Νεάπολη, Κυψέλη, Λος Αντζελες, Βιέννη, Λονδίνο, Βαρκελώνη. Με αυτή τη σειρά ή με όποια άλλη, το βασικό στη ζωή του ζωγράφου Γιάννη Βαρελά είναι η μετακίνηση από έναν τόπο σε άλλον· για δουλειά, για ευχαρίστηση, για εκθέσεις φίλων καλλιτεχνών ή για τις δικές του εκθέσεις. Σε λίγες ημέρες θα φύγει από το σπίτι της Αθήνας για το σπίτι της Βιέννης. Το σπίτι και το εργαστήριο στο Λος Αντζελες θα μείνουν κλειστά για πολλούς μήνες ακόμη, καθώς οι Καλιφορνέζοι φίλοι στέλνουν μηνύματα ότι η μόλυνση της γης και του νερού από τη φοβερή πυρκαγιά του Ιανουαρίου συνεχίζεται.
Ακόμη και η συνάντησή μας για το προγραμματισμένο γεύμα-συνέντευξη δεν περιορίστηκε σε έναν τόπο. Από τα Πετράλωνα όπου φάγαμε, πήγαμε στην Κυψέλη για καφέ, γλυκό και ξενάγηση στο στούντιο. Είναι κρυμμένο πίσω από τη βαμμένη τζαμαρία μιας πρώην βιοτεχνίας – εμφανές τσιμέντο, μεγάλος πάγκος με τα υλικά της ζωγραφικής, η ομάδα των συνεργατών κάνει την προετοιμασία στους πίνακες που στέκονται στους τοίχους. Στο βάθος βιβλιοθήκες, τεράστιο τραπέζι εργασίας και κάτω το υπόγειο, μια σπηλιά του Αλαντίν του 21ου αιώνα – εξωφρενικά κοστούμια, καπέλα και κατασκευές περιμένουν τα μοντέλα που θα ποζάρουν για ένα επόμενο έργο.
Ο Γιάννης Βαρελάς γεννήθηκε το 1977. Μεγάλωσε στην Πεύκη και θυμάται το πευκοδάσος και τα προβατάκια που έβοσκαν εκεί. Τα καλοκαίρια γινόταν χαμός με τα ποδήλατα. Πήγε σχολείο σε άλλη γειτονιά, οι παιδικοί και οι εφηβικοί φίλοι του ήταν σκόρπιοι στο κέντρο, στα Εξάρχεια, στο Κολωνάκι. Εκαναν συχνές βόλτες στη Δεξαμενή. Γιος σκηνοθέτη, από μικρός μετέτρεπε στο μυαλό τους τις συζητήσεις για το σινεμά σε εικόνες. Η μητέρα του είχε καλύψει τους τοίχους στο παιδικό δωμάτιό του με μαυροπίνακα. «Μου έλεγε ιστορίες και τις ζωγράφιζε στον πίνακα. Μετά πήγαινα και σχεδίαζα δίπλα στα δικά της», διηγείται.
Είναι δυσλεκτικός και αυτό καθόρισε τη σχέση του με την πραγματικότητα. Σήμερα ξέρουμε ότι καθόρισε και τη ζωγραφική του. «Το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου ήταν να τελειώσω το σχολείο», λέει. «Την πρώτη φορά που μου έδωσαν ένα κείμενο αντί να κοιτάζω τα γράμματα, έβλεπα τα κενά ανάμεσα στις λέξεις. “Τι καταπληκτικό τοπίο είναι αυτό!”, σκέφθηκα. Υστερα κατάλαβα ότι οι άλλοι δεν το έβλεπαν με τον ίδιο τρόπο».
Διηγείται εν συντομία τη συνέχεια της ζωής του: «Περνάω στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη. Μετά έρχομαι στην Αθήνα, στο εργαστήριο ζωγραφικής της Ρένας Παπασπύρου. Είναι υπέροχα, σαν να είμαστε στο σπίτι μας, περνάμε εκεί όλη τη μέρα δουλεύοντας και κάνοντας πλάκες. Μας επιτρέπει να ζωγραφίζουμε τα δικά μας και μας διδάσκει. Ταυτόχρονα έχω αρχίσει να εκθέτω στη μικρή χώρα μου. Η πρώτη έκθεση έγινε το 2003, στην Gallery 7. Φεύγω για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο. Κάτι μεγαλύτερο γίνεται τότε. Μετά πάω στη Βιέννη. Βρίσκω τυχαία το πρώτο μου σπίτι και πληρώνω στον σπιτονοικοκύρη μου το ενοίκιο με έργα. Συνεχίζεται έτσι. Πληρώνω και τα σφραγίσματα στον οδοντίατρο με έργα. Μετά βρίσκομαι και με ένα εργαστήριο στο Λος Αντζελες».
«Τα καταφέρατε γρήγορα», λέω. «Η πορεία σε σχέση με τα ιστορικά δεδομένα της ελληνικής ζωγραφικής δεν είναι συνηθισμένη, τουλάχιστον πριν πενηνταρίσει ο καλλιτέχνης».
