Βαγγέλης Γερμανός: Είπα, μάνα θέλω κιθάρα. Από τότε δεν την άφησα

Βαγγέλης Γερμανός: Είπα, μάνα θέλω κιθάρα. Από τότε δεν την άφησα

Τα πρώτα μαθήματα μουσικής με τον Μπαγιαντέρα, το πρώτο τραγούδι μετά το σφαιριστήριο στο Πασαλιμάνι, η Αρλέτα, ο Κηλαηδόνης, ο Σαββόπουλος

7' 23" χρόνος ανάγνωσης

Η επαφή με τη μουσική υπήρχε στο σπίτι όπου μεγάλωσε. «Ο πατέρας μου προτιμούσε το ελαφρό τραγούδι, είχε κάποιους δίσκους 78 στροφών της Κάκιας Μένδρη, μεταξύ άλλων. Η μητέρα μου τραγουδούσε κυρίως δημοτικά που είχε μάθει στο χωριό της, το Ευπάλιο Φωκίδας, για να ξορκίζει τα βάσανά της: “Ενας αητός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε” ή “Πέρασε ένα καλοκαίρι και δεν μου ‘στειλες χαμπέρι”. Μ’ αυτό το τελευταίο την αποχαιρέτισα στην κηδεία της…». Ο ίδιος ένιωσε για πρώτη φορά να τον καίει η επιθυμία να σκαρώσει τις δικές του μελωδίες όταν ήταν έντεκα ετών. «Δίπλα στο σπίτι μας, στην Καστέλλα, υπήρχε μια οικοδομή κι ένας εργάτης, ο Αργύρης, έπαιζε στα διαλείμματα κιθάρα. Μαγεύτηκα στο άκουσμά της. “Θέλω κιθάρα!” είπα στη μάνα μου. “Ναι, παιδί μου, μόνο που δεν ξέρω πού πουλάνε”, απάντησε εκείνη. Μεγάλη υπέρβαση, γιατί η οικογένειά μας ήταν μεν πάνω από το όριο της φτώχειας, αλλά δεν απείχε πολύ από αυτό. Την επόμενη μέρα πήραμε μαζί μας εκείνο τον οικοδόμο και πήγαμε στο κατάστημα μουσικών οργάνων του Σκεντερίδη, στην οδό Αλιπέδου, κοντά στον σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου του Πειραιά. Διάλεξα μια κόκκινη. Αρχισα να τη σκαλίζω, γιατί δεν ήξερα να παίζω. Νέο αίτημα προς τη μάνα μου: “Θέλω δάσκαλο της μουσικής!”. Πάλι δεν μου έφερε αντίρρηση και ξεκίνησα μαθήματα με έναν τυφλό κύριο με ψαρά σπαστά μαλλιά. Δημήτρη Γκόγκο τον έλεγαν. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήταν ο Μπαγιαντέρας! Από τότε δεν άφησα ποτέ από την αγκαλιά μου την κιθάρα μου. Να ζητήσω να τη βάλουν μαζί μου στον τάφο μου; Δεν ξέρω. Ακόμα το σκέφτομαι», λέει γελώντας στην «Κ» ο δημοφιλής τραγουδοποιός Βαγγέλης Γερμανός. Αφορμή για τη συνάντησή μας είναι το καινούργιο του άλμπουμ, «Το ημερολόγιο των κυμάτων», έπειτα από αρκετά χρόνια απουσίας από τη δισκογραφία. Και στη συζήτησή μας θα «μπουν» κι άλλοι: ο Βαμβακάρης και ο Σαββόπουλος, ο Ντίλαν και οι Beatles, οι άνθρωποι και τα ζώα του…

– Πότε γράψατε το πρώτο σας τραγούδι;

– Γύρω στα 15 μου, και αφορμή ήταν οι Beatles. Είχα κάνει σκασιαρχείο μια μέρα από το γυμνάσιο και ήμουν στην Diana, ένα σφαιριστήριο στο Πασαλιμάνι. Και άκουσα από τα ηχεία μια συγκλονιστική εισαγωγή με φυσαρμόνικα και μετά τους στίχους «Love, love me do, you know I love you». Τι ήταν αυτό! Ενιωσα απίστευτη αγαλλίαση και χαρά, σαν να μπήκα σ’ ένα ορμητικό ποτάμι και κυλούσα μαζί τους. Τότε έφτιαξα το πρώτο μου γκρουπ –μαζευόμασταν και παίζαμε ό,τι ήξερε ο καθένας– και έγραψα το «Γεια σας παιδιά, γεια σας παιδιά, την ίδια θέλουμε αγκαλιά». Ηταν ένα μήνυμα για την παγκόσμια συμφιλίωση. (γέλια) Το συμπεριέλαβα σε δίσκο πολλά χρόνια αργότερα, το 1984, στο «Βραχυκύκλωμα».

– Ποια άλλη μεγάλη επιρροή δεχθήκατε ως τραγουδοποιός;

– Του Μάρκου Βαμβακάρη, εκείνος είναι ο πατριάρχης των τραγουδοποιών. Με τον τσαμπουκά του, ένωσε το δημοτικό τραγούδι με το λαϊκό, «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου» είναι δημοτικός στίχος. Του χρωστάμε αυτή την πολύτιμη γέφυρα. Εκανε τους νεότερους να εκτιμήσουμε την ελληνική μουσική παράδοση, γιατί τη σνομπάραμε, θεωρούσαμε ότι μας δέσμευε. Χάρη σε εκείνον συνειδητοποίησα ότι πρέπει να ακούς τους παλιούς για να φτιάξεις κάτι καινούργιο που να είναι ουσιαστικό. Αλλιώς ακούς μόνο τι λέει η αγορά που δεν ενδιαφέρεται παρά να παράγει προϊόντα με ημερομηνία λήξης ξανά και ξανά, για να πέφτει νερό στον μύλο της. Και τον γνώρισα τον Μάρκο! Ηταν 1972, τη χρονιά που πέθανε. Πήγαινα στο «Ροντέο», σε μια εκδήλωση που θα γινόταν προς τιμήν του, και τον είδα να περπατάει στην οδό Χέυδεν, αλαμπρατσέτα με τον Στέλιο Κερομύτη, επίσης σπουδαίο ρεμπέτη. Τους πλησίασα, τους είπα ότι τους λάτρευα και τους είχα ως πρότυπο.

– Από τις συνεργασίες σας, ποιες έχουν αφήσει πιο ισχυρό αποτύπωμα στη μνήμη σας;

– Με την Αρλέτα, που στα μάτια μου ήταν σαν μια μεγάλη γάτα: ζεν, πανέξυπνη, τρυφερή, αλλά και τσαούσα. Με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, που έγραφε τραγούδια χαρούμενα και ψαγμένα μαζί και ήταν ο ορισμός του μπον βιβέρ: έπινε, κάπνιζε, ξενυχτούσε, όλα στον υπερθετικό βαθμό τα έκανε, απολάμβανε καθετί. Και, φυσικά, με τον Διονύση Σαββόπουλο· και στη σκηνή, και στο στούντιο. Μεγάλη επιρροή ο Νιόνιος. Με το «Φορτηγό» του κατάλαβα ότι δεν χρειάζεσαι πολλά αν έχεις μέσα σου πράγματα να πεις, μπορείς να τα πεις και με μια κιθάρα. Η ορχήστρα ίσως έρθει, ίσως όχι, δεν πρέπει να χάσεις χρόνο περιμένοντάς την. Ως παραγωγός αγκάλιασε τα τραγούδια μου με αγάπη, σεβασμό και ευγένεια. Δεν είναι τυχαίο ότι, την ίδια εποχή, υπέγραψε την παραγωγή σε δύο δίσκους που άνοιξαν δύο μεγάλους δρόμους για την ελληνική μουσική: προς την Ανατολή η «Εκδίκηση της γυφτιάς» του Νίκου Ξυδάκη και του Μανώλη Ρασούλη με τον Νίκο Παπάζογλου (1978) και προς τη Δύση τα δικά μου «Μπαράκια» (1981).

Ξέρω ότι σήμερα, στα 75 μου χρόνια, ζω το ηλιοβασίλεμα της ζωής μου. Και το απολαμβάνω! «Fixin’ to die», όπως τραγούδησε ο Ντίλαν.

– Τι είναι τραγούδι για εσάς;

– Εικόνες ως επί το πλείστον, σύμβολα και μεταφορές. Προσπαθείς να τα χωρέσεις όλα σε λίγες λέξεις και λίγες νότες με την τέχνη της αφαίρεσης. Ευτυχώς αυτό μου το έμαθαν τα Μαθηματικά, μαζί με τη φαντασία. Ειδικά τα Θεωρητικά Μαθηματικά, τα οποία λατρεύω, έχουν πολλή φαντασία. Αυτή μας σώζει και μας βοηθάει να χτίζουμε γέφυρες με την πραγματικότητα· να γράφουμε τραγούδια δηλαδή.

– Το κυνήγι της επιτυχίας πώς το έχετε βιώσει;

– Οταν γράφω δεν σκέφτομαι ποτέ την επιτυχία, γιατί η επιδίωξη του σουξέ είναι περισπασμός, σε στέλνει αλλού, μακριά από αυτό που πρέπει να είναι ο προορισμός κάθε καλλιτέχνη. Με ενδιαφέρει τα τραγούδια μου να είναι όσο το δυνατόν πιο άρτια, να έχουν λόγο ύπαρξης, να μην τα παίρνει ο αέρας. Γι’ αυτό δεν βιάζομαι. Σημασία έχει να «μιλάς» με αυτό που φτιάχνεις, να το αφήνεις να ωριμάζει και να ωριμάζεις και εσύ μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση. Πλούσιος δεν είμαι, δεν πείνασα ποτέ, έχω ακριβώς όσα χρειάζομαι. Δεν προσπάθησα ούτε να βγάλω πολλά χρήματα, ούτε να αυγατίσουν αυτά που κέρδισα μέσα από τη δουλειά μου. Εριξα το βάρος μου στη μουσική.

– Υπάρχει κάποια περίοδος της ζωής σας που να τη νοσταλγείτε έντονα;

– Η νοσταλγία, αν της παραδοθείς και βουλιάξεις στα νερά της, σε κάνει παθητικό. Δεν θα ήθελα να ξαναζήσω τίποτα από όσα έζησα. Το μοναδικό που ίσως νοσταλγώ είναι τα παιδικά παιχνίδια στις χωμάτινες αλάνες στα Καμίνια, όπου κάποια στιγμή μετακομίσαμε από την Καστέλλα για να είναι ο πατέρας μου κοντά στο μαγαζί του, που ήταν στα Λεμονάδικα. Ως αίσθηση ελευθερίας περισσότερο τα νοσταλγώ.

– Η υστεροφημία σάς απασχολεί;

– Οχι, και το λέω με απόλυτη ειλικρίνεια. Μετά τα 50 άρχισα απολύτως συνειδητά τη διαδικασία αποδόμησης του εγώ μου. Δεν ήθελα να το αφήσω να μεγαλώσει κι άλλο. (Γέλια) Ξέρω ότι σήμερα, στα 75 μου χρόνια, ζω το ηλιοβασίλεμα της ζωής μου. Και το απολαμβάνω! «Fixin’ to die», όπως τραγούδησε ο Ντίλαν. Αν το καλοσκεφτείς, ο χρόνος είναι στατικός –ξεκίνησε να μετράει με το Μπιγκ Μπανγκ και θα σταματήσει όταν το σύμπαν ψυχεί ή εκραγεί–, εμείς περνάμε. Το θέμα είναι κάτι να κάνουμε σ’ αυτό το πέρασμα. Δεν με ενδιαφέρει τι θα λένε για εμένα στο μέλλον. Χαμογελώ, όμως, στη σκέψη ότι κάποιοι άνθρωποι ίσως ακούν τα τραγούδια μου και βρίσκουν τρόπους να συνδεθούν με αυτά.

– Τα πιο ωραία τραγούδια σας ποια είναι κατά τη γνώμη σας;

– Οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους μου: την κόρη μου την Αλίκη, τη σύντροφό μου Χρυσούλα, τους φίλους μου. Από αυτούς παίρνω δύναμη και πηγαίνω παρακάτω.

Η θάλασσα και τα ζώα

«Μία από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι να κάθομαι σ’ ένα πεζούλι, στον Προφήτη Ηλία του Πειραιά, και να αγναντεύω τη θάλασσα. Την αγαπώ βαθιά. Οταν πλησίαζα τα 50, ένα “κλικ” έγινε μέσα μου. “Τι μου δίνει χαρά;” σκέφτηκα. Να κολυμπάω. Αφησα, λοιπόν, το κέντρο της Αθήνας και ήρθα αρχικά στη Ραφήνα και στη συνέχεια στη Νέα Μάκρη. Και ξαναβαφτίστηκα! Δεν περνάει μέρα που να μην κολυμπήσω, χειμώνα – καλοκαίρι. Ζούμε ήρεμα με τη Χρυσουλίτσα. Παίρνουμε χαρά από τα ζώα μας, τις γάτες μας. Η σχέση μας με τα ζώα έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε τη φύση και τη θέση μας σε αυτήν. Αν βλέποντας ένα ωραίο τοπίο το μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς θα φτιάξεις μια σπιταρόνα εκεί, είναι μοιραίο να βλέπεις τα ζώα σαν διακοσμητικά ή χρηστικά αντικείμενα. Αν απολαμβάνεις την ομορφιά γύρω σου, τότε συνειδητοποιείς ότι δεν διαφέρουμε από τα υπόλοιπα πλάσματα, είμαστε ψηφίδες στην ίδια εικόνα».

Η συνάντηση

Δώσαμε ραντεβού στην «Τράτα», την αγαπημένη του ταβέρνα στη Νέα Μάκρη, δίπλα στη θάλασσα. Στο τραπέζι μας ήρθαν χόρτα και φασόλια μαυρομάτικα, ταραμοσαλάτα, τηγανητός γαύρος και ψητές σαρδέλες. «Ποτέ δεν ένιωσα επαγγελματίας. Από το ξεκίνημά μου ντρεπόμουν κάθε φορά που άκουγα τον εαυτό μου στο ραδιόφωνο, με έπιανε μια παράξενη συστολή. Ισως γιατί αυτό που με χαρακτηρίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η επικούρεια αντίληψη του “λάθε βιώσας” – να ζεις χωρίς να κάνεις θόρυβο. Δεν αντέχω την οχλαγωγία και τον θόρυβο», μου είπε ο Βαγγέλης Γερμανός. Και υψώσαμε τα ποτήρια μας με δροσερό λευκό κρασί. «Αντε γεια μας, καλή άνοιξη!».

Βαγγέλης Γερμανός: Είπα, μάνα θέλω κιθάρα. Από τότε δεν την άφησα-1
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT