Ράνια Οικονομίδου: 55 χρόνια στη σκηνή και στα παρασκήνια

Ράνια Οικονομίδου: 55 χρόνια στη σκηνή και στα παρασκήνια

Η σφαίρα που άλλαξε τη μοίρα της οικογένειας στα Δεκεμβριανά, το νεύμα του Χατζιδάκι, η παρότρυνση του Χορν και τα θεατρικά «διαζύγια»

6' 56" χρόνος ανάγνωσης

«Ο πατέρας μου σκοτώθηκε από μια σφαίρα στα Δεκεμβριανά, ενώ πήγαινε το φαγητό μας στον φούρνο. Ηταν 33 ετών τότε, η μαμά 27 και εγώ ενός έτους. Δεν τον θυμάμαι, όμως έχω τις φοιτητικές του ταυτότητες, σπούδαζε βιολί στο Ωδείο και ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η απώλειά του με βάραινε ακόμη περισσότερο γιατί ο δεύτερος γάμος της μητέρας, επτά χρόνια αργότερα, δεν ήταν επιτυχημένος. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν φτιαγμένος για οικογένεια. Με τον αδελφό μου –είναι δέκα χρόνια μικρότερος– ζήσαμε πάρα πολύ άσχημα», λέει η Ράνια Οικονομίδου για τις ανοιχτές πληγές των τρυφερών παιδικών χρόνων.

«Η μαμά ήταν αυστηρή, εσωστρεφής. Γεννήθηκε στην Οδησσό, η γενιά της ήταν από το Καστέλλι Πεδιάδος της Κρήτης, έμποροι που το 1800 μετανάστευσαν στη Ρωσία. Εχασε τη μητέρα της, δηλαδή τη γιαγιά μου, όταν ήταν ενός έτους. Ηταν πάντα θλιμμένη».

Στην προεφηβική ηλικία έγινε και η Ράνια εσωστρεφής. «Συμβαίνει συχνά, πόσο μάλλον όταν ο έφηβος ζει σε οικογενειακούς καβγάδες. Ημουν διαρκώς με ένα βιβλίο στο χέρι. Πιστεύω ότι είχα ένα βαθμό αυτισμού, δεν με πιστεύουν όταν το λέω. Φοβόμουν να εκφραστώ, είχα κατεβάσει παραπετάσματα με τον έξω κόσμο. Το θέατρο, όταν μπήκε στη ζωή μου, ήταν η σωτηρία μου».

Είχε πάντα έναν γάτο και έναν σκύλο. «Τώρα έχω τον Σνιφ μου, έναν γάτο χαρά Θεού, με υγεία και περιέργεια, αλλά για διαμέρισμα δεν κάνει. Παλιά “πετούσε” πάνω από τα τραπέζια και όποιον πάρει ο χάρος, εννοώ τα πράγματά μου, που είναι πολλά, δεν πετάω εύκολα, είναι οι αναμνήσεις μου», περιγράφει με χιούμορ την καθημερινότητά της στα Βριλήσσια.

Η Ράνια Οικονομίδου μπορεί να σου μιλάει ώρες για τα ζώα, την καταστροφή του πλανήτη, την αγένεια της καθημερινότητας, αλλά αν τη ρωτήσεις να σου μιλήσει για τον ρόλο της κάθε φορά που παίζει, γίνεται φειδωλή: «Οταν παίζω έναν ρόλο δεν μπορώ να του κάνω ψυχανάλυση», εξηγεί.

Ετσι και τώρα, που πρωταγωνιστεί στις «Λύκαινες» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη στο θέατρο «Εμπορικόν», λέει μόνο ότι υποδύεται μια ταλαντούχα χορογράφο, διάσημη στην εποχή της. Μια ιστορία με χιούμορ και σασπένς, για πέντε γυναίκες που με αφορμή την αγοραπωλησία ενός διαμερίσματος διεκδικούν τη ζωή και τις επιθυμίες τους.

Πενήντα πέντε αδιάλειπτα χρόνια στη σκηνή, στα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά πλατό, στο ραδιόφωνο (Λιλιπούπολη), δεν κυνήγησε ρόλους. Λαχταρούσε να παίξει περισσότερα έργα του Τσέχωφ –έπαιξε μόνο μία φορά–, επίσης του Ουίλιαμς (ο «Γυάλινος κόσμος» σε σκηνοθεσία του Δ. Μαυρίκιου έμεινε αλησμόνητη παράσταση), του Ιψεν. Εμειναν, όπως λέει, «επιθυμίες ανεκπλήρωτες». «Πάντα οι σκηνοθέτες διάλεγαν για εμένα. Επαιξα υπέροχα έργα, τους ευγνωμονώ, αλλά δεν ήταν ποτέ επιθυμία μου».

