«Τα Οικονομικά έχουν αλλάξει πολύ […] Επιστρέφουν στις ρίζες τους, στις κοινωνικές επιστήμες. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά η κρίση».
Είναι μέσα Δεκεμβρίου στο αιώνιο πλέον ελληνικό αποκαλόκαιρο, και καθόμαστε σε τραπεζάκι έξω, στο Παγκράτι, με τον Ηλία Παπαϊωάννου. Ο κ. Παπαϊωάννου είναι ένα από τα αστέρια της ελληνικής ακαδημαϊκής διασποράς: πολυβραβευμένος καθηγητής Οικονομικών στο London Business School και εταίρος, εδώ και κάποιους μήνες, της Βρετανικής Ακαδημίας.
Παράλληλα όμως –ίσως εξαιτίας οικογενειακών καταβολών (ο πατέρας του είναι ο πρώην υπουργός Μιλτιάδης Παπαϊωάννου)– έδειχνε πάντα έντονο ενδιαφέρον για την εφαρμογή των οικονομικών ιδεών στην πράξη. Σε κρίσιμες στιγμές, όπως το καλοκαίρι του 2015, δεν δίστασε να μπει στην αρένα, μιλώντας σε μεγάλη συγκέντρωση υπέρ του «Ναι» πριν από το δημοψήφισμα.
Ο ίδιος σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠΑ, εργάστηκε για λίγο ως ασκούμενος σε δικηγορικό γραφείο, αλλά δεν τον τράβηξε το επάγγελμα. Πήγε για μεταπτυχιακό στο Columbia και εκεί τον απορρόφησαν τα Οικονομικά.
Το διδακτορικό του, στο London Business School, αφορούσε τη σχέση εκδημοκρατισμού και ανάπτυξης. «Υπάρχει δυστυχώς μια παρανόηση, η οποία ενισχύει τον απολυταρχικό λαϊκισμό», λέει. «Μέρος της κοινής γνώμης πιστεύει ότι η δημοκρατία επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα οι πλουσιότερες χώρες είναι δημοκρατικές – και έγιναν πλούσιες όταν εκδημοκρατίστηκαν. Αυτό δεν είναι τυχαίο».
Πιστεύω ότι η ζήτηση για την αλήθεια θα επανακάμψει. Και είτε θα φροντίσουν να την καλύψουν οι σημερινοί τεχνολογικοί κολοσσοί είτε θα βρεθούν νέοι παίκτες που θα το κάνουν.
Πόσο ανθεκτική είναι η δημοκρατική κουλτούρα, ωστόσο, σε συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας; Ο κ. Παπαϊωάννου παραπέμπει σε πρόσφατη εργασία του Ντάρον Ατζέμογλου, στην οποία «δείχνει ότι μια δημοκρατία όπου υπάρχει ευρεία αντίληψη διαφθοράς, ή που δεν υπάρχει διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα, θα χάσει σταδιακά την υποστήριξη της κοινής γνώμης. Πάντως οι οικονομικές κρίσεις είναι ιδιαίτερα αποσταθεροποιητικές για τις δικτατορίες. Επηρεάζουν και τις δημοκρατίες, οι οποίες όμως έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα ότι επιτρέπουν στους πολίτες να απομακρύνουν από την εξουσία αυτούς που θεωρούν υπαίτιους για την κρίση».
Η συζήτηση στρέφεται στην Ελλάδα. Πολλοί συνομιλητές από τη Δυτική Ευρώπη μου έλεγαν την εποχή της κρίσης ότι αν κάτι αντίστοιχο συνέβαινε στις χώρες τους, θα είχε επιβληθεί δικτατορία ή θα είχε γίνει επανάσταση. Κι όμως, η δημοκρατία στην Ελλάδα άντεξε. Πώς το εξηγεί;
«Η κρίση στην Ελλάδα συνετέλεσε στην άνοδο λαϊκιστικών κομμάτων, που πρότειναν εύκολες λύσεις και επιχείρησαν να διχάσουν την κοινωνία. Οταν βρέθηκαν στην εξουσία, τα κόμματα αυτά αποπειράθηκαν να επηρεάσουν τους θεσμούς· αλλά δεν θεωρώ ότι ήταν φύσει αντιδημοκρατικά. Η Χρυσή Αυγή, που ήταν αντιδημοκρατική, παρά την επιρροή της, δεν βρέθηκε ποτέ κοντά στην εξουσία. Τα κόμματα που κυβέρνησαν δεν είχαν σκοπό την αλλαγή του πολιτεύματος ή μεγάλες θεσμικές ανατροπές – αν και, φυσικά, αν φεύγαμε από την Ευρωζώνη, αυτό θα ήταν μια τεράστια θεσμική αλλαγή».
