Νίκος Τσούχλος: Εμείς οι μουσικοί να μην «κλειστούμε» στο φράκο μας

Νίκος Τσούχλος: Εμείς οι μουσικοί να μην «κλειστούμε» στο φράκο μας

Το Ωδείο αξιοποίησε το εμβληματικό του κτίριο για να ανοιχτεί στον «κόσμο εκεί έξω» – Η ανάγκη να σπάσει το «εκκλησιαστικό τελετουργικό» της κλασικής μουσικής

7' 1" χρόνος ανάγνωσης

Από την εμπροσθοφυλακή της καλλιτεχνικής «μηχανής» της Αθήνας, ο Νίκος Τσούχλος είναι μία από τις πλέον διακριτικές αλλά και τις πιο «αποτελεσματικές» φωνές του χώρου. Ιδιαίτερα επιτυχημένος σε κάθε πόστο που υπηρέτησε αλλά χαμηλών τόνων, οραματιστής αλλά και άνθρωπος της πράξης, μουσικός αλλά και μάνατζερ και δάσκαλος, ο πρώην διευθυντής καλλιτεχνικού προγραμματισμού του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου και νυν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ωδείου Αθηνών έχει προσελκύσει εκ νέου τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του καθώς του πιστώνεται η αναγέννηση ενός από τους μακροβιότερους καλλιτεχνικούς οργανισμούς της χώρας.

– Κύριε Τσούχλο, ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του Ωδείου Αθηνών;

– Συνέβαινε κάτι παράδοξο με το Ωδείο Αθηνών. Η φιλοδοξία που εξέπεμπε το εμβληματικό κτίριο του Ιωάννη Δεσποτόπουλου ήταν μεγαλύτερη της δυνατότητας του οργανισμού. Το «δώρο» που έγινε από το Δημόσιο με τη μετεγκατάσταση στο νέο κτίριο τη δεκαετία του ’70 αποδείχθηκε δίκοπο μαχαίρι. Γιατί από τη μία ήταν ένα κτίριο υψηλής αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής στόχευσης και από την άλλη ήταν σαφές ότι μόνο με τα έσοδα από τα μαθήματα πιάνου, κλαρινέτου ή χορού δεν ήταν ποτέ δυνατό να συντηρηθεί μια τόσο φιλόδοξη υποδομή εμβαδού 14.000 τ.μ. Το αποτέλεσμα ήταν να συσσωρευθούν χρέη και δικαστικές εκκρεμότητες που δημιουργούσαν μια αίσθηση εγκλωβισμού και αδιεξόδου.

– Και πώς από το «τέλειο αδιέξοδο» βρεθήκατε στο σχέδιο αποπεράτωσης του κτιρίου και στη δημιουργία νέων υποδομών που έβγαλαν το Ωδείο από ένα καθεστώς ιδιότυπης απομόνωσης και το επανασύστησαν στην καλλιτεχνική Αθήνα;

– Το Ωδείο θα ήταν απολύτως βιώσιμο αν στεγαζόταν σε ένα συμβατικό κτίριο δύο ή τριών ορόφων οπουδήποτε στην Αθήνα. Αλλά λίγο-πολύ ως «πάμπτωχοι-πάμπλουτοι» συνειδητοποιήσαμε ότι το βασικό προσόν που είχε αυτός ο οργανισμός ήταν το κτίριό του, ευχή και κατάρα μαζί. Επομένως, για να βγούμε από το αδιέξοδο έπρεπε να κάνουμε κάτι με αυτόν τον κρυμμένο άσο στο μανίκι μας που απειλούσε να μας ρίξει στα τάρταρα αλλά και να μας τραβήξει από το αδιέξοδο. Την ίδια στιγμή βλέπαμε και την ηθική υποχρέωση που είχαμε απέναντι στην κοινωνία: να έχουμε στα χέρια μας ένα τέτοιο κτιριακό διαμάντι το οποίο οφείλαμε να αξιοποιήσουμε για να του αποδώσουμε επιτέλους τη λειτουργία για την οποία κατασκευάστηκε.

– Μας λέτε ότι επιλέξατε μια σχεδόν ποδοσφαιρική τακτική, την περίφημη «επίθεση που είναι η καλύτερη άμυνα».

– Σε αυτό μας βοήθησε και ο αείμνηστος Δεσποτόπουλος. Γιατί μιλάμε για ένα κτίριο που σε εξωθεί να αντιληφθείς –ακόμα κι αν δεν το θέλεις– ότι η εκπαίδευση νέων καλλιτεχνών δεν μπορεί να γίνεται διαρκώς μέσα σε μια περίκλειστη φούσκα· είναι κάτι που θα πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τον πραγματικό κόσμο εκεί έξω. Αυτό είδε το διοικητικό συμβούλιο το 2013 και ξεκινήσαμε ακριβώς από εκεί. Γνωρίζαμε ότι η Αθήνα δεν είχε ανάγκη ένα ακόμα «Μέγαρο Μουσικής». Αντίθετα, επιμένοντας στον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, φανταστήκαμε και σχεδιάσαμε το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει το Ωδείο Αθηνών με αυτόνομο και απολύτως βιώσιμο τρόπο ως πολυλειτουργικός χώρος εκπαίδευσης, παραγωγής και φιλοξενίας εκδηλώσεων.

