Τώρα που ολοκληρώθηκε η υπερψήφιση του νέου νομοθετικού πλαισίου για την ανώτατη εκπαίδευση είναι καιρός να αναλογισθούμε με περισσότερη νηφαλιότητα ορισμένες βασικές πτυχές στο κρίσιμο αυτό θέμα, το οποίο απασχόλησε τον ελληνικό λαό για περίπου έναν χρόνο με πολλά διαστήματα εντάσεων και υφέσεων.
Υπήρξαν δύο μεγάλες τάσεις στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Η πρώτη, στηριζόμενη από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, είναι εκείνη που πιστεύει ότι επιβαλλόταν να αλλάξουν τα πράγματα στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση μετά από μακροχρόνια θεσμική απραξία: Ο βασικός νόμος 1268 ψηφίσθηκε το 1982 και η τελευταία μείζων προσπάθεια βελτίωσής του έγινε το 1992 (νόμος 2083), η οποία όμως εκφυλίσθηκε από την κυβερνητική αλλαγή του 1993, που κατήργησε αψυχολόγητα πολλά από τα θετικά στοιχεία του τελευταίου νόμου. Οι καιροί απαιτούν επιτακτικά μεταρρυθμίσεις, αφού τα πανεπιστήμια σήμερα θεωρούνται μοχλοί οικονομικής ανάπτυξης ως εκκολαπτήρια υψηλής ποιότητας επιστημονικού δυναμικού και ως πόλοι παραγωγής νέας γνώσης και καινοτομίας. Η δεύτερη τάση, σαφώς μειοψηφική, αλλά μαχητική και θορυβώδης, αρνείται οποιαδήποτε παρέμβαση στην ανώτατη εκπαίδευση χωρίς καμία πρόταση, επισείοντας αφελή ιδεολογήματα και αστήρικτη κινδυνολογία περί δήθεν ιδιωτικοποίησης του δημοσίου πανεπιστημίου και άλωσής του από τον ιδιωτικό τομέα… Στην πράξη, οι αρνητές του διαλόγου υποβαθμίζουν με τις μεθοδεύσεις τους το δημόσιο πανεπιστήμιο. Ο μακρύς διάλογος που αναπτύχθηκε ανέδειξε ορισμένους εποικοδομητικούς προβληματισμούς στους οποίους θα προσπαθήσω να απαντήσω παρακάτω.
Κάποιοι ισχυρίσθηκαν ότι οι αλλαγές έπρεπε να ξεκινήσουν από τον κορμό της εκπαίδευσης, δηλ. από την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια. Χωρίς κανείς να υποβαθμίζει τη σημασία των δύο πρώτων βαθμίδων, υπήρχαν βασικοί λόγοι που υπαγόρευσαν τις αλλαγές πρώτα στην ανώτατη εκπαίδευση. Πρώτον, οι αλλαγές αυτές έχουν περισσότερο άμεσα αποτελέσματα, αφού αφορούν τους αυριανούς νέους επιστήμονες και εν δυνάμει εκπαιδευτές στα σχολεία. Δεύτερον, η χώρα έπρεπε κάποια στιγμή να σεβασθεί τις συμφωνίες που υπέγραφε για την αναβάθμιση της ευρωπαϊκής ανώτατης εκπαίδευσης μαζί με 45 άλλα κράτη από το 1998 και εξής. Οι προηγούμενες ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας, αν και δεν δίσταζαν να υπογράφουν συμφωνίες, δεν εφάρμοζαν τίποτε από αυτά που υπέγραφαν, προφανώς για να αποφύγουν το πολιτικό κόστος. Ετσι, άφησαν την ανώτατη εκπαίδευση κυριολεκτικά στην τύχη της σε μια περίοδο που όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες έκαναν σημαντικές μεταρρυθμίσεις και άλματα προς τα εμπρός. Η παρούσα ηγεσία του ΥΠΕΠΘ τόλμησε να αναταράξει το τέλμα που δημιούργησε η μακρόχρονη απραξία, με αποτέλεσμα να αντιδράσουν όσοι εξυπηρετούνται από τον εφησυχασμό, τον συντεχνιασμό και την ήσσονα προσπάθεια.
Η ενδυνάμωση της αυτοδιοίκησης ήταν ένα από τα κυρίαρχα αιτήματα πρυτάνεων και πανεπιστημιακών. Με τον νέο νόμο γίνονται σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς να απεμπολείται η συνταγματική επιταγή για εποπτεία του κράτους. Ο τετραετής προγραμματισμός παρέχει στα Ιδρύματα δυνατότητες να διαχειρίζονται τις δαπάνες τους για λειτουργία, επενδύσεις και για την πρόσληψη κάθε μορφής προσωπικού σύμφωνα με τις προτεραιότητες που τα ίδια προσδιορίζουν με τον στρατηγικό τους σχεδιασμό. Επιπλέον, καταργείται ο έλεγχος σκοπιμότητας των δαπανών και μεταφέρεται στα ίδια τα ΑΕΙ η αρμοδιότητα τροποποίησης του προϋπολογισμού τους. Καθιερώνεται η υποχρέωση όλων των πανεπιστημίων να καταρτίσουν Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας τους ή να αναθεωρήσουν όσους ήδη υπάρχουν. Ας σημειωθεί ότι τα περισσότερα ελληνικά πανεπιστήμια δεν έχουν ακόμη καταρτίσει εσωτερικό κανονισμό και έχουν τα ίδια απαξιώσει αυτό το σημαντικό εργαλείο αυτοδιοίκησης που τους είχε παρασχεθεί από το κράτος εδώ και 15 ολόκληρα χρόνια. Μεταβιβάζονται στους πρυτάνεις οι αρμοδιότητες για τις εκλογές μελών ΔΕΠ και έτσι συντομεύονται σημαντικά οι διαδικασίες, ενώ διατηρούνται, για την προστασία των υποψηφίων, οι ασφαλιστικές δικλίδες ελέγχου νομιμότητας από το ΥΠΕΠΘ σε περιπτώσεις ενστάσεων. Σημαντικό βήμα προς την αυτοδιοίκηση και απαγκίστρωση από τις επιρροές των κομμάτων συνιστά και η απευθείας εκλογή των οργάνων διοίκησης από το σύνολο των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας και όχι μέσω εκπροσώπων που προτείνονταν από φοιτητικές (κομματικές) παρατάξεις και συνδικαλιστικά όργανα φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Περιέργως ελάχιστη συζήτηση έγινε για ένα κομβικό σημείο του νόμου, τις ρυθμίσεις για διαφάνεια και την υποχρέωση των ιδρυμάτων για λογοδοσία προς τον χρηματοδότη των ΑΕΙ, την ελληνική κοινωνία. Στο εξής αποφάσεις οργάνων διοίκησης, οικονομικά στοιχεία, θέματα σπουδών, οι επιστημονικές δραστηριότητες και η παρουσία των διδασκόντων, τα διανεμόμενα συγγράμματα, και άλλα στοιχεία γίνονται πλέον κτήμα της ελληνικής κοινωνίας μέσω του Διαδικτύου και σπάζει ο κύκλος εσωστρέφειας και καχυποψίας που δεν ταιριάζουν με τις απαιτήσεις των καιρών.
Για όσους ισχυρίζονται ότι ο νόμος δεν είναι αρκούντως τολμηρός, απαντώ ότι δεν είναι δυνατό να αλλάξει άμεσα μια αποτελματωμένη κατάσταση. Ενώ οι διαδικασίες αξιολόγησης ήδη δρομολογούνται, ο νέος νόμος παραχωρεί στα ελληνικά ΑΕΙ πολλές αρμοδιότητες και τόσους βαθμούς ελευθερίας που ουδέποτε είχαν. Στις ηγεσίες των πανεπιστημίων εναπόκειται πλέον να αξιοποιήσουν με αίσθημα ευθύνης τον νόμο αυτό και, με όπλο τις διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας των υπηρεσιών των ΑΕΙ, να αναδιατάξουν και να απελευθερώσουν όλες τις θετικές δυνάμεις τους, που μέχρι τώρα σκιάζονταν από θεσμικές αδυναμίες και παρωχημένες νοοτροπίες κερδίζοντας το στοίχημα της ποιότητας και της προόδου.
* Ο καθηγητής Ανδρέας Ι. Καραμάνος είναι γεν. γραμματέας του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

