Μιχαήλ Μαρμαρινός: Σκηνοθετώντας μια πολιτιστική οικολογία

Μιχαήλ Μαρμαρινός: Σκηνοθετώντας μια πολιτιστική οικολογία

Η «σκηνή» της Ελευσίνας, η βιολογία στη θεατρική διδασκαλία, ο διεμβολισμός της θεατρικής σύμβασης από το απρόοπτο και ο φόβος για την «μπιζνεζοποίηση» της πραγματικής ζωής

7' 23" χρόνος ανάγνωσης

Η ιδέα να συναντηθούμε στην Ελευσίνα αποδείχθηκε εξουθενωτική όσο και αποκαλυπτική. Μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από την ανάδειξή της σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2023, αλλά ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ως καλλιτεχνικός διευθυντής της, δεν την έχει αφήσει ακόμη πίσω του. Ούτε όμως και οι κάτοικοι εκείνον. Είχε να πάει περισσότερο από ένα μήνα με συνέπεια να έχουν πυκνώσει οι συναισθηματικές «υποχρεώσεις» και οι άνθρωποι γύρω του. Παραλίγο να επισκεφθούμε και τις δέκα(!) νέες πολιτιστικές υποδομές που δημιουργήθηκαν στην πόλη για χάρη του θεσμού και περιμένουν το επόμενο βήμα, «την ανάπτυξή τους». «Χρειάζεται πάντα η συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση. Εξαρτάται από το ποιος είναι κάθε φορά δήμαρχος. Και αρκεί, βέβαια, ο επόμενος να μην ξηλώνει τον προηγούμενο…», σχολιάζει με έμφαση στην τελευταία φράση. Επισκεφθήκαμε τον αρχαιολογικό χώρο για να μου μιλήσει για την «αφηγηματική αρχαιολογία», για τη διαδραστικότητα των αρχαιολογικών χώρων με τη συμβολή των παραστατικών τεχνών, για τα σύγχρονα έργα της Βάνας Ξένου που «εγκιβωτίζονται στην εμπειρία της επίσκεψης». «Πώς μετατρέπεται από πληροφορία αρχαιολογική σε εμπειρία για τον επισκέπτη». Μετά, περάσαμε από την πλατεία Ηρώων, που «ακόμη φτιάχνεται αλλά είναι πολύ όμορφη – βλέπεις;», από δρόμους και πεζόδρομους, με πληροφορίες για όσα, μουσειακά, ετοιμάζονται, οδηγηθήκαμε στο «Ιρις», το πρώην εργοστάσιο χρωμάτων που έχει μεταμορφωθεί σε ένα μικρό θαύμα, με την καμινάδα του, τοπόσημο της Ελευσίνας, φωτισμένη από την Ελευθερία Ντεκώ. Η μαγνητοφώνηση είναι γεμάτη από αέρα, ήχους της πόλης, αναφορές δικές του στη σπουδαία συνοδοιπόρο του στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα, Δέσποινα Γερουλάνου, η οποία έφυγε τόσο ξαφνικά από τη ζωή, στους συνεργάτες και στην ομάδα του, με ανάμεικτα «μας λείψατε πολύ», από ανθρώπους με τους οποίους διασταυρωνόμαστε.

«Στην ουσία πρόκειται για τη σκηνοθεσία μιας πόλης», λέει για τη θητεία του στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Και, τώρα, επιστρέφει στη θεατρική σκηνοθεσία, ετοιμάζει για το Φεστιβάλ Επιδαύρου, τον Ιούλιο, με το ΚΘΒΕ το «ζ-η-θ / ο ξένος», επίσκεψη σε τρεις ραψωδίες της Οδύσσειας, σε μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη. «Είναι μετάβαση;» ρωτώ. «Τα πάντα είναι μετάβαση. Γι’ αυτό και ο τίτλος “Μυστήρια μετάβασης” είναι διαρκής. Δεν τελειώνει. Είσαι σαν flâneur πάνω στην εμπειρία της αισθητικής, της ζωής. Επειδή κινείσαι διαρκώς δεν αντιλαμβάνεσαι τον όγκο της δουλειάς, τον κόπο που καταβάλλεται. Oλα είναι ένα άνυσμα που κινείται προς τα εμπρός, με μερικές στάσεις που κάνεις, ένα είδος ενατένισης».

