Ο μήνας τελειώνει και το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός του μήνα (υποκειμενική η εκτίμηση) ήταν μια φράση του Θεόδωρου Πάγκαλου, δημόσια εκφρασμένη, στις 12-2-2007, στην εκπομπή «Προσκήνιο» της ΝΕΤ.
Μιλούσε για το ακαδημαϊκό άσυλο ο Θ. Πάγκαλος. Εδωσε τον ορισμό του ασύλου, προσδιόρισε τις συνθήκες και τους αγώνες με τους οποίους κατακτήθηκε η νομοθετική του κατοχύρωση, επισήμανε τις πρακτικές παράχρησης ή καπηλείας. Και πρόσθεσε τη φράση που συνιστά σημαντικό πολιτικό γεγονός: «Τα όσα λέω εδώ, είναι αδύνατο να τα πω στο πανεπιστήμιο, στα ελληνικά πανεπιστήμια σήμερα ακαδημαϊκό άσυλο δεν λειτουργεί, ελευθερία έκφρασης απόψεων και διακίνησης ιδεών δεν υπάρχει».
Η φράση αυτή του Θ. Πάγκαλου ήταν λόγος αποφατικός, όρισε το τι δεν υπάρχει, την απουσία ασύλου, δηλαδή ελευθερίας λόγου. Η καταφατική διατύπωση της ίδιας πιστοποίησης θα ηχούσε προκλητικά αλλά θα ήταν ταυτόσημη. Θα προσδιόριζε ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια σήμερα κυριαρχεί φασισμός, ωμή και απροκάλυπτη ιδεολογική τρομοκρατία.
Την πιστοποίηση εξέφρασε δημόσια όχι οποιοσδήποτε αγορητής, αλλά κορυφαίος παράγων του πολιτικού βίου της χώρας, πρώην υπουργός Εξωτερικών, πρόσωπο καθόλου τυχαίας ευφυΐας, κατάρτισης, ενημερότητας. Ομως, αντίδραση δεν προκλήθηκε ούτε η παραμικρή, τα κοινωνικά αντανακλαστικά εμφανίστηκαν εντελώς νεκρωμένα, το τέλμα αδιατάρακτο. Σε οποιαδήποτε κοινωνία με στοιχειώδεις δημοκρατικές ευαισθησίες, η πιστοποίηση (κατά τεκμήριο έγκυρη) ότι στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά της Ιδρύματα κυριαρχεί φασισμός, θα προκαλούσε σοκ. Ισως παραίτηση της κυβέρνησης, ίσως διάλυση της Βουλής και προκήρυξη εκλογών με βασικό ζητούμενο ένα κυβερνητικό σχήμα ικανό να αντιμετωπίσει την εφιαλτική πιστοποίηση.
Στην Ελλάδα ο φασισμός στα πανεπιστήμια έχει γίνει συνηθισμένο καθημερινό θέαμα, ούτε καν πρώτη είδηση στα τηλεοπτικά δελτία. Συνηθίσαμε σαν αυτονόητη την αυθαιρεσία και βαναυσότητα των «καταλήψεων», τον πρωτογονισμό των βανδαλισμών και της καταρρύπανσης των πανεπιστημιακών κτηρίων, την ομηρεία ή και τον «εντειχισμό» καθηγητών από φοιτητές, την ωμότητα φασιστικής αλαζονείας ηγητόρων της συνδικαλιστικής λοιμικής. Το εναργέστατο θέαμα δεν μας θορυβεί, γιατί να μας σοκάρει η πιστοποίηση του Θεόδωρου Πάγκαλου;
Ο φασισμός τον οποίο ο Πάγκαλος πιστοποιεί στα ελληνικά πανεπιστήμια, δεν είναι βέβαια φασισμός της Δεξιάς, υπηρετικός του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών, των μονοπωλίων. Είναι φασισμός στο όνομα της Αριστεράς και της «προόδου», πρόσχημα επιθετικής ιδιοτέλειας και αναγκαστής επιβολής της μετριότητας ή ψυχοπαθολογική χαύνωση και συνακόλουθη αγκύλωση σε αναχρονιστικά δογματικά ιδεολογήματα. Είναι καθεστώς που νομοθετικά το εγκαθίδρυσε και με την πολιτική της πρακτική μεθοδικά το εξέθρεψε η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση στα είκοσι χρόνια που κυβέρνησε τη χώρα.
Γι’ αυτό και αν υπήρχαν αντανακλαστικά δημοκρατικής ευαισθησίας στην ελληνική κοινωνία, αν δεν είχαν νεκρωθεί τα πολιτικά μας αισθητήρια, η μεν κυβέρνηση, με την πιστοποίηση Παγκάλου, θα είχε αυθωρεί παραιτηθεί, αφού επί τρία χρόνια στάθηκε ανίκανη να αντιληφθεί και να αντιμετωπίσει τον φασισμό στα πανεπιστήμια. Η δε αξιωματική αντιπολίτευση θα είχε και ως κόμμα αυτοδιαλυθεί μην αντέχοντας την οργισμένη κατακραυγή και το σοκ της ελληνικής κοινωνίας. Εχει την πλήρη ευθύνη για τον φασισμό στα πανεπιστήμια. Η «συνασπισμένη» συντεχνία της επιθετικής ιδιοτέλειας και οι παλαιοημερολογίτες του Περισσού μπορεί να εμφανίζονται σήμερα φυσικοί αυτουργοί του φασισμού, αλλά αυτοί απλώς καρπώθηκαν τα επακολουθήματα της αφροσύνης του «ΠΑΣΟΚ». Κάθε κοινωνία είναι φυσικό να έχει ένα ποσοστό αετονύχηδων του αρριβισμού, όπως -και ποσοστό περιθωριακών θρησκόληπτων- δεν τους αναθέτει ποτέ ευθύνες διακυβέρνησης.
Την ευθύνη της ιδεολογικής τρομοκρατίας, ωμού φασισμού στα πανεπιστήμια, τη φέρει πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως (αλλά καίρια) η Νέα Δημοκρατία, η οποία ούτε καν αντιλήφθηκε τι συνέβη στη χώρα τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Σήμερα η κυριαρχία του φασισμού είναι και από τηλεοράσεως ορατή, ανατριχιαστική. Η Νέα Δημοκρατία (κωμικά) την αποσιωπά (ανεκδιήγητου αυτεξευτελισμού η αμηχανία της κυρίας Γιαννάκου όταν άκουγε, δίπλα της στο «πάνελ», την καταγγελία Παγκάλου) – πιστεύει ότι έτσι κερδίζει ψήφους από τον «κεντρώο» χώρο!
Το ΠΑΣΟΚ έχει κάθε συμφέρον να αρνείται «μετά βδελυγμίας» την εξόφθαλμη πραγματικότητα, η παραδοχή της θα ήταν ο καταλύτης αυτοδιάλυσής του.
Αίνιγμα παραμένει το τόλμημα του Θεόδωρου Πάγκαλου. Αποκλείεται να αγνοεί ο Πάγκαλος τα θεσπίσματα του νόμου 1268/82 που το κόμμα του επέβαλε στα πανεπιστήμια. Αποκλείεται να αγνοεί τα όσα (σημεία και τέρατα) συντελέστηκαν από το κόμμα του, με βάση αυτόν τον νόμο, στα πανεπιστήμια. Αν σήμερα έχει χάσει και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ τη δυνατότητα να ελέγξει τη ζούγκλα που έσπειρε, δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε η μνήμη των στελεχών του έχει πάψει να λειτουργεί. Γιατί, λοιπόν, να προβεί ο Πάγκαλος στη συγκεκριμένη καταγγελία; Γιατί να αντιταχθεί (τόσο αψήφιστα) στην ιταμή υποκρισία του κόμματός του, που αντιπολιτεύεται μαχητικά την κυβέρνηση για κοινωνικά εγκλήματα δικής του αποκλειστικά υπαιτιότητας; Η ορθολογικότερη συνέπεια των καταγγελιών του Θεόδωρου Πάγκαλου θα ήταν η δική του παραίτηση (οσοδήποτε οδυνηρή για τον ίδιο) από το κόμμα του το κυρίως υπεύθυνο για τον φασισμό στα πανεπιστήμια είκοσι πέντε χρόνια τώρα.
Ισως ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας των κομμάτων εξουσίας σήμερα να έχει εμπεδώσει την ασυνέπεια ως θεμελιώδη σταθερά της φενάκης που ονομάζεται πολιτικός βίος. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος δεν παραιτήθηκε όταν εμφυτεύθηκε αρχηγός στο κόμμα του ο ευνοούμενος της κυρίας Ολμπράιτ, τον οποίο ο ίδιος είχε δημόσια καταγγείλει ότι «εξαμερικάνισε» το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Δεν παραιτήθηκε όταν ο νέος αρχηγός συμπεριέλαβε στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του «σοσιαλιστικού» κινήματος τους δύο κορυφαίους του Νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα. Και να παραιτηθεί τώρα, επειδή το κόμμα του έσπειρε τον φασισμό στα πανεπιστήμια;
Τουλάχιστον να μην ξεχνάμε οι πολίτες ότι τίμια (και γόνιμη) ψήφος σήμερα είναι η τιμωρητική.

