Ηιστορία της βελτίωσης της κοινωνικής θέσης των εργαζομένων είναι η ιστορία των αγώνων που δόθηκαν για τη βελτίωση αυτή. Αυτό οφείλουν να παραδεχθούν και όσοι, από τη θέση στο κοινωνικό οικοδόμημα, βρίσκονται να είναι απλοί θεατές ή και αντίπαλοι στους αγώνες αυτούς, ενδεχομένως ενοχλούμενοι από κάποιες επιπτώσεις τους ή και χαμένοι απ’ αυτούς… Οι σύγχρονες κοινωνικές αναταραχές, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο, έχουν το πρόσθετο γνώρισμα να είναι κατά βάση αμυντικές: ο αγώνας γίνεται για τη διατήρηση κάπως πλεονεκτημάτων κερδισμένων από παλαιότερους αγώνες, που τώρα κινδυνεύουν από τις εξελίξεις της τεχνολογίας και από την παγκοσμιοποίηση των αγορών – κατά τούτο ένας αγώνας που φαίνεται ακόμα δικαιότερος και ακόμα συμπαθέστερος.
Μόνο που ο αγώνας γίνεται από τους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στο σύστημα της παραγωγής. Απεργούν και διαδηλώνουν για την υπεράσπιση των μισθών τους, της κοινωνικής τους ασφάλισης, της δουλειάς τους, των όρων εργασίας τους ή συνταξιοδότησής τους όσοι είναι εργαζόμενοι. Αυτοί διαθέτουν τη συνδικαλιστική ένταξη και αυτοί διαθέτουν το όπλο της απεργίας – αυτοί ακούγονται και αυτοί μπορούν να πιέσουν. Και αυτό, στις μέρες μας, έχει καταντήσει ένα πρώτο και μεγάλο προνόμιο.
Εξω από τη διαδικασία
Γιατί το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας είναι η μοίρα αυτών που δεν βρίσκονται ενταγμένοι και δεν κατορθώνουν να ενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία, η μοίρα των απέξω, η ανεργία. Γι’ αυτούς που ζουν με το αβέβαιο και προσωρινό επίδομα ανεργίας, η ανεύρεση κάποιας δουλειάς έστω με χαμηλό μισθό ή με δυσάρεστους όρους είναι όνειρο απροσπέλαστο.
Νέοι με πρόσφατα πιστοποιητικά επαγγελματικής ικανότητας ή ωριμότεροι που έχασαν τη δουλειά τους, περιφέρονται μοιράζοντας βιογραφικά σημειώματα και συστατικές επιστολές ή ψάχνοντας για κάποιο μαύρο μεροκάματο. Μεγάλο το οικονομικό τους πρόβλημα και ίσως ακόμα μεγαλύτερο το ψυχικό – να αισθάνεσαι αχρηστευμένος πριν χρησιμοποιηθείς.
Η λύση αυτού του προβλήματος είναι το μεγάλο καθήκον των σημερινών κοινωνιών, παντού του κόσμου. Και αυτό το πρόβλημα προσπάθησαν να λύσουν κάποιες πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις (ή προτάσεις ρυθμίσεων) στη Γαλλία και αλλού, που προκάλεσαν τόσο έντονη κοινωνική αναταραχή. Περί τίνος πρόκειται; Ξεκινώντας από την κατά βάση ορθή σκέψη ότι ένας από τους λόγους δισταγμού στην πρόσληψη νέου εργατικού δυναμικού είναι ότι, όταν προσλάβεις κάποιον, είναι πολύ δύσκολο να τον απολύσεις, προτάθηκε κάποια ελαστικότητα των συμβάσεων εργασίας: Για τις νέες προσλήψεις ή για τις προσλήψεις νέων ανθρώπων να είναι ευκολότερη η απόλυση. Αυτό θα ήταν το κίνητρο: τολμήστε να προσλάβετε και ίσως δεν χρειασθεί να απολύσετε, μπορεί οι νεοπροσλαμβανόμενοι να φανούν χρήσιμοι, μπορεί οι δουλειές να πάνε καλύτερα (με την αύξηση της ζήτησης που θα προκαλέσει η επέκταση του εργατικού δυναμικού).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ήταν το κίνητρο που οδήγησε στις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με την ευκολία καταγγελίας των συμβάσεων. Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να υποθέσουμε ότι τις ρυθμίσεις όπως η «σύμβαση πρώτης πρόσληψης» τις εμπνεύσθηκαν ξαφνικά κάποιοι κακοί άνθρωποι (π.χ. ο Γάλλος πρωθυπουργός) από καθαρή κακία κατά των εργαζομένων ή, έστω, για να φανούν αρεστοί σε κάποιους υποθετικούς κεφαλαιοκράτες εντολείς τους – και αυτό άσχετα από την ορθότητα των ρυθμίσεων που προτείνονται ή από τον κίνδυνο να επιτρέψουν καταχρήσεις. Και ίσως έχει κάποια σημασία ότι στις μεγάλες κινητοποιήσεις κατά των ρυθμίσεων αυτών πρωτοστάτησαν είτε συνδικαλισμένοι εργάτες (δηλαδή πρόσωπα που βρίσκονται μέσα στη διαδικασία της παραγωγής γιατί έχουν δουλειά) είτε φοιτητές (δηλαδή πρόσωπα που δεν αναζητούν ακόμη δουλειά και θέλουν, αργότερα, να την αναζητήσουν με καλούς όρους).
Η φωνή των ανέργων
Στις αναταραχές δεν ακούστηκε και, βέβαια, δεν μπορούσε να ακουστεί η φωνή των ανέργων, εκείνων που βρίσκονται έξω από τη διαδικασία της παραγωγής. Αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η τοποθέτηση κάποιου «συνδικάτου των ανέργων» αν μπορούσε ποτέ να υπάρξει τέτοιο συνδικάτο που θα ένωνε σε μια βάση σχετικά μόνιμη ανθρώπους που βρίσκονται σε μια κατάσταση από την οποία προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν. Υποθέτω ότι αν υπήρχε τέτοιο συνδικάτο, θα ήταν πρόθυμο να υποστηρίξει κάθε ρύθμιση που θα εξασφάλιζε δουλειά στα μέλη του, έστω και προσωρινή. Λίγοι θα προτιμούσαν το (προσωρινό) επίδομα ανεργίας και τις πρόσκαιρες δουλειές του ποδαριού στη μαύρη αγορά εργασίας.
Η ανεργία επιδοτείται και πρέπει να επιδοτείται. Αυτό είναι μια στοιχειώδης εκδήλωση κοινωνικής αλληλεγγύης: η κοινωνία που, λόγω δικών και οικονομικών εμπλοκών, δεν καταφέρνει να εξασφαλίσει σε όλους δουλειά οφείλει σε όλους να εξασφαλίσει την επιβίωση. Αλλά οι δυνατότητες του κρατικού κορβανά δεν είναι απεριόριστες – ούτε μπορούν να γίνουν με απεριόριστη αύξηση της φορολογίας. Και όμως μια τέτοια σκέψη, ότι οι κρατικές οικονομικές δυνατότητες είναι απεριόριστες, φαίνεται να κρύβεται πίσω από κάποια αιτήματα για τους όρους κοινωνικής ασφάλισης ή για την αποτροπή απειλούμενης ανεργίας – αιτήματα και αυτά των από μέσα: πίσω απ’ όλες τις συζητήσεις για το μέλλον του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης διαφαίνεται, ως τελευταίο καταφύγιο, η κρατική κάλυψη των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων· και πίσω από τα αιτήματα για την παρεμπόδιση του κλεισίματος κάποιων ζημιογόνων ιδιωτικών επιχειρήσεων διαφαίνεται η αναζήτηση μεταφοράς των ζημιών στον κρατικό προϋπολογισμό. Καλά, αλλά μέχρι πού; Και με τα λεφτά; Ισως με περιορισμό των πιστώσεων για την επιδότηση των ανέργων; Πάντα, οι μέσα ευλογούν τα γένια τους εις βάρος των απέξω…
Κεφάλαιο και αλληλεγγύη
Σε όλα αυτά υπάρχει μια πρόχειρη απάντηση: να φορολογηθούν οι πλούσιοι, το μεγάλο κεφάλαιο, αυτοί που έχουν τα μεγάλα κέρδη – και να υποχρεωθούν να κάνουν επενδύσεις στον τόπο, να δημιουργήσουν δουλειές. Ξεχνιέται ότι το κεφάλαιο πάντα ήταν ευκίνητο και τώρα είναι ακόμα πιο πολύ. Με μικρότερη σημασία της πρώτης ύλης, με εύκολες μεταφορές και των πρώτων υλών και της ενέργειας, με πρωτόγνωρες δυνατότητες επικοινωνίας, το κεφάλαιο πηγαίνει όπου βρίσκει κατάλληλες συνθήκες για την αποδοτική επένδυσή του και προπάντων χαμηλή φορολογία και χαμηλό κόστος εργασίας. Οπου οσφραίνεται πολύ κοινωνικό κράτος, φεύγει. Και μας αφήνει με το σκληρό δίλημμα: ή κοινωνικό κράτος ή επενδύσεις (και θέσεις εργασίας).
Η προλεταριακή φιλολογία, ιδίως η παλαιότερη, πρόθυμα υπογράμμιζε την αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων, στον κάθε τόπο και διεθνώς. Στο σημείο αυτό -και σε πολλά άλλα, άλλωστε- η φιλολογία αυτή έχει διαψευσθεί. Ας αφήσουμε τη διεθνή διάσταση που κανονικά έπρεπε να μας κάνει να χαιρόμαστε για τις χαμηλές τιμές εισαγόμενων εμπορευμάτων (π.χ. ετοίμων ρούχων από την Κίνα), αφού έτσι βρίσκουν δουλειά οι φτωχοί εργάτες στον τόπο προέλευσης. Κι ας περιορισθούμε στα εθνικά όρια του κάθε κράτους: μήπως η στάση των εργαζομένων απέναντι σε κάποιες καινούργιες ή προτεινόμενες ρυθμίσεις, βλαπτικές γι’ αυτούς, θα έπρεπε να συνεκτιμήσει και τις επιδράσεις που θα έχουν αυτές οι ρυθμίσεις στο φαινόμενο της ανεργίας; ΄H όταν έχουμε καταφέρει να είμαστε μέσα δεν λογαριάζουμε τους έξω;
Η ανεργία είναι η μάστιγα της εποχής μας. Ισως κάποτε να βρεθεί κάποια λύση του προβλήματος. Μέχρι τότε όμως μήπως επιβάλλονται κάποιες ελαστικότητες;