Εαυτός και εργασία

«Μέσα από τη δουλειά βρίσκουμε ή χάνουμε τον εαυτό μας;» αναρωτιέμαι περισσότερο παρά ρωτώ. «Ο εαυτός δεν είναι μια δεδομένη ή αυτονόητη αλλά μια δυναμική οντότητα. Αυτό σημαίνει ότι “πραγματοποιείται” μέσα από τη διαλεκτική –με την ευρεία έννοια του όρου– περιπέτεια του περάσματός του μέσα από τον κόσμο. Μια περιπέτεια που υποθάλπεται από τα σφάλματα και τις πλάνες, από ηλιοβασιλέματα και δυσαστρίες. Αυτό που λέμε “εργασία” του καθενός είναι μια αδιάκοπη, συναρπαστική, απρόοπτη διεκδίκηση των “μου αρέσει” αυτής της πορείας. Είχα την τύχη να ξοδεύομαι σε πράγματα που με συναρπάζουν. Εκεί, σιγά σιγά με αντικρίζω… Ή, τον αντικρίζω να αναδύεται. Αντιφατικός, ντροπαλός, τρυφερός μερικές φορές, ευάλωτος, σκληρός ή ευγνώμων. Oπως ο καθένας μας».

Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός έχει σπουδάσει βιολογία με κατεύθυνση στη νευροβιολογία. «Είναι μέρος της δουλειάς μου και με τους ηθοποιούς», διευκρινίζει. «Η υποκριτική είναι ένα βιολογικό και νευροβιολογικό φαινόμενο. Εχει νόημα να ξέρεις τους κανόνες λειτουργίας του σώματος, όταν δουλεύεις με ψυχισμούς. Πώς κινητοποιούνται, πώς πληγώνονται. Είναι επιστημονική δουλειά, μεθοδολογία, αλλιώς δεν θα μπορούσε να διδαχθεί». Υποστηρίζει ότι ποτέ δεν άφησε τη βιολογία για να ασχοληθεί με το θέατρο. «Συνέβαιναν τα πράγματα παράλληλα, το ένα εξέφραζε το άλλο. Θέλοντας να φύγω από την Αθήνα είχα βάλει στις εισαγωγικές πρώτη επιλογή τη Θεσσαλονίκη, την οποία δεν γνώριζα καθόλου. Και περνάω τέταρτος. Ηταν το 1975, βρέθηκα στον παράδεισο. Ομως, δυστυχώς, χρειάστηκε –έπρεπε– να πάρω μεταγραφή και επέστρεψα στην Αθήνα. Σκέφτηκα ότι αν δεν ασχοληθώ με κάτι παράλληλο θα τρελαθώ. Ετσι πήγα στο Θέατρο Τέχνης και μετά στη Σχολή Κατσέλη». Εκτοτε πέρασαν 40, περίπου, χρόνια, με μια διαδρομή από παραστάσεις που έχουν αφήσει το ίχνος τους, επιδρώντας στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα, με αναγνώριση, διεθνείς συνεργασίες και πολλές διακρίσεις.

Μέσα στο 2025, μάλιστα, πρόκειται να εκδοθεί ένα βιβλίο του (εκδ. Κίχλη), με τίτλο «Ο χρόνος του δεμένου σκύλου. Τεχνικές απέναντι στο κενό», που είναι η συμπύκνωση της μεθόδου του.

Επιμένει στις έννοιες «της αρετής και της αιδούς», απαραίτητες, πιστεύει, για τη δημιουργία ενός έργου. «Λείπουν από το λεξιλόγιο και είναι απώλεια. Οχι γλωσσική, πνευματική και συνειδησιακή. Και αυτό χρειάζεται βοήθεια».

Το νήμα

Η ερώτηση: «Από τον εμβληματικό “Εθνικό Υμνο” (2002), στο “Πεθαίνω σα χώρα” του Δ. Δημητριάδη (2007), στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Υπάρχει κάποια σύνδεση;» προκαλεί μια σύνθετη απάντηση: «Κατά κάποιον τρόπο συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για το ίδιο “νήμα”. Τρόποι που η ίδια η πόλη, η βιωμένη εμπειρία της, παρεμβαίνει στη δραματουργία, την κάνει πιο ριψοκίνδυνη, την ανοίγει, την εκθέτει, την αποκαλύπτει. Η δική μου δουλειά έχει στοιχεία αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε Πολιτιστική Οικολογία. Ο “Εθνικός Υμνος”, για παράδειγμα, είναι ένα έργο για το ανθρώπινο και συλλογικό οικοσύστημα, ένα έργο για την πόλη. Θα πρόσθετα εδώ και τις περιπέτειές μου στο αρχαίο δράμα. “Λυσιστράτη”, “Ηρακλής μαινόμενος”… Η “χορικότητα”, σύνολα ανθρώπων, μικρές κοινωνίες. Με όλο το απρόοπτο και το απροσδιόριστο που φέρνει μαζί του αυτός ο πληθυντικός αριθμός. Η ορχήστρα της Επιδαύρου άλλωστε μια πλατεία είναι, ο δημόσιος χώρος του δράματος. Εκεί συμβαίνουν οι συγκρούσεις που επιτρέπεται να δειχθούν, εκεί συγκεντρώνεται ο Χορός, η ίδια η πόλη ως εκπροσώπηση. Οι δημόσιοι χώροι μιας πόλης είναι τόποι άτυπης τραγωδίας. Πάντα με ενδιέφερε η έννοια του απρόοπτου, του τυχαίου, του ατυχήματος, πώς διεμβολίζει τη θεατρική σύμβαση και ανατάσσει τη δραματουργία, ή, στην άλλη περίπτωση, πως το απρόοπτο το ίδιο –όπως είναι μια πόλη– μπορεί να δραματουργηθεί. Ε, αυτός είναι και ο ένας κρυφός άξονας στο πρόγραμμα της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας: η δραματουργία των κρίσιμων ζητημάτων της πόλης, σε ένα πρόγραμμα δράσεων εξ αφορμής της και προς αυτήν».

– Μια θέση θεσμική απομονώνει από τις πραγματικές επιθυμίες του έναν δημιουργό; Εσάς σας ενδιαφέρουν;

– Υπάρχουν θεσμικές θέσεις που δεν με ενδιαφέρουν καθόλου, αλλά υπάρχουν και άλλες, όπως η Πολιτιστική Πρωτεύουσα, τόσο δημιουργικές που με ενδιαφέρουν, αλλιώς δεν θα την αποδεχόμουν. Εξαρτάται, πολύ απλά, «περί τίνος πρόκειται». Εδώ, είχα έναν εξαιρετικό θίασο ανθρώπων. Ηταν κομμάτι μου. Η συγκίνηση είναι αυτή που αλλοιώνει τα όρια του εγώ. Οι συνεργάτες σού αποκαλύπτουν πράγματα, για σένα, για το αντικείμενο, που μόνος σου δεν θα είχες σκεφθεί.

– Καθώς μεγαλώνετε μέσα στο θέατρο, τι αντέχετε λιγότερο και τι αποζητάτε περισσότερο;

– Αντέχω λιγότερο τη λογιστική με την ευρεία έννοια –τι δίνω/τι παίρνω–, επιζητώ πάντα τη γενναιοδωρία που δημιουργεί την ατομική υπέρβαση. Είναι απίστευτο τι σου επιστρέφεται. Το μυστήριο εκπλήσσει, αποκαλύπτει, δεν εξηγεί. Δεν με αγχώνουν τα ανεξήγητα, αρκεί να παραμένουν αντιληπτά. Να αντιλαμβάνεσαι το σώμα σου, τον εαυτό σου. Βαριέμαι την εντύπωση 1) ότι μπορούμε να εξηγήσουμε τα πάντα, 2) ότι μιλάμε τόσο πολύ, στα κοινωνικά δίκτυα εννοώ, για τα πάντα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παρέκκλιση από τον εαυτό μας. Να γίνεται θεαματικά ξένος. Και εσωτερικά και εξωτερικά.

Βαριέμαι την εντύπωση ότι μπορούμε να εξηγήσουμε τα πάντα και ότι μιλάμε τόσο πολύ, στα κοινωνικά δίκτυα εννοώ, για τα πάντα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παρέκκλιση από τον εαυτό μας…

– Σε αυτόν τον κόσμο τι σας ανησυχεί περισσότερο από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας;

– Η «μπιζνεζοποίηση» της πραγματικής ζωής και της πνευματικότητας.

Το άγος του ανάδελφου

«Υπάρχει μια ηθολογία με την έννοια, Επίδαυρος ίσον αρχαίο δράμα. Κάποια στιγμή το αρχαίο δράμα έχει την ανάγκη μιας αγρανάπαυσης αφενός και αφετέρου έχει σημασία να έρθουμε σε επαφή με τις πηγές, με το έπος», λέει ο Μιχ. Μαρμαρινός αναφερόμενος στη φετινή παράστασή του στο Φεστιβάλ. Είχε ανεβάσει και την ομηρική «Νέκυια» με το ιαπωνικό θέατρο ΝΟ (2015). Η κουβέντα έρχεται στον Γιώργο Λούκο: «Hταν μια ευτυχής συγκυρία και χειρονομία, όσο κι αν το ελληνικό κράτος του φέρθηκε ανάδελφα. Οι σύγχρονοι Eλληνες πρέπει να έχουμε ένα ηθικό άγος για πράγματα που έχουμε κάνει και για συμπεριφορές. Χωρίς άγος και συναίσθηση της ύβρεως δεν προχωράει τίποτα. Σχεδόν τορπιλίσαμε, καταστρέψαμε, έναν άνθρωπο, μιλάω σε πρώτο πληθυντικό, μιλάω ως κοινωνία. Ακόμη ντρέπομαι… Η συνθήκη της Πειραιώς, την οποία εκείνος δημιούργησε, ήταν ο οδηγός. Και ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχουν προσθέσει τις δικές τους ψηφίδες, φυσικά, συνθέτοντας μια ευγενή συνέχεια».

Η συνάντηση

«Μπορεί κανείς να φάει και να πιει θαυμάσια στην Ελευσίνα», το μότο του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Καθίσαμε στο «Καπάκι» στην πλατεία Ηρώων. Πράγματι, ό,τι πήραμε ήταν ξεχωριστό: συκώτι ψητό με λαδολέμονο, δύο μερίδες, παντζάρια σαλάτα, φέτα ψητή με μέλι και σουσάμι, ένα τέταρτο λευκό κρασί. Σύνολο: 40 ευρώ. Συζητάμε για το επώνυμό του: «Το Μαρμαρινός είναι της μητέρας μου, του πατέρα μου είναι Τόλης. Ο παππούς Μιχαήλ (από τη μητέρα), καπετάνιος από την Οδησσό, είχε τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια. Και του πέθαναν και τα τέσσερα αγόρια. Και έλεγε στη μητέρα μου “Μαριάνθη, το όνομά μου τελείωσε…”. Με αυτόν τον άνθρωπο –που δεν γνώρισα ποτέ– είχα μια ειδική σχέση. Ο γιος μου λέγεται Ιωάννε Λούκα Μαρμαρινός. Εχει βαφτιστεί στην Τιφλίδα». Η γυναίκα του Μιχαήλ Μαρμαρινού κατάγεται από εκεί και έχει σπουδάσει νεοελληνική λογοτεχνία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT