Ανακάλυψε την τζαζ σχεδόν τυχαία, στα 18 του, μια μέρα που έπαιζε τάβλι και το Τρίτο Πρόγραμμα ένα κομμάτι του Tελόνιους Μονκ. «Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι δεν μπορεί το πιάνο να παίζεται έτσι. Και ενώ προηγουμένως θεωρούσα την τζαζ ελιτίστικο είδος, συνειδητοποίησα ότι είχα προσπεράσει ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της μουσικής. Aρχισα λοιπόν να βουτάω μέσα του μανιωδώς και από τότε άλλαξε ο κόσμος μου», λέει ο Θράσος Ειρήνης.
Εκείνη την εποχή μπορούσε κανείς να ακούσει ζωντανά τζαζ στο Jazz Club του Γιώργου Μπαράκου στην Πλάκα ή στο Braxton’s Jazz Nest του Νίκου Σαχπασίδη στην πλατεία Αμερικής, το οποίο άνοιξε το 1977 αλλά σύντομα μεταφέρθηκε στην οδό Μιχαλακοπούλου και μετονομάστηκε σε Half Note, από το ομώνυμο νεοϋορκέζικο κλαμπ που μόλις είχε κλείσει. Μετά μερικές ακόμα μετακομίσεις, το Half Note Jazz Club άνοιξε τις πόρτες του στη σημερινή του έδρα, στο Μετς, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, τον Οκτώβριο του 1995. Εκεί ήταν που, μετά τον διάδοχο του Σαχπασίδη, τον Δημήτρη Δεικτάκη, η ιδιοκτησία πέρασε στους αδελφούς Γεώργα, ενώ την καλλιτεχνική διεύθυνση ανέλαβε το 2003 ο Θράσος Ειρήνης.
Ο ίδιος είχε δοκιμαστεί ως μουσικός, είχε ανοίξει ένα τζαζ καφέ στη Σκόπελο, είχε στραφεί στην παραγωγή και διοργάνωση συναυλιών. Oμως βρέθηκε, ως έμπειρος λάτρης της τζαζ και παραγωγός πλέον, σε μία από τις συναυλίες του πρώτου σχήματος που φιλοξένησε το Half Note, του πιανίστα Μπόμπι Φιου. «Εκείνο το βράδυ γνώρισα τους ιδιοκτήτες αλλά και τη γυναίκα μου, επομένως ήταν κάπως “καρμικό” το να βοηθήσω αυτόν τον χώρο να ανθήσει», λέει ο Θράσος Ειρήνης. «Από όταν άνοιξε στο Μετς, μέχρι περίπου το 2008, ήταν γεμάτο κάθε βράδυ, επτά ημέρες την εβδομάδα. Ξαφνικά υπήρχε ένας χώρος αναφοράς για τους ακροατές, ενώ και οι καλλιτέχνες βρήκαν μια σκηνή φιλόξενη. Ξεκινούσαν Παρασκευή, τελείωναν Πέμπτη και δεν ήθελαν να φύγουν».
– Γιατί ήταν πολυήμερες εκείνες οι εμφανίσεις;
– Γιατί συνδυάζονταν με την κυκλοφορία των εβδομαδιαίων πολιτιστικών εντύπων, που έβγαιναν Παρασκευή. Υπήρχαν όμως και καλλιτέχνες που έπαιζαν δύο εβδομάδες σερί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Aρτσι Σεπ, που γινόταν προσκύνημα. Ή τον Μάτζικ Σλιμ και τους μεγάλους μπλουζίστες Κάρεϊ και Λούρι Μπελ, οι οποίοι επίσης είχαν μείνει για δύο εβδομάδες.
– Ισχύουν τα στερεότυπα που συνοδεύουν ενίοτε τους μουσικούς της τζαζ; Oτι είναι μποέμ, ιδιοσυγκρασιακοί, σαν χαρακτήρες από φιλμ νουάρ;
– Αν ένα πράγμα χαρακτηρίζει την τζαζ, είναι ότι δεν έχει στερεότυπα. Οι δε άνθρωποι που την υπηρετούν, τολμώ να πω ότι είναι από τους πιο ενδιαφέροντες που έχω γνωρίσει. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί –πιστεύω ότι η ρίζα είναι εκεί– έχουν πολύ ανοιχτούς ορίζοντες. Αν δεν έχεις ανοιχτές τις κεραίες σου σε όλα τα επίπεδα, δεν μπορείς να λάμψεις σε αυτή τη μουσική. Δεν φταίει ότι είναι μποέμ, δεν ξέρω κιόλας αν κάνει κάποιον μποέμ το να υπηρετεί ένα είδος μουσικής που δεν είναι εμπορικά αναγνωρίσιμο, ούτε φέρνει πολλά λεφτά. Ορισμένοι μεγάλοι τζαζίστες, βέβαια, έχουν χρήματα αρκετά για να συντηρηθούν. Δεν γίνονται διάσημοι, όπως στην ποπ, δεν βγάζουν εκατομμύρια, αλλά συντηρούνται πολύ καλά.
– Εχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή των θρύλων;
– Θέλω να ελπίζω ότι θα υπάρξουν κι άλλοι. Ή ότι βρίσκονται ανάμεσά μας και δεν το ξέρουμε ακόμα. Η πραγματικότητα λέει ότι οι άνθρωποι που έχτισαν αυτό το οικοδόμημα και τις πιο ωραίες πλευρές του έχουν φύγει από τη ζωή. Επειδή όμως αυτό συνέβη σε μια εποχή που η γνώση γύρω από την τζαζ ήταν πολύ περιορισμένη –ακόμα και στην Αμερική, αφορούσε μερικούς συγκεκριμένους ανθρώπους– πιστεύω ότι τώρα, που η γνώση έχει διευρυνθεί, θα υπάρξουν και νέοι θρύλοι. Είναι κάτι πολύ ενεργό η τζαζ σήμερα και μπορεί οι θρύλοι να υπάρξουν μετά 50 χρόνια και να είναι πραγματικά τέτοιοι. Δεν ξέρω όμως πώς θα είναι οι ακροατές τότε. Ο κόσμος αλλάζει και πηγαίνει σε κάτι πιο επιπόλαιο. Θυμάμαι τον εαυτό μου νέο, όταν έβαζα τον δίσκο στο πικάπ, ήταν μια ιεροτελεστία ασύλληπτης αξίας. Στην εποχή των mp3, της γρήγορης και της εφήμερης ακρόασης, αλλάζει το αξιακό οικοδόμημα συνολικά.
Το ελληνικό κοινό ακολουθεί μόδες, τελεία. Είμαστε κατεξοχήν χώρα που ανακαλύπτει τα διεθνή trends, αλλά με κάποια καθυστέρηση. Και τα αποθεώνει, κυρίως σε περιόδους οικονο- μικής ασφάλειας.
– Eχει προτερήματα η τζαζ στην Ελλάδα;
– Eχει πολλά προτερήματα και πολλές αρετές. Το μόνο που μας λείπει είναι η παράδοση γύρω από την τζαζ. Δεν την οικοδομήσαμε. Αν υπήρχε, θα ήταν πιο σωστός και ο τρόπος που βλέπει την τζαζ ο μέσος Eλληνας. Αρχίζει βέβαια να δημιουργείται κάτι. Oταν μπήκα στις συναυλίες το 1993, η τζαζ εκπαίδευση ήταν σε νηπιακή φάση, υπήρχαν μία-δύο σχολές και οι άνθρωποι ασχολούνταν περισσότερο εμπειρικά. Εν αντιθέσει με σήμερα, που υπάρχει μια απίστευτα μεγάλη γκάμα επιλογών. Και όλα αυτά ελλείψει οποιασδήποτε βοήθειας από το κράτος. Αλλού, για παράδειγμα, υπάρχει μια συγκεκριμένη πολιτική. Στα διάφορα διεθνή φεστιβάλ και συνέδρια για την τζαζ βλέπω με θαυμασμό όχι μόνο χώρες, αλλά και περιφέρειες χωρών, να έχουν περίπτερα και να παρουσιάζουν τη μουσική τους. Η Καταλωνία της Ισπανίας, η Ούμπρια της Ιταλίας, χώρες μικρές, όπως η Λιθουανία, η Εσθονία… Oσες προσπάθειες κάναμε εμείς –πέρυσι και πρόπερσι, ας πούμε, υπήρχε ένα περίπτερο στο συνέδριο JazzAhead στη Βρέμη– δεν βασίστηκαν τόσο σε οργανωμένες δράσεις, όσο στην προσπάθεια κάποιων ανθρώπων να παρουσιάσουν τη δουλειά τους.
– Το ελληνικό κοινό έχει προτιμήσεις ή ακολουθεί μόδες;
– Το ελληνικό κοινό ακολουθεί μόδες, τελεία. Είμαστε κατεξοχήν χώρα που ανακαλύπτει τα διεθνή trends, αλλά με κάποια καθυστέρηση. Και τα αποθεώνει, κυρίως σε περιόδους οικονομικής ασφάλειας. Γιατί σε περιόδους οικονομικής ανασφάλειας, το κοινό επανέρχεται σε αυτά που ξέρει, στο μπλουζ ή στη mainstream τζαζ. Δεν ρισκάρει τα λίγα χρήματα που δίνει με κόπο, πηγαίνει σε κάτι που το γνωρίζει ή που έχει διαβάσει και έχει ακούσει χίλια πράγματα για αυτό. Συνηθίζω να λέω στους μουσικούς ότι ο μέσος νέος θιασώτης της τζαζ στην Ελλάδα περιμένει να ακούσει τον Χέρμπι Χάνκοκ με 10 ευρώ, να παίζει τρεις ώρες. Οι μουσικοί λύνονται στα γέλια και δίνουν το κάτι παραπάνω για τα λίγα χρήματα που παίρνουν.
– Περιλαμβάνει το πρόγραμμα του Half Note και μουσικές που απέχουν πολύ από την τζαζ;
– Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης αναγκάστηκε να εντάξει και πράγματα εκτός του αξιακού βεληνεκούς του, ακόμα και πιο λαϊκότροπα, προκειμένου να μην κλείσει. Πλέον μπορεί ίσως να υπάρχει ένα πέρασμα από το τζαζ κλαμπ στη μουσική σκηνή και πάλι πίσω, αλλά με κάποια όρια. Αυτό που ζητάω από τους καλλιτέχνες είναι να καταλαβαίνουν σε ποιο χώρο παίζουν και να προσαρμόζονται. Να έχει δηλαδή ένα αυτοσχεδιαστικό στοιχείο η παράστασή τους, ώστε να ταιριάζει σε αυτό που θέλει να παρουσιάσει το κλαμπ: τη δημιουργική μουσική όπου και αν βρίσκεται. Και η δημιουργική μουσική είναι αυτή στην οποία δεν ξέρεις από πριν τι θα ακούσεις.
– Εσάς τι εξακολουθεί να σας γοητεύει σε αυτή τη μουσική;
– Τα πάντα. Κατ’ αρχάς ζω κάθε βράδυ μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Το έχει αυτό το προνόμιο η τζαζ, ασχέτως αν πληρώνει τους λογαριασμούς μου. Μου πληροί την καρδιά. Επίσης, υπάρχει πλέον και μια άλλη διάσταση για εμένα, που είναι η φωτογράφιση των events που διοργανώνω, η οποία με έχει φέρει και σε ένα σημείο διεθνούς αναγνώρισης. Θέλω να φωτογραφίζω με βάση το τι λέει η καρδιά και το μέσα μου, αυτά που εισπράττω από τον καλλιτέχνη και το πώς φιλτράρω τη μουσική σε συνάρτηση με την ατμόσφαιρα. Αποτελεί μια ιεροτελεστία για εμένα. Γι’ αυτό και το κλαμπ, ενώ δεν ήταν σοβαρή πηγή εισοδήματος όλα αυτά τα χρόνια, μου πρόσφερε καθημερινή τριβή με κάτι καταπληκτικό, που συμβαίνει κάθε βράδυ. Γιατί η μουσική συμβαίνει κάθε βράδυ στο Half Note και αυτό είναι το ωραίο, το βασικό.
Μικρή σκηνή, μεγάλα ονόματα
Είναι μικρός χώρος το Half Note Jazz Club, αλλά έχει φιλοξενήσει μεγάλα ονόματα. Σταχυολογώντας, ο Θράσος Ειρήνης αναφέρει τους σαξοφωνίστες Λου Ντόναλντσον και Μπένι Γκόλσον, τον ομότεχνό τους Αρτσι Σεπ, τον οργανίστα Ντόκτορ Λόνι Σμιθ, αλλά και τους μπλουζίστες Κάρεϊ Μπελ (φυσαρμόνικα) και Χιούμπερ Σάμλιν (κιθάρα). «Είναι ατελείωτα τα ονόματα, μπορώ να σας στείλω μια λίστα», λέει ο Θράσος Ειρήνης και περιγράφει την αμεσότητα ενός κλαμπ έναντι μιας μεγάλης αίθουσας συναυλιών: «Στην αίθουσα υπάρχει κάτι σαν αόρατο τείχος, ενώ στο κλαμπ βλέπεις συναυλίες σε απόσταση αναπνοής, ο ιδρώτας του καλλιτέχνη μπορεί να στάξει δίπλα στο τραπέζι σου. Συμβαίνει βέβαια και το αντίστροφο, δηλαδή πράγματα που επηρεάζουν τους μουσικούς. Οπως στη δεκαετία του 2000, όταν έρχονταν κάποιοι θεατές με τεράστια πούρα, που ήθελαν τις πρώτες θέσεις για να είναι κοντά στη δράση. Μια φορά είχαμε βάλει στα τραπέζια ταμπελάκι “παρακαλούμε μην καπνίζετε, ο καλλιτέχνης έχει πρόβλημα υγείας”, αλλά εκείνοι φυσούσαν τον καπνό στο ένα μέτρο από τη σκηνή. Υπήρχε και αυτή η “διάδραση”».
Η συνάντηση
Ο Θράσος Ειρήνης επέλεξε το «Ιαμα», μια «γαστροταβέρνα» στο Παλαιό Φάληρο (Αγίου Αλεξάνδρου 30 και Αφροδίτης), από την οποία είχε μείνει ευχαριστημένος και στο παρελθόν. Αποφύγαμε να καθίσουμε πλάι στα μεγάλα παράθυρα που βλέπουν στον δρόμο, γιατί ειδάλλως, όπως ορθώς επισήμανε, ο φακός της κάμερας θα τον είχε «contre lumière». Φάγαμε μια πλουμιστή σαλάτα «Ιαμα», μους καπνιστής μελιτζανοσαλάτας, τραχανότο μανιταριών με κοτόπουλο, μπακαλιάρο τηγανητό, ενώ ήπιαμε κρασί ροζέ «Ιριδα» και δροσερό νερό «Πάικο». Ο λογαριασμός ήταν 58,9 ευρώ, αλλά το κατάστημα κέρασε ευγενικά το ωραίο γεύμα μας. Από τα ηχεία ακούγονταν έντεχνα ελληνικά τραγούδια.


