Στον τελευταίο κύκλο της διά βίου μάθησης, ο ελληνικός πληθυσμός αποκτά εξειδίκευση σχετικά με τα λεπτότερα ζητήματα της παστερίωσης του γάλακτος και τον ακριβή ορισμό της έννοιας του «φρέσκου γάλακτος», τη σημασία του καθορισμού της τιμής του ψωμιού σύμφωνα με το βάρος ή ανά τεμάχιο και φυσικά για το θέμα που δημιουργεί τις πιο παθιασμένες αντιδράσεις, δηλαδή την κρίση στη δημόσια υγεία, που λέγεται ότι θα προκληθεί από την πρόταση της κυβέρνησης να επιτρέπεται η διάθεση μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων και σε άλλα καταστήματα εκτός των φαρμακείων.
Οι αντίπαλες απόψεις είναι ξεκάθαρες. Από τη μία πλευρά, όπως εκφράζεται από το υπουργείο Ανάπτυξης, το επιχείρημα είναι ότι η ευρύτερη διάθεση φαρμάκων θα δημιουργήσει μεγαλύτερο ανταγωνισμό, ο οποίος με τη σειρά του θα οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές. Σε συνδυασμό με τα θεμελιώδη θεωρητικά και ισχυρά ποσοτικά επιχειρήματα για τον ρόλο του ανταγωνισμού στην τιμολόγηση των αγαθών και των υπηρεσιών, οι υποστηρικτές του προτεινόμενου μέτρου συχνά αναφέρουν ως προηγούμενο την πρόσφατη μείωση των τιμών, που συνόδευσε μία παρόμοια μετάβαση της βρεφικής τροφής από την αποκλειστικότητα του φαρμακείου ως το μοναδικό σημείο λιανικής πώλησης. Το αντεπιχείρημα, όπως εκφράζεται από τους φαρμακοποιούς και τους υποστηρικτές τους, δεν αφορά την προφανή και αναμενόμενη οικονομική ζημιά, που θα υποστεί το επάγγελμά τους από την προτεινόμενη αλλαγή. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η διαθεσιμότητα των φαρμάκων χωρίς συνταγογράφηση σε άλλα καταστήματα λιανικής εκτός των φαρμακείων θα αποτελέσει την αιτία της αύξησης της νοσηρότητας και της θνησιμότητας του πληθυσμού, που δεν είναι τίποτα λιγότερο από μία κρίση δημόσιας υγείας.
Υπό μία συγκεκριμένη έννοια οι τακτικές αυτές είναι κατανοητές. Υστερα από αρκετά χρόνια μιζέριας και περικοπών, ελάχιστοι θα ευαισθητοποιηθούν για τις οικονομικές απώλειες οιασδήποτε επαγγελματικής ομάδας εκτός της δικής τους. Λιγότερο κατανοητό είναι, ωστόσο, το γιατί τόσες παράλογες δηλώσεις παραμένουν αδιαμφισβήτητες, όταν είτε οι βασικές γνώσεις των πρακτικών της φαρμακευτικής βιομηχανίας και το κανονιστικό πλαίσιο είτε ακόμη και η κοινή λογική θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι οι ανησυχίες για τη δημόσια ασφάλεια είναι ιδιαίτερα υπερβολικές.
Στην Ελλάδα, όπως σε κάθε άλλη χώρα που διαθέτει ένα σωστά ανεπτυγμένο ρυθμιστικό σύστημα για τα φάρμακα, από τη στιγμή που ένα φαρμακευτικό προϊόν αποκτά την άδεια να διατίθεται στο εμπόριο χωρίς την προϋπόθεση συνταγής, σημαίνει ότι οι αρμόδιοι είναι πεπεισμένοι, με βάση εκτενείς δοκιμές, ότι το συγκεκριμένο προϊόν είναι ασφαλές εάν λαμβάνεται σύμφωνα με την προτεινόμενη δοσολογία. Σε όλα αυτά τα προϊόντα αναγράφονται με σαφήνεια η προτεινόμενη δοσολογία και οι οδηγίες χρήσης. Αυτές είναι πάντοτε απλές και, στην πραγματικότητα, η προτεινόμενη μέγιστη δόση είναι γενικά χαμηλότερη από την πραγματική ανεκτή από τον ανθρώπινο οργανισμό δόση, έτσι ώστε να υπάρχει ένα περιθώριο ασφαλείας για την αποτροπή της λήψης υπερβολικής δόσης από απροσεξία. Για παράδειγμα, ο καθένας που διαθέτει κοινή λογική μπορεί να καταλάβει απλές οδηγίες, όπως «λαμβάνετε δύο δισκία κάθε τέσσερις ώρες, να μην υπερβαίνετε τα οκτώ δισκία σε διάστημα 24 ωρών». Σε περίπτωση που κάποιος δεν είναι σίγουρος και θέλει να συμβουλευτεί ένα φαρμακοποιό μπορεί να επιλέξει να προμηθευθεί το προϊόν από ένα φαρμακείο και όχι από κάποιο άλλο μη επιβλεπόμενο κατάστημα. Από την άλλη πλευρά, εάν κάποιος επιθυμούσε να λάβει υπερβολική δόση καταναλώνοντας 24 δισκία ασπιρίνης μονομιάς, θα μπορούσε να αγοράσει ένα πακέτο εξίσου εύκολα στο φαρμακείο όσο και σε ένα σούπερ μάρκετ.
Δεν υπάρχει λογικό επιχείρημα, που να υποστηρίζει τη θεωρία ότι η διεύρυνση της διανομής των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων θα προκαλέσει κρίση δημόσιας υγείας. Τέτοιου είδους ευρεία πρόσβαση υπάρχει στη Βρετανία και τις ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες. Οι πρόσφατες απελευθερώσεις των αγορών στη Γερμανία (1999), την Πολωνία (2000), τη Δανία (2001), τη Νορβηγία (2003), την Πορτογαλία (2005), την Ιταλία (2006), την Ουγγαρία (2007) και τη Σουηδία (2009) δεν ακολουθήθηκαν από κρίσεις δημόσιας υγείας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η πρόκληση ήταν η αντιμετώπιση της αντίστασης των υπαρχόντων οικονομικών συμφερόντων που σχετίζονταν με τις προστατευόμενες επαγγελματικές τάξεις.
Θα ήταν τρομακτικό να φανταστεί κανείς ότι οι επικεφαλής του επαγγέλματος των φαρμακοποιών ή τα ανώτατα στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης που αντιτίθενται στο μέτρο πραγματικά πιστεύουν ότι η προτεινόμενη νομοθεσία μπορεί πιθανότατα να προκαλέσει μια κρίση υγείας. Προφανώς, δεν πρόκειται για ένα επικείμενο ζήτημα δημόσιας υγείας, αλλά μάλλον είναι ένα οικονομικό ζήτημα που αφορά μία συγκεκριμένη επαγγελματική τάξη και ένα πολιτικό ζήτημα που σχετίζεται με την καταμέτρηση των ψήφων μιας κυβέρνησης που βασίζεται σε μια ισχνή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, ωστόσο, χρειαζόμαστε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο μία θαρραλέα ηγεσία και η πιο σημαντική εκδήλωση θάρρους είναι η αντιμετώπιση των δύσκολων θεμάτων που έχουν ουσία και όχι o πολιτικός λογισμός. Καθώς διαπραγματευόμαστε το θέμα του θάρρους, της ουσίας και των φαρμάκων, εάν κάποιος επιθυμεί να επικεντρωθεί σε επιχειρήματα που εκφράζουν ανησυχία για τη διάθεση των φαρμακευτικών προϊόντων, θα πρότεινα μία υγιή συζήτηση για τα προτερήματα και τις επιπτώσεις στη δημόσια ασφάλεια της γνωστής σε όλη τη χώρα πρακτικής, σύμφωνα με την οποία οι φαρμακοποιοί διαθέτουν ελεύθερα συνταγογραφούμενα φαρμακευτικά προϊόντα χωρίς την προσκόμιση συνταγής και πιθανώς χωρίς ο ασθενής να έχει συμβουλευθεί κάποιο γιατρό πριν επισκεφθεί το φαρμακείο.
* Στέλιος Παπαδόπουλος, PhD, ιδρυτής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου διαφόρων βιοφαρμακευτικών εταιρειών στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