Yπάρχει μια γενιά μουσικών έως 30 ετών που είναι απίστευτα ταλαντούχοι κι έχουν έναν τρόπο να εμφανίζονται στον κόσμο που είναι εντελώς ανθρώπινος, καθόλου αφ’ υψηλού, και αυτοί είναι η ελπίδα μου.

– Υφίσταται, ωστόσο, τακτική κρατική χρηματοδότηση, σωστά;

– Οντως, προβλέπεται μια τακτική κρατική χρηματοδότηση της τάξεως των 600.000 ευρώ ετησίως, που σημαίνει ότι μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας χωρίς να χρεώνουμε υψηλά δίδακτρα· στην πραγματικότητα καλύπτει σχεδόν το ήμισυ των λειτουργικών δαπανών των σχολών μας. Με την αποπεράτωση των υποδομών (σ.σ. το κτίριο εγκαινιάστηκε το 1976 ημιτελές) και τη λειτουργία του Κέντρου Τεχνών στο τέλος του 2022 αυξήθηκαν κατά πολύ οι λειτουργικές δαπάνες αλλά ταυτόχρονα αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο τα έσοδα από την παραχώρησή του σε ιδιωτικούς φορείς για εκδηλώσεις, συνέδρια, συναυλίες, φεστιβάλ κ.λπ. Ετσι επιτύχαμε, εκτός από τον οικονομικό εξορθολογισμό, και μια παράλληλη υπεραξία για τους σπουδαστές μας: δώσαμε το έναυσμα για να σπάσει αυτό το προστατευτικό κουκούλι μέσα στο οποίο διαμείβονται συνήθως οι καλλιτεχνικές σπουδές. Φέρνοντας κοντά τους σπουδαστές της μουσικής, του θεάτρου και του χορού με όλο αυτό το δημιουργικό αλισβερίσι που λαμβάνει πλέον χώρα στις νέες υποδομές του Κέντρου Τεχνών.

Μέγαρο, το μεγάλο σχολείο

Το 1991, έτος εγκαινίων του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ο Χρήστος Λαμπράκης χρίζει τον 30χρονο, τότε, αρχιμουσικό Νίκο Τσούχλο διευθυντή καλλιτεχνικού προγραμματισμού του νέου πολιτιστικού σημείου αναφοράς της ελληνικής πρωτεύουσας. Ηταν μια επιλογή που ξάφνιασε πολλούς, κυρίως όσους ομότεχνους του κ. Τσούχλου, αλλά μεγαλύτερους σε ηλικία, ανέμεναν κάτι πιο συμβατό με τη μουσικολογική επετηρίδα της εποχής από τον φιλόμουσο εκδότη και πρόεδρο του Οργανισμού «Φίλοι της Μουσικής». Αλλά στα 30 του ο νεαρός Τσούχλος είχε προλάβει να διαγράψει μια ιδιαίτερα δημιουργική τροχιά, έχοντας ήδη κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μάνου Χατζιδάκι ως βοηθός του στην Ορχήστρα των Χρωμάτων αλλά και του Θάνου Μικρούτσικου, που ήταν ο άνθρωπος ο οποίος τον σύστησε στον Λαμπράκη. Ταυτόχρονα, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη μουσική δημιουργία, που σήμερα τεκμηριώνεται μέσα από πολυάριθμες πρώτες εκτελέσεις έργων σημαντικών Ελλήνων συνθετών, ήταν ένα στοιχείο που είχε καταστήσει τον Τσούχλο μια πολλά υποσχόμενη μονάδα στη νέα γενιά μουσικών και μουσικολόγων. Αλήθεια, πώς βλέπει σήμερα ο ίδιος αυτήν την εποχή;

«Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ήταν χωρίς αμφιβολία για εμένα ένα τεράστιο σχολείο· τόσο ως προς το πώς στήνεις μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για έναν φιλόδοξο αλλά νέο φορέα, μια στρατηγική που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας – η εξωστρέφεια του Μεγάρου, η εκπαιδευτική του διάσταση, το Μέγαρο ως παράθυρο επικοινωνίας των ελληνικών καλλιτεχνικών δυνάμεων με τις διεθνείς. Προσωπικά μου έδωσε εφόδια για τα διοικητικά του πολιτισμού που δεν θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ. Αλλά την ίδια στιγμή ήταν κι ένα σχολείο επαγγελματισμού. Ο Χρήστος Λαμπράκης όπως όλοι γνωρίζουμε ήταν μια εξαιρετικά ισχυρή προσωπικότητα και προσωπικά του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη. Ηταν εκείνος που επέβαλε έναν πολύ αυστηρό επαγγελματισμό στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν τα πράγματα».

– Κατά καιρούς εκφράζονται δυσοίωνες προβλέψεις για την απήχηση της κλασικής μουσικής στις νέες γενιές που γεννήθηκαν με ένα κινητό στο χέρι.

– Αν εμείς οι μουσικοί, με το φράκο μας και τις σιωπηλές, σαν εκκλησίες, πανάκριβες αίθουσες συναυλιών συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε το κοινό αφ’ υψηλού, ως εκπρόσωποι της υψηλής τέχνης που απευθύνονται σε κάποια κατώτερα όντα, κινδυνεύουμε να πάθουμε ό,τι έπαθαν οι Δημοκρατικοί από τον Τραμπ. Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχει μια γενιά μουσικών έως 30 ετών που είναι απίστευτα καταρτισμένοι, είναι απίστευτα ταλαντούχοι κι έχουν έναν τρόπο να εμφανίζονται στον κόσμο που είναι εντελώς ανθρώπινος και καθόλου αφ’ υψηλού, και αυτοί είναι η ελπίδα μου. Αν όμως οι μουσικοί, που έχουμε αυτή την τάση, παραμείνουμε με το φράκο, κλεισμένοι σε πανάκριβες αίθουσες συναυλιών με το τόσο σφιχτό τελετουργικό της συναυλίας κλασικής μουσικής, όπου οι θεατές απαγορεύεται να βήξουν, να φταρνιστούν, να χειροκροτήσουν ανάμεσα στα μέρη, ένα εντελώς εκκλησιαστικό τελετουργικό δηλαδή, τότε μιλάμε για ένα περίκλειστο περιβάλλον που οφείλουμε να ξαναδούμε. Δεν λέω να πετάξουμε το φράκο και να βάλουμε τζιν, δεν είναι εκεί το θέμα. Αλλά πρέπει να ξαναδούμε τι κάνουμε, πού βρίσκεται η χαρά όλης αυτής της ιστορίας.

Κλασική μουσική στην εποχή του TikTok

Μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες του Νίκου Τσούχλου είναι ο βαθμός προσαρμοστικότητας που θα δείξει ο κόσμος της συμφωνικής μουσικής στις νέες συνθήκες. «Η κλασική μουσική έχει ένα μειονέκτημα σε σχέση με τα άλλα είδη: το μειονέκτημα της διάρκειας. Απαιτείται συγκέντρωση ενώ κινούμαστε προς μια κατεύθυνση πολυδιάσπασης της προσοχής. Αλλά υπάρχουν τρόποι που μπορεί κάποιος να δουλέψει για να αντιμετωπιστεί αυτή η νέα πραγματικότητα. Μιλάμε για μια κατεξοχήν ζωντανή συνθήκη. Η ζωντανή συνεργασία τεσσάρων μουσικών ή των μουσικών μιας ορχήστρας επί σκηνής είναι κάτι αναντικατάστατο και υπερβαίνει τις αρτιότερες προδιαγραφές μιας ψηφιακής αναπαραγωγής. Και αυτό προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανό εδώ μέσα. Υπάρχει μια ισχυρή επιθυμία ή περιέργεια για βιώματα σε ζωντανό περιβάλλον και το βλέπω και στους περισσότερους γονείς που φέρνουν τα παιδιά τους στο Ωδείο. Γιατί το κάνουν ακριβώς για την εμπειρία της ζύμωσης, της συνάντησης κι ας μην οδηγήσει αυτό σε κάποιο πτυχίο ή ακόμα περισσότερο σε μια καριέρα μουσικού».

Η συνάντηση

Στα «καλά» της «αναγέννησης» του Ωδείου Αθηνών και η λειτουργία του δικού του καφέ – εστιατορίου με την επωνυμία Peristylion Café. Αυτονόητη, λοιπόν, η επιλογή για τη φιλοξενία της συνάντησής μας, με πρώτο πιάτο burrata με κόκκινα και κίτρινα ντοματίνια και κυρίως πιάτο μοσχαρίσιο φιλέτο με βουτυράτο πουρέ πατάτας και ψητά λαχανικά. Στο τέλος, μοιραστήκαμε μια υπέροχη απαλή κρέμα φιστίκι με βατόμουρα σε τραγανή βάση μπισκότου. Δεν μάθαμε ποτέ το κόστος του θαυμάσιου γεύματος για τον πολύ απλό λόγο ότι ο φιλοξενούμενός μας επέμενε να μας κάνει το τραπέζι με τη δικαιολογία ότι γευματίσαμε στην «έδρα» του. Δεν του χαλάσαμε το χατίρι.

Νίκος Τσούχλος: Εμείς οι μουσικοί να μην «κλειστούμε» στο φράκο μας-1
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT