μισή κάθε βράδυ». Τελείωσε το σχολείο το 1980. Από την τρίτη λυκείου την «άρπαξε» το Τρίτο Πρόγραμμα σε συνεργασία με την Ελένη Καραΐνδρου και δεν είχε χρόνο πλέον για τίποτε άλλο εκτός από το δημοτικό τραγούδι.
«Στο σπίτι μου υπήρχε μια προοπτική: να κάνω την προίκα μου, να παντρευτώ και να μείνω στο χωριό. Αλλά εγώ δεν ήμουν από εκείνα τα πλάσματα που βολεύονται. Το μυαλό μου είχε φύγει για αλλού, κάτι με διακατείχε, μια ανησυχία που με τα χρόνια απλώθηκε και υλοποιήθηκε με τη δράση. Η ζωή με τη θεία μου ήταν μια καλή λύση για τον βιοπορισμό, αλλά η τέχνη της κομμωτικής δεν με κρατούσε απόλυτα. Μου έδωσε όμως την ευκαιρία να αποκτήσω οικονομική αυτάρκεια, να κοινωνικοποιηθώ και να συναναστραφώ με σπουδαίο κόσμο ώστε να καλλιεργήσω τον εαυτό μου και να τον πάω προς το όνειρο. Ετσι, παρότι πέρασα πολλά στάδια στη ζωή μου, το τραγούδι ήταν ο απόλυτος προορισμός μου», λέει.
– Δουλέψατε από μικρή;
– Ναι, πολύ μικρή, στα χωράφια. Τότε τα παιδιά δεν κάθονταν, όλη η καλλιέργεια περνούσε από εμάς. Υστερα στην Αθήνα, δίπλα στη θεία μου, άρπαξα την τέχνη τάκα τάκα και παράλληλα έκανα χίλια πράγματα. Πήγαινα στη Γαλλική Ακαδημία στη Σίνα, έπαιρνα μαθήματα κιθάρας με τον Νότη Μαυρουδή. Οταν επέστρεφα στο σπίτι το βράδυ, θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να βάλω το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας από την κούραση.
– Πώς μάθατε να τραγουδάτε;
– Από τη γιαγιά μου. Ερασιτέχνις ήταν, αλλά τραγουδούσε και σείονταν τα βουνά. Εκείνη την εποχή οι γυναίκες έλεγαν τις παραλογές, αυτά τα παραμυθιακά πολύστιχα τραγούδια που έχουν περισσή φαντασία –τραγούδια δύσκολα, της μοίρας–, αρμαθιάζοντας τα καπνά. Εδιναν διέξοδο στην κούραση, γιατί αυτή η δουλειά είναι πολύ επίπονη. Τα δημοτικά λοιπόν τα είχα μέσα μου, καταχωνιασμένα βαθιά, αλλά πάντοτε τα αγαπούσα. Ακουγα τον Χρόνη Αηδονίδη, τους δίσκους του Σίμωνα Καρά, της Δόμνας Σαμίου. Οταν ήρθε η στιγμή τους, με βρήκε έτοιμη. Πρώτος ο Νότης Μαυρουδής με ρώτησε εάν ήξερα κάποιο δημοτικό για να πω σε μια συναυλία που θα έδινε στην Πάτρα με θέμα τις μπαλάντες από το Βυζάντιο έως τότε. Επαθα ταραχή. Του είπα κάνα δυο μεγάλα τραγούδια: «Του νεκρού αδερφού», «Το γεφύρι της Αρτας». Με αυτά πήγαμε. Ξεσηκώθηκε το φοιτητικό κοινό και από τρία τραγούδια είπα δεκατρία, μόνη μου. Ηταν το 1977, και εγώ πήρα από τα παιδιά το μήνυμα να συνεχίσω.
Ο Τσιτσάνης με «κράτησε»
«Γνώρισα τον Τσιτσάνη αφού χώρισα και ήρθε η Πόλυ Πάνου στο μαγαζί μου πελάτισσα. Πιάσαμε φιλία. Μερικές φορές πήγαινα μαζί της να ακούσω το πρόγραμμα σε κάποιο κέντρο και στον δρόμο τραγουδούσα. Ελεγα ρεμπέτικα, τα παλιά. Στο χωριό είχαμε το εξοχικό μας κέντρο και κούρδιζα το γραμμόφωνο από τα οκτώ μου χρόνια. Εκεί έμαθα όλο το ρεπερτόριο της δεκαετίας του ’50.
“Εσύ θα γίνεις τραγουδίστρια”, μου λέει η Πόλυ, αλλά εγώ ήθελα πρώτα να τελειώσω το σχολείο. Σε αυτόν τον τομέα είχα κενό που αν δεν το κάλυπτα δεν θα μπορούσα να προχωρήσω. Της λέω λοιπόν ότι δεν θέλω μεγάλα κέντρα, μόνον στον Τσιτσάνη θα τραγουδούσα. Το είπα έτσι, για αστείο. Και εκείνη μου τη στήνει και με πάει στον Τσιτσάνη. Εκεί ήταν σοβαρά τα πράγματα. Οταν με άκουσε ο Τσιτσάνης ενθουσιάστηκε. Με κράτησε στο πάλκο, είπα το “Γεννήθηκα για να πονώ”, το “Χωρίσαμε ένα δειλινό”.
“Ας το πάρω απόφαση, ας αρχίσω να κάνω πρόβες”, λέω στον εαυτό μου. Το περιβάλλον ήταν έξω από εμένα, το κέντρο βρισκόταν στην εθνική οδό. Ηταν όμως καλοκαίρι, δεν είχα ακόμη μάθημα στο σχολείο. Ηρθε το φθινόπωρο. Το να αφήσω όλα αυτά για να πάω στο νυχτερινό κέντρο και να κάνω μια αμφίβολη καριέρα δεν με ενδιέφερε. Αρνήθηκα το πρόσκαιρο. Με λύπησε πάρα πολύ που έφυγα από τον Τσιτσάνη, έκλαιγα διαρκώς, αλλά έπρεπε».
Η συνάντηση
Βρεθήκαμε στον «Πέρρο», στην πλατεία Κολωνακίου, τιμής ένεκεν. «Εδώ έτρωγαν παλιά οι επιχειρηματίες, εμείς καθόμασταν δίπλα», λέει. Συνήθως όταν έρχεται τρώει λαχανοντολμάδες, αλλά τώρα πήραμε από μια μερίδα μπιφτέκια. Η σπανακόπιτα είχε τελειώσει και αντ’ αυτής μας έφεραν μια σαλάτα σαν «αποδομημένη» σπανακόπιτα. Ηπιαμε και από ένα ποτήρι λευκό κρασί.
Με το γλυκό και τον καφέ μιλήσαμε πολύ για τα ιαματικά λουτρά του Πολυστόμου, για τον τόπο της που έχει εγκαταλειφθεί και ρημάζει. Εχει δίκιο, η περιοχή είναι υπέροχη αλλά εγκαταλελειμμένη. Μου είπε πού θα φάμε το καλύτερο κοκορέτσι αν πάμε στα μέρη της.


