Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με την υπουργό Παιδείας, την κ. Μαριέττα Γιαννάκου ότι όλα τα πανεπιστήμια είναι υποχρεωμένα να αποδεχθούν και να εφαρμόσουν δημιουργικά την «αξιολόγηση». Πρώτον, γιατί ως πολίτες δεν δεχόμαστε στα τυφλά αυτό που τα τελευταία χρόνια μας προσφέρουν ως ανώτατη εκπαίδευση. H παρατήρηση αφορά τον τρόπο λειτουργίας και συγκρότησης των AEI και TEI και στο αποτέλεσμα. Δεύτερον, γιατί, όπως τόνισε και η κ. Γιαννάκου, δεν μπορούμε να δεχθούμε καμιά εξαίρεση στον κανόνα της Δημοκρατίας, ότι όλοι οφείλουμε να σεβόμαστε και να τηρούμε τους νόμους. Δεν υπάρχει άλλο όργανο, πλην της εκλεγμένης από τον λαό Βουλής ούτε πανεπιστημιακό ούτε συνδικαλιστικό ούτε συντεχνιακό, που επικαλούμενο οτιδήποτε (ακόμη και τη συνολική θέληση της ενδιαφερόμενης μειοψηφίας) να μπορεί να αγνοήσει τους νόμους και να μην τους εφαρμόσει. Δεν μπαίνουμε στην ουσία της αξιολόγησης, αλλά θέλουμε να ξέρουμε σε ποια πανεπιστήμια αγωνίζονται, με πολλές θυσίες, να εισαχθούν και να σπουδάσουν τα παιδιά μας.
Και ενώ αυτές οι θέσεις της κ. Γιαννάκου είναι πολύ σαφείς και καθαρές, ομίχλη και ασάφεια εξακολουθεί να περιβάλλει τα λεγόμενα «μη κρατικά πανεπιστήμια». Νομίζω ότι κανείς ούτε το υπουργείο δεν γνωρίζει τι θα είναι αυτά τα πανεπιστήμια και ποιος ο λόγος να καθιερωθούν με συνταγματική μάλιστα τροποποίηση. Οι θιασώτες του είδους επαναλαμβάνουν ότι στην Ευρώπη και στην Αμερική λειτουργούν «μη κρατικά» πανεπιστήμια, αλλά αποφεύγουν να προσδιορίσουν ποιο ακριβώς μοντέλο έχουν κατά νουν. Τα κεφάλαια που απαιτούνται είναι μεγάλα για την ίδρυση και τη λειτουργία ενός στοιχειωδώς αξιόπιστου πανεπιστημίου, ώστε δύσκολα μπορούμε να φαντασθούμε ποιοι θα αναλάβουν το εγχείρημα. Θα είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα, κάποιος συνεταιρισμός, κάποια αστική – μη κερδοσκοπική εταιρεία, ο ΣΕΒ ενδεχομένως ή κάποιος «εθνικός ευεργέτης»… H πλέον αισιόδοξη περίπτωση είναι η τελευταία, να βρεθεί κάποιος «εθνικός ευεργέτης», να διαθέσει όλη την περιουσία του, να ιδρύσει ένα πανεπιστήμιο και να διασφαλίσει τους πόρους λειτουργίας, χωρίς όμως να έχει το δικαίωμα να θέσει και τους όρους λειτουργίας. Το τελευταίο θα είναι αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους και από ό,τι είπε προχθές η κ. Γιαννάκου, τα «μη κρατικά» θα λειτουργήσουν με τους όρους και τους κανόνες που λειτουργούν και τα κρατικά.
Ακόμη μεγαλύτερες είναι οι ασάφειες για τη λειτουργία των «μη κρατικών». Πώς θα εισάγονται οι σπουδαστές, αν θα πληρώνουν δίδακτρα και πόσο, πώς θα αναδεικνύονται και θα εξελίσσονται οι καθηγητές, ποιους τομείς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα καλύψουν, αν θα έχουν το δικαίωμα να λειτουργήσουν ως «παραρτήματα» ξένων πανεπιστημίων και ποιων (σε ποιον θα ανήκει το δικαίωμα της επιλογής), τι θα γίνει με τα ήδη λειτουργούντα «παραρτήματα». Και πολλά άλλα.
Ασαφής είναι και ο λόγος εγκαθίδρυσης των «μη κρατικών». Πρώτα να δοθεί μια σαφής και υπεύθυνη απάντηση στο ερώτημα αν χρειαζόμαστε περισσότερα πανεπιστήμια από όσα έχουμε και αν υπάρχουν επιστημονικοί τομείς που δεν καλύπτονται από τα υπάρχοντα πανεπιστήμια. Κάθε χρόνο εισάγονται στα AEI και στα TEI περίπου ογδόντα χιλιάδες σπουδαστές. Πολλά επαγγέλματα (τα πανεπιστήμια είναι στην ουσία επαγγελματικές σχολές), δοκιμάζονται ήδη από φαινόμενα κορεσμού. Χρειαζόμαστε πραγματικά και άλλους επιστήμονες ή χρειαζόμαστε επιστήμονες άλλης ποιότητας και άλλης κατεύθυνσης. Το επιχείρημα ότι τα «μη κρατικά» μάς χρειάζονται για να ανακόψουμε το ρεύμα προς τα ξένα πανεπιστήμια, κατά το μέγιστο ποσοστό εκείνων που απέτυχαν στις πανελλήνιες εξετάσεις και αναζητούν στο εξωτερικό κάποιο πανεπιστήμιο ευκαιρίας, ελπίζω να μην προβάλλεται στα σοβαρά. Αν το εννοούν σημαίνει ότι αναζητούμε πανεπιστήμια «δεύτερης ευκαιρίας» για να απορροφήσουν τους αποτυχόντες.
Θα χρειασθεί ίσως και δεύτερο σημείωμα…