«Θεωρώ ότι είμαι μέρος μιας γενιάς που ενδιαφερόταν περισσότερο για όσα συνέβαιναν έξω παρά στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι ταξιδέψαμε και μείναμε στο εξωτερικό για αρκετά χρόνια. Αλλοι πολύ, άλλοι λίγο, όλοι τα καταφέραμε να ζούμε από τη δουλειά του καλλιτέχνη», λέει.
Εργα του Βαρελά ανήκουν στις δημόσιες συλλογές του Albertina Museum και του Belvedere Museum στη Βιέννη, της AMMA Foundation Collection στο Μεξικό, της Space K Collection στη Σεούλ, του Kiasma Museum of Contemporary Art στο Ελσίνκι, και στην Ελλάδα στο Μουσείο Μπενάκη, στη Συλλογή Ωνάση, στη Συλλογή Δάκη Ιωάννου και στο ΕΜΣΤ, ενώ τρία νέα έργα του φιλοξενούνται στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο.
«Είναι και θέμα τύχης ότι ξεκίνησα πολύ νωρίς να έχω εισοδήματα από τη ζωγραφική. Οταν δείχνεις κάπου τα έργα σου, δεν σημαίνει ότι θα τα πουλήσεις. Αλλά σίγουρα παίζει ρόλο το να βρίσκεσαι σε μια μεγαλύτερη αγορά από την ελληνική, με περισσότερους συλλέκτες που θέλουν να αγοράσουν πολύ νέα πράγματα», εξηγεί.
– Μπήκατε ποτέ στη διαδικασία να σκεφθείτε τι ελκύει καλλιτεχνικά ένα διεθνές κοινό και να προσαρμοστείτε στη ζήτηση;
– Οχι, δεν γίνεται έτσι. Κατ’ αρχάς είναι τεράστιo το εύρος των επιδραστικών πραγμάτων στον κόσμο της τέχνης. Μπορείς να ψυχανεμιστείς τις μόδες, αλλά τελικά δεν έχει τόση σημασία. Η δουλειά μου είναι αυτή που ξεκίνησα και συνεχίζω για πολλά χρόνια. Στην αρχή ήταν ασπρόμαυρα, σκληρά σχέδια σε χαρτί. Από τότε επεξεργάζομαι τη ζωγραφική «γλώσσα» μου. Εχω κάνει video και performance, αλλά όλα εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο. Οι κόσμοι που με απασχολούν είναι πάντα οι κόσμοι που βρίσκονται γύρω μας και όσοι τους κατοικούν. Οι φιγούρες που φτιάχνω είναι οι άνθρωποι που βλέπω, αλλά όλα συμβαίνουν σαν καθρέφτισμα, σαν μια αντανάκλαση της πραγματικότητας.
Η Ελλάδα έμεινε για πάρα πολλά χρόνια στο «αρχαίο πνεύμα αθάνατο». Ενδιαφέρον, ουσιαστικό, σοβαρό θέμα οι ελληνικές αρχαιότητες, αλλά τρομάξαμε να ανοίξουμε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Τρομάξαμε να αποκτήσουμε θεσμούς για τη σύγχρονη τέχνη.
– Τι είναι τώρα της μόδας στην εικαστική σκηνή του Λος Αντζελες;
– Γίνεται μεγάλος χαμός με τους Λατίνους καλλιτέχνες. Αυτοί οι άνθρωποι δουλεύουν εκεί σαράντα χρόνια, απλώς τώρα τους ανακάλυψε η αγορά. Και τις μόδες τις καθορίζει η αγορά, όχι οι δημιουργοί με τη δουλειά τους. Νωρίτερα υπήρξε μια μόδα με τις υπερήλικες γυναίκες ζωγράφους που ανακαλύφθηκαν όψιμα. Παραμένει το ενδιαφέρον με τον αχανή Νότο της Γης και για τις μειονότητες διαφόρων ειδών. Προφανώς αυτό είναι καλό, με την έννοια ότι ξεπερνάει τα ταμπού και γίνεται μια «διόρθωση» στην ιστορία της τέχνης. Αλλά όταν μιλάμε για μόδα, μιλάμε δυστυχώς και για υστερία.
– Εχω ακούσει ότι μέσα σε αυτό το κλίμα, το να είσαι σήμερα λευκός, ετερoφυλόφιλος άνδρας καλλιτέχνης στην Ευρώπη περιορίζει την ανταπόκριση που έχει το έργο σου. Ισχύει;
– Απολύτως, και όλο αυτό βρίσκεται στα όρια του ανοήτου. Βεβαίως δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει το γεγονός ότι οι γυναίκες καλλιτέχνιδες και η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα έμεινε για δεκαετίες στο καλλιτεχνικό περιθώριο. Οι μόδες όμως αφορούν ίσως τους ιδιώτες, αλλά δεν θα έπρεπε να επηρεάζουν τους επιμελητές των μουσείων ή εκείνους που οργανώνουν μεγάλες εκθέσεις. Τα κρατικά μουσεία έχουν την υποχρέωση να εκπροσωπούν μια πολιτιστική πολιτική η οποία συνάδει με το κύρος της χώρας τους και με το τι θέλουν να προάγουν. Να ερευνούν για την έκφραση ό,τι νεότερου και σημαντικότερου.
– Τα κρατικά μουσεία σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα έχουν, νομίζετε, μια τέτοια «πολιτική»;
– Η Ελλάδα έμεινε για πάρα πολλά χρόνια στο «αρχαίο πνεύμα αθάνατο». Ενδιαφέρον, ουσιαστικό, σοβαρό θέμα οι ελληνικές αρχαιότητες, αλλά τρομάξαμε να ανοίξουμε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Τρομάξαμε να αποκτήσουμε θεσμούς για τη σύγχρονη τέχνη. Τώρα όμως που κι αυτό έγινε, θεωρώ ότι οι άνθρωποι οι οποίοι διοικούν αυτά τα μουσεία θα έπρεπε να συμβάλουν στην οργάνωση μιας εθνικής πολιτικής για τον πολιτισμό. Και να εισακούγο-νται σε κυβερνητικό επίπεδο.
– Οταν παρουσιάζετε τη δουλειά σας στο εξωτερικό είστε ένας Ελληνας καλλιτέχνης ή απλώς ένας καλλιτέχνης;
– Και ναι και όχι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν τους αφορά καθόλου το θέμα, στην Ευρώπη ίσως παίζει ρόλο παραπάνω. Εγώ θεωρώ ότι δεν πρέπει να έχει εθνική ταυτότητα η τέχνη. Βέβαια η έννοια της καταγωγής ενυπάρχει στο έργο του καλλιτέχνη. Οχι τόσο μορφολογικά όσο με την έννοια των βιωμάτων, των σκέψεων, της κουλτούρας. Μόνον έτσι το αποδέχομαι.
Δεν ξέρω καμία συνταγή επιτυχίας
Δεν είμαι ιδιαίτερα καλός στο να προωθώ τη δουλειά μου. Ας πούμε είμαι αρκετά κοινωνικός –κάτι που χρειάζεται–, αλλά δεν ασχολούμαι με τα social media. Υπήρξα σίγουρα τυχερός, δεν είναι απαραίτητο ότι κάτι καλό –αν πω έτσι τη δουλειά μου– θα είναι και επιτυχημένο. Εχουμε χιλιάδες παραδείγματα ανθρώπων οι οποίοι δεν μπόρεσαν ποτέ να πουλήσουν τίποτα, και ήταν εξαιρετικοί καλλιτέχνες που τους ανακάλυψαν αργότερα. Αυτό που μπορεί να κάνει κανείς είναι να μην εγκαταλείπει. Εγώ πιστεύω ότι η βασική προϋπόθεση, η αναγκαία και ικανή συνθήκη επιτυχίας είναι να υπάρχει δουλειά. Και να την κάνεις με το μεράκι που πρέπει, και την αγάπη που πρέπει, και την ένταση που πρέπει, και την επιμονή που πρέπει. Και αφού υπάρχει αυτό, το άλλο θα γίνει. Ή όχι. Αλλά συνταγή επιτυχίας δεν ξέρω καμία. Είναι σημαντικό να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς χωρίς να περιμένεις τίποτε. Γιατί δουλεύεις πρώτα από όλα για εσένα και μετά για τους άλλους.
Η συνάντηση
Στην ιστορική «Ταβέρνα του Οικονόμου» δεν έχει αλλάξει τίποτε από όσα ήξεραν οι θαμώνες της εδώ και χρόνια, μολονότι ανήκει πλέον στον επιχειρηματία Φίλιππο Τσαγκρίδη. Η ίδια χαλαρή ατμόσφαιρα που είχε όταν ήταν στέκι καλλιτεχνών και συγγραφέων, οι ίδιοι μάγειρες, αλλά επιπλέον μεγάλη ποικιλία εμφιαλωμένων κρασιών. Ο Γιάννης Βαρελάς είναι πελάτης από παλιά. Ερχόταν στα Πετράλωνα με φίλους από το 2000 κυρίως τα καλοκαίρια και κάθονταν στα τραπεζάκια έξω στο πεζοδρόμιο. Εμείς διαλέξαμε ένα τραπέζι μέσα, αλλά κοντά στο παράθυρο. Παραγγείλαμε πολίτικη σαλάτα, χειροποίητη σπανακοτυρόπιτα, κολοκυθάκια λαδερά, λαχανοντολμάδες και φιλέτο κοτόπουλο. Ηταν μεγάλες μερίδες και δεν τις τελειώσαμε. Το γεύμα μάς το κέρασε το κατάστημα.