Το κύμα του λαϊκισμού στην Ελλάδα υποχώρησε μετά το 2015. Η χώρα έχει «σίγουρα αλλάξει προς το καλύτερο», λέει, αν και διακρίνει μια απουσία φιλόδοξων στόχων, ενός κινητήριου οράματος για το μέλλον.
Ρώτησα τον συνδαιτυμόνα μου γιατί τα συστημικά κόμματα και ΜΜΕ είναι διαρκώς σε κατάσταση άμυνας τα τελευταία χρόνια, γιατί οι ελίτ των φιλελεύθερων δημοκρατιών αδυνατούν να βρουν τη συνταγή για τη θεραπεία της διαρκώς διογκούμενης δυσαρέσκειας των μαζών.
«Δεν χρειάζεται να είμαστε απαισιόδοξοι. Το κρίσιμο είναι να κατανοήσουμε το μέγεθος του ζητήματος – και να έχουμε πολιτικούς με άποψη και σχέδιο εφαρμογής». Πριν από 40 χρόνια, παρατηρεί, η συζήτηση για την ανισότητα αφορούσε το χάσμα μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών. «Το χάσμα αυτό έχει μειωθεί πολύ – εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Αλλά αυτό συνοδεύθηκε από πολύ μεγάλη αύξηση της ανισότητας, ειδικά στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, και ειδικά με τεράστια συσσώρευση εισοδήματος και πλούτου στο πλουσιότερο 1% του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού».
Αυτό έχει δημιουργήσει σε πολύ κόσμο «μια τεράστια καχυποψία» απέναντι στην παγκοσμιοποίηση σε όλες τις μορφές της – και απέναντι στις ελίτ που έχουν ωφεληθεί από αυτήν. Αυτό δεν αφορά μόνο τους δισεκατομμυριούχους, προσθέτει, αλλά και κάθε είδους ειδικούς και insiders, από τους οικονομολόγους και τους επιδημιολόγους (επί COVID) έως τους δημοσιογράφους.
Του θυμίζω την αλήστου μνήμης φράση του Συντηρητικού Μάικλ Γκόουβ στην εκστρατεία για το Brexit («έχουμε κουραστεί με τους ειδικούς»).
«Ναι, και ποιο ήταν το αποτέλεσμα του Brexit; Η οικονομική μεγέθυνση επιβραδύνθηκε, οι επενδύσεις σταμάτησαν, η παραγωγικότητα μειώθηκε – και η μετανάστευση, που ήταν βασικό επιχείρημα (ο περιορισμός της) υπέρ του Brexit, πέρυσι έφθασε σε επίπεδα-ρεκόρ στο Ηνωμένο Βασίλειο». Η νίκη του «Leave» (Φεύγουμε), όπως σημειώνει, ήταν ένα προϊόν παραπληροφόρησης και ψευδών από τους πολιτικούς. Αρα –επανέρχομαι– από πού αντλεί την αισιοδοξία του; Η τεχνολογία, που εξελίσσεται ολοένα και πιο ραγδαία, επιδεινώνει τις ανισότητες που γεννούν τον λαϊκισμό και δημιουργεί όπλα μαζικής επικοινωνιακής καταστροφής, συνθλίβοντας την ιδέα της αντικειμενικής αλήθειας και της λογοδοσίας.
«Η Αμερική ήταν πιθανόν σε χειρότερο σημείο πριν από το Sherman Act και τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις του Τέντι Ρούζβελτ, που έσπασε τα μεγάλα μονοπώλια του Gilded Age», σημειώνει. «Υπάρχει τώρα μια απαισιοδοξία [στις ΗΠΑ] στο πεδίο των δικαιωμάτων και των θεσμών λόγω της επανεκλογής Τραμπ. Αλλά πιστεύω ότι η κοινωνία θα προχωρήσει σε περισσότερη εποπτεία και έλεγχο [της Big Tech], τώρα που είναι πλέον φανερές οι επιζήμιες συνέπειες των πρακτικών τους τόσο για τον ανταγωνισμό όσο για τις κοινωνικές σχέσεις και τη δημοκρατία».
Αφρική και Μικρά Ασία
Δύο πρότζεκτ ξεχωρίζουν από το πολυσχιδές ερευνητικό έργο του κ. Παπαϊωάννου τα τελευταία χρόνια – αμφότερα συνεργασίες με τον συνάδελφό του, καθηγητή στο Brown, Στέλιο Μιχαλόπουλο. Το πρώτο αφορά την επίδραση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην οικονομική εξέλιξη της Αφρικής.
«Επηρεασμένοι από την έρευνα του Ατζέμογλου, του Ρόμπινσον και του Τζόνσον (σ.σ.: οι τρεις φετινοί νομπελίστες Οικονομίας), ξεκινήσαμε θέλοντας να μετρήσουμε τον ρόλο των εθνικών θεσμών στην ανάπτυξη», εξηγεί. Ενα βασικό συμπέρασμα που προέκυψε ήταν ότι σε περιπτώσεις όπου τα σύνορα που χάραξαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις χώριζαν εθνότητες σε διαφορετικά κράτη, οι εθνικοί θεσμοί δεν είχαν ιδιαίτερη επίδραση στην ανάπτυξη· οι εθνοτικοί θεσμοί ήταν αυτοί που είχαν επεξηγηματική αξία. «Η προσέγγιση των παλαιών Οικονομικών σε μέρη όπως η Αφρική έπασχε, ήταν απολύτως δυτικοκεντρική», λέει.
Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι Αφρικανοί και –ειδικά– Λατινοαμερικανοί ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι, αλλά αυτό είναι μόνο εν μέρει λύση: «Η παγκόσμια ελίτ έχει γίνει πολύ πιο αντιπροσωπευτική σε επίπεδο εθνικής προέλευσης, αλλά το πρόβλημα της ομογενοποιημένης κοσμοθεωρίας παραμένει».
Το άλλο συναρπαστικό εγχείρημα είναι το «Anatolia Imprints», μια προσπάθεια χαρτογράφησης της μετέπειτα πορείας των προσφύγων που έφθασαν στην Ελλάδα μεταξύ του 1912-22. «Υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα […] για το τι θα δείξει για το λεγόμενο uprootedness hypothesis: την υπόθεση ότι οι πρόσφυγες, ως άνθρωποι που χάνουν το κεφάλαιό τους, δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στο να μάθουν γράμματα – το οποίο είναι κάτι που κανείς δεν θα μπορεί να τους αφαιρέσει», λέει. «Στην ελληνική περίπτωση βλέπουμε ότι οι πρόσφυγες, καταφθάνοντας, είχαν υψηλότερο δείκτη αναλφαβητισμού από τον γηγενή πληθυσμό. Αμέσως όμως συγκλίνουν με τους γηγενείς, και η επόμενη γενιά, όσοι γεννήθηκαν το ’30 και το ’40, τους έχει ήδη ξεπεράσει σε μορφωτικό επίπεδο».
Μελετώντας τις επιχειρήσεις
Ο κ. Παπαϊωάννου βρισκόταν στην Αθήνα για το Athens Global Experience, ένα πρόγραμμα για μεταπτυχιακούς φοιτητές Διοίκησης Επιχειρήσεων του LBS. «Είναι ένα πολύ καινοτόμο πρόγραμμα, το οποίο ξεκινήσαμε πριν από 11 χρόνια, όπου οι φοιτητές υποχρεωτικά για μία εβδομάδα επισκέπτονται μία από 15-20 πόλεις, έρχονται σε επαφή με την επιχειρηματική κοινότητα και μαθαίνουν τις ιδιαιτερότητες του τοπικού επιχειρείν». Η αρχική λογική του αθηναϊκού προγράμματος ήταν «να καταγράψουμε τον μετασχηματισμό των ελληνικών επιχειρήσεων μέσα στην κρίση, πώς επιβίωσαν στρεφόμενες από την εσωτερική αγορά στην εξωστρέφεια […] Δεν ξέρω αν έχουμε φθάσει στην κρίσιμη μάζα, αλλά βλέπουμε ολοένα και περισσότερες πολύ θετικές ιστορίες».
Πέραν της Αθήνας μιλάει εκτενώς για τις επισκέψεις στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου οι φοιτητές του έρχονται σε επαφή με μικροεπιχειρήσεις στην παραγκούπολη «Αλεξάνδρα». «Περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν σήμερα σε παραγκουπόλεις ή φαβέλες και η αγοραστική τους δύναμη αυξάνεται», λέει. «Ενα καλό Business School δεν πρέπει να προετοιμάζει τους φοιτητές του μόνο για να γίνουν στελέχη στη McKinsey ή στην Goldman».
Η συνάντηση
Βρεθήκαμε στον «Μαύρο Γάτο» στο Παγκράτι, μια πολύ τίμια κρεατοταβέρνα με εξαιρετική κάβα. Οταν ο ιδιοκτήτης, ο Γιάννης, μας έφερε ένα από τα αγαπημένα του ξινόμαυρα (Κτήμα Διαμαντάκου) για να δοκιμάσουμε, ο παγκοσμιοποιημένος Παπαϊωάννου συνειδητοποίησε ότι είναι συντοπίτες (κατάγονται και οι δύο από γειτονικά χωριά στην Πελοπόννησο). Προέκυψε μάλιστα –όπως συχνά συμβαίνει στο μεγάλο χωριό που λέγεται Ελλάδα– η αγαπημένη ταβέρνα του καθηγητή του LBS στην περιοχή να ανήκει στον αδελφό αυτής του «Μαύρου Γάτου».
Φάγαμε μία σαλάτα, μία μοσχαρίσια και ένα φιλέτο (και κερασμένο ένα συκώτι σε μπόλια). Μαζί με το κρασί ο λογαριασμός ανήλθε στα 71 ευρώ.