Κωμωδία και μπουλβάρ

Βαθιά μέσα της αγαπά την κωμωδία, η οποία της ταιριάζει, το έδειξε και πέρυσι στην «Προξενήτρα». «Σε αυτούς τους ρόλους μού αρέσει η ελαφράδα και το χιούμορ. Αντίθετα με πολλούς ηθοποιούς που αρέσκονται να παίζουν δράματα, να κλαίνε, να είναι η ψυχή τους στριμωγμένη, εγώ αντιπαθώ τους δραματικούς ρόλους. Οταν μου προτείνουν συνεργασίες, το μόνο που διευκρινίζω είναι ότι δεν θέλω ρόλους χαροκαμένης μάνας. Μου αρέσει το μπουλβάρ, το έχουν καταστρέψει στη χώρα μας, αντίθετα στην Αγγλία έργα των Αλαν Εϊκμπορν, Νιλ Σάιμον παίζονται στα εθνικά τους θέατρα. Απαιτούν ηθοποιούς με λάμψη και πολλά προσόντα. Μου αρέσει επίσης να δοκιμάζω νέα πράγματα, όπως όταν έπαιξα στον “Χρύσιππο” του Δ. Δημητριάδη που σκηνοθέτησε ο Θάνος Σαμαράς».

Η 80χρονη καταξιωμένη πρωταγωνίστρια, με την έμφυτη ευγένεια, το υποδόριο χιούμορ, τα μεγάλα εκφραστικά μάτια με το νεανικό βλέμμα, λέει πως μικρή αγαπούσε την αρχιτεκτονική. Ετοιμαζόταν να δώσει εξετάσεις ενώ η αδελφική της φίλη πήγαινε για ηθοποιός. Τη σύστησε μάλιστα στην ερασιτεχνική ομάδα στην οποία συμμετείχε, μήπως τους φτιάξει τα σκηνικά. Ονειρο εκείνης της παρέας ήταν να δει τη δουλειά τους ο Μάνος Χατζιδάκις. Αλλά την παραμονή της συνάντησης, η φίλη της τσακώθηκε με τον σκηνοθέτη και αποχώρησε. Ετσι, η Ράνια έπαιξε στη θέση της, μια και ήξερε τα λόγια.

Ο Χατζιδάκις είδε την ερασιτεχνική παράσταση και τους συμβούλεψε να πάνε σε μια σχολή. «Κυρίως η κοπέλα», είπε δείχνοντας τη 18χρονη Ράνια και πρόσθεσε: «Πιστεύω ότι δεν θα έχανε τον χρόνο της αν ακολουθούσε τον δρόμο αυτό». «Ηρθε, λοιπόν, σαν από Θεού η ενασχόλησή μου με το θέατρο. Δεν μόχθησα, δεν είχα φιλοδοξίες να γίνω η καλύτερη ηθοποιός του κόσμου, απλώς με γοήτευσε».

Τα αρχηγιλίκια

Μόχθησε πολύ, λένε όσοι έζησαν εκείνα τα χρόνια. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος δύο ομάδων που άλλαξαν το θέατρο στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Οι πρώτες συζητήσεις για την εταιρεία θεάτρου «Η Σκηνή» ξεκίνησαν το 1979 στο σπίτι της με τους Λευτέρη Βογιατζή, Τάσο Μπαντή, Βασίλη Παπαβασιλείου, Αννα Κοκκίνου, Σμαράγδα Σμυρναίου. «Δύο χρόνια συζητούσαμε. Θέλαμε απλώς να κάνουμε μια ωραία παράσταση, να μπούμε στο πνεύμα του συγγραφέα και όχι ο σκηνοθέτης να κάνει το δικό του, όπως συμβαίνει σήμερα». Βρήκαν χώρο στην Κυψέλη, ο Δημήτρης Χορν τους βοήθησε με ένα και πλέον εκατομμύριο δραχμές και ξεκίνησαν με τη «Σπασμένη στάμνα».

Αλλά τα όνειρα της παρέας «ράγισαν». «Οταν ο Λευτέρης (Βογιατζής) ξαφνικά ήθελε να άρχει αυτού του πράγματος, ενώ είχαμε συμφωνήσει ότι θα σκηνοθετούν τρεις: ο ίδιος, ο Βασίλης και ο Τάσος. Αποχώρησε ο Βασίλης που επρόκειτο να σκηνοθετήσει και όταν ήρθε η σειρά του Τάσου είχαμε τα ίδια. Αυτό δεν συγχώρησα, τους ύπουλους τρόπους. Οταν ο Μπαντής ήθελε να κάνει τον “Σωσμένο”, ο Λευτέρης όχι φανερά, αλλά όταν πηγαίναμε για φαγητό, έλεγε “πειράματα θα κάνουμε τώρα; Πάμε τόσο καλά”. Του έλεγα “Λευτέρη μου, και με εσένα πειράματα κάναμε, γιατί δεν είχες σκηνοθετήσει ποτέ”. Εγιναν πολλά δράματα και ο Τάσος έφυγε πικραμένος από τη “Σκηνή” με ένα υπέροχο γράμμα που το έχω φυλάξει. Ηθελε να πάει στο Αγιον Ορος να μονάσει ή να επιστρέψει στην παλιά του δουλειά στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ».

Σήμερα δεν υπάρχουν συνθήκες για αφοσίωση και εμβάθυνση. Στο ελεύθερο θέατρο ελάχιστοι παραγωγοί πληρώνουν πρόβες. Δεν είναι ντροπή αυτό; Οπως ότι πληρώνουν με ποσοστά.

Η ίδια έτρεξε και βρήκε το «Εμπρός». Ρώτησε την αδελφή μιας καλής της φίλης που εργαζόταν στην Κτηματική Εταιρεία Δημοσίου και εκείνη την ενημέρωσε για το κτίριο στου Ψυρρή. «Οταν το είπα στον Τάσο, ξέχασε αμέσως το Αγιον Ορος. Μίλησα και στον Δημήτρη Καταλειφό που τότε ήταν στρατιώτης στα Γιάννενα. Αποκτήσαμε το “Εμπρός” έπειτα από σχετικό πλειστηριασμό, αλλά η ιστορία επαναλήφθηκε. Το 1999, που έπρεπε να ανανεωθεί το καταστατικό μας, ο Μπαντής ζήτησε να γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής. Το καταστατικό μας δεν επέτρεπε τέτοια αρχηγιλίκια. Ο Μπαντής επέμενε, έλεγε ότι ήθελε να κάνει το όραμά του. “Τι θα απογίνουμε οι υπόλοιποι;” ρώτησα. Μου είπε: “Θα είστε συμβουλευτικά μέλη!”. Ηταν τρομερή περίοδος, με συνελεύσεις, χάος και ένα ακόμη “διαζύγιο” το 2000. Καήκαμε δυο φορές».

Η Ράνια Οικονομίδου έζησε την απόλυτη αφοσίωση στο θέατρο, με ασκητική ζωή. «Εφευγα στις 10 το πρωί και επέστρεφα σπίτι στις 3 μετά τα μεσάνυχτα μόνο για ύπνο, γιατί είχαμε και τα ψυχοδράματα». Σήμερα; «Δεν υπάρχουν συνθήκες για αφοσίωση και εμβάθυνση. Στο ελεύθερο θέατρο ελάχιστοι παραγωγοί πληρώνουν πρόβες. Δεν είναι ντροπή αυτό; Οπως ότι πληρώνουν με ποσοστά».

Η περικύκλωση του τραύματος

Οικογένεια δεν ονειρεύτηκε; «Θα μου άρεσε, αλλά με ιδανικούς όρους». Προφανώς δεν το ήθελε. «Ισως γιατί πέρασα όλη τη ζωή μου μέσα σε διενέξεις. Θα ήθελα έναν σύντροφο που θα καταλαβαινόμαστε». Της αρέσει η μοναξιά. Θα άλλαζε κάτι; «Θα ήθελα να έχω αυτοεκτίμηση. Πρόβλημα έχω και με την αυτοεξάρτηση, θέματα που κουβαλάω σε κάθε μου βήμα. Οταν βλέπεις ότι κάτι δεν σου πάει, πρέπει να είσαι ενήλικας, γράφει ο Χόρχε Μπουκάι. Μου αρέσουν τα βιβλία του. Αυτό το παιδάκι που υπάρχει μέσα μου, που παραπονιέται και θέλει τρυφερότητα, δεν μπορεί να την αναζητάει δεξιά και αριστερά. Καθένας έχει τα προβλήματά του, “δεν μπορείς να επαφίεσαι στην καλοσύνη των άλλων”, λέει η Μπλανς Ντιμπουά. Το τραύμα μου δεν κλείνει, αλλά τώρα το ξέρω και το περικυκλώνω. Βοήθησε πολύ η εκτίμηση που παίρνω από τον κόσμο».

Η συνάντηση

Συναντηθήκαμε στη La Pasteria στο Χαλάνδρι. Μοιραστήκαμε μπρουσκέτες με προσούτο, εκείνη μπολονέζ για κύριο πιάτο, εγώ λιγκουίνι με σολομό και στο τέλος εσπρέσο και από ένα κομμάτι τιραμισού. Ο λογαριασμός ήταν 60 ευρώ. Την ανησυχεί «ότι οι άνθρωποι δεν έχουν ηθικό φραγμό, ότι πρυτανεύει το χρήμα, τρομάζω με τον κόσμο που φτιάξαμε. Αλλά συγκινούμαι με τους μορφωμένους νέους που αφήνουν τα αστικά κέντρα και πηγαίνουν στην επαρχία, με γνώσεις, ιδέες, όρεξη να αλλάξουν τον κόσμο προς το καλύτερο. Δεν θα τον προλάβω, αλλά μοιραία κάτι θα βλαστήσει»… «Ογδόντα πια, η ζωή μου ήταν μόνο το θέατρο. Αισθάνομαι ότι δεν έζησα παιδικά και νεανικά χρόνια. Μου λείπει ότι δεν ξέρω ποδήλατο. Τέλος πάντων, δεν μου αρέσει το μελόδραμα, δεν είμαι αγνώμων με τα υπόλοιπα. Εκανα ταξίδια».

Ράνια Οικονομίδου: 55 χρόνια στη σκηνή και στα παρασκήνια-1
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT