Προϋπόθεση για την ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής βάσης της χώρας και της προβολής της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο είναι η αξιοκρατική στελέχωση τόσο των ακαδημαϊκών οργανισμών (πανεπιστημίων, κρατικών ερευνητικών κέντρων, TEI) όσο και του κρατικού μηχανισμού, ιδιαίτερα του τμήματος εκείνου που ασχολείται με θέματα ανάπτυξης.
Η πρόσφατη εισδοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Διαστημική Εταιρεία κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη αξιοκρατικής στελέχωσης των εθνικών επιστημονικών και τεχνολογικών οργανισμών.
Η κυβέρνηση στην πρώτη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Τεχνολογίας, διά στόματος τόσο του πρωθυπουργού όσο και των υπουργών Ανάπτυξης και Παιδείας, τόνισε ότι σχεδιάζει να προχωρήσει σε ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές ώστε να εξασφαλισθεί η διαφάνεια, η αξιοκρατία, η αριστεία, η επιβράβευση της επίδοσης, η σύνδεση των παροχών της πολιτείας με την απόδοση και η κοινωνική ανταπόδοση της έρευνας και της τεχνολογίας. Μένει, βέβαια, η υλοποίηση αυτών των δεσμεύσεων που -αν υλοποιηθούν πράγματι- θα δημιουργήσει σεισμό στα λιμνάζοντα ύδατα του κατεστημένου σε πανεπιστήμια, TEI και ερευνητικά κέντρα.
Μέσα στο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό διεθνές και εθνικό επιστημονικό περιβάλλον, η αναγκαιότητα αυτή γίνεται ιδιαίτερα έκδηλη σήμερα, όταν α) η ζήτηση εργασίας είναι πολύ μεγαλύτερη της προσφοράς μόνιμων ακαδημαϊκών και τεχνοκρατικών θέσεων και β) υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για χρόνιες πρακτικές που δεν συνάδουν με την παραπάνω προϋπόθεση, αλλά ακολουθούν λογικές ιδιοτελούς και όχι συλλογικού συμφέροντος, που βασίζονται στον ωφελιμισμό, την προώθηση των ημετέρων, λογικές από τις οποίες έχει υποφέρει πολλά χρόνια η χώρα.
Για να γίνει δυνατή η αξιοκρατική επιλογή των καλύτερων Ελλήνων επιστημόνων, ώστε να στελεχώσουν πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, είναι απαραίτητη η εύρεση μιας όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικής μεθόδου εκτίμησης και αποτίμησης της ερευνητικής δραστηριότητας. Το εν λόγω ζήτημα δεν έχει απλή λύση, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα μια γενικά αποδεκτή σχετική μέθοδος. Ομως, επίσης, γεγονός είναι ότι ένας άλλος λόγος, ίσως ο βασικότερος για τον οποίο δεν έχει γίνει μια τέτοια προσπάθεια, είναι ότι δεν θα προσέφερε στις ακαδημαϊκές κρίσεις και προαγωγές την απαιτούμενη «ευελιξία» που θεωρείται «αναγκαία» για τους λόγους που προανέφερα.
Είναι πλέον κοινό μυστικό ότι αρκετές φορές οι ακαδημαϊκές θέσεις που προκηρύσσονται έχουν εκ των προτέρων φωτογραφήσει τον επιδιωκόμενο μελλοντικό εκλεχθέντα, ενώ η εκλογική διαδικασία βασίζεται σε κάποιου είδους συναλλαγή. Φυσικά, υπάρχουν νομότυπες διαδικασίες που τους επιτρέπουν αυτήν την πρακτική, με προεξέχουσα τη συνάφεια της ειδικότητας του κρινομένου με το γνωστικό αντικείμενο της υπό κατάληψιν θέσης, γνωστικό αντικείμενο που πολλές φορές είναι τόσο εξειδικευμένο που, όπως είπαμε και προηγούμενα, φωτογραφίζει τον επιδιωκόμενο μελλοντικό εκλεχθέντα. Στις περιπτώσεις εκείνες που οι προκηρύξεις έχουν γενικό γνωστικό αντικείμενο και δεν είναι εύκολη η «φωτογράφηση», έχει χρησιμοποιηθεί μια άλλη εκδοχή και «παγκόσμια πρωτοτυπία» που είναι ακόμα και ο σημειολογικός επαναπροσδιορισμός από τις εισηγητικές επιτροπές του ορισμού των γνωστικών αντικειμένων!
Πολλοί, λοιπόν, νέοι επιστήμονες που δεν έχουν «μπάρμπα στην Κορώνη» ή που το αυτονόητο -που έχει γίνει και δυσεύρετο- του να μην αποδέχονται τη λογική της συναλλαγής, αλλά με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό να επιδιώκουν την αξιοκρατική τους επιλογή, να μην μπορούν να ενταχθούν στο ακαδημαϊκό μας σύστημα. Με αποτέλεσμα, πολλοί από αυτούς να επανδρώνουν ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια του εξωτερικού και να μην μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα, παρ’ όλο τη δικιά τους θέληση, αλλά και τις επιταγές για μια σύγχρονη και ορθολογική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας στη χώρα μας. Αλλοι που, για λόγους προσωπικούς – οικογενειακούς, αναγκάζονται να παραμείνουν στην Ελλάδα, φτάνουν στο σημείο ακόμα και να εγκαταλείπουν την επιστήμη τους.
Ενα συναφές ζήτημα είναι ο τρόπος εκτίμησης από τις επιτροπές κρίσεων της ερευνητικής απόδοσης των υποψηφίων. Δύο βασικές παράμετροι, αλλά όχι και οι μοναδικές, που μπορούν να ποσοτικοποιήσουν την ερευνητική απόδοση κάποιου επιστήμονα είναι ο αριθμός των πρωτότυπων εργασιών (σε περιοδικά με κριτές) και οι αναφορές άλλων επιστημόνων στις εργασίες αυτές. Ομως, ένα σημαντικό πρόβλημα είναι πώς εκτιμάται κάθε ερευνητική εργασία. Είναι προφανές ότι θα πρέπει να υπάρχει διαφορά στην εκτίμηση μιας εργασίας στην οποία ο ερευνητής είναι ο πρώτος ή ο μοναδικός συγγραφέας και σε αυτήν στην οποία είναι ο νιοστός συγγραφέας. O λόγος είναι ότι ένας ερευνητής, ο οποίος συμμετέχει σε μια μεγάλη ερευνητική ομάδα, μπορεί κάνοντας επικουρική μόνο ερευνητική εργασία να εμφανίζει το όνομά του σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό εργασιών από ό,τι ο ερευνητής, ο οποίος συλλαμβάνει τις επιστημονικές ιδέες, οργανώνει και καθοδηγεί τις σχετικές ερευνητικές προσπάθειες. Επίσης, η εκτίμηση μιας εργασίας δημοσιευμένης σε ένα επιστημονικό περιοδικό με υψηλό συντελεστή αναγνώρισης (Impact Factor) πρέπει να είναι υψηλότερη από αυτή σε ένα επιστημονικό περιοδικό με χαμηλό συντελεστή αναγνώρισης. Και εδώ φαντάζομαι ότι είναι προφανής ο λόγος, αλλά μιας και στην Ελλάδα τίποτα δεν είναι προφανές, εξηγώ: επιστημονικά περιοδικά που χαίρουν μεγάλης αναγνώρισης είναι αυτά στα οποία δημοσιεύονται οι πιο έγκυρες ερευνητικές εργασίες και κατ’ επέκτασιν είναι αυτά που έχουν τον μεγαλύτερο συντελεστή αναγνώρισης. Είναι κοινός τόπος ότι οι εργασίες στα περιοδικά με υψηλό συντελεστή απόδοσης είναι και επιστημονικά οι σημαντικότερες. Το γεγονός ότι υπάρχουν εξαιρέσεις, απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Ενας άλλος παράγων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η επιστημονική σημαντικότητα της εργασίας. Ενας τρόπος για να εκτιμηθεί αντικειμενικά αυτή η παράμετρος είναι μέσω του αριθμού των αναφορών άλλων επιστημόνων στην εν λόγω εργασία. Θα μπορούσε βέβαια πάλι κάποιος να ισχυριστεί ότι μια πρωτοποριακή εργασία σε κάποιο θέμα που ανοίγει νέους επιστημονικούς ορίζοντες μπορεί να αργήσει να αναγνωρισθεί από την επιστημονική κοινότητα, αλλά και πάλι αυτή είναι η εξαίρεση (και σπάνια μάλιστα) που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Φυσικά αυτή η παράμετρος δεν μπορεί να μετρηθεί σε απόλυτη κλίμακα, μιας και διαφορετικοί επιστημονικοί τομείς έχουν διαφορετικό σε μέγεθος επιστημονικό κοινό και επομένως ο αριθμός αναφορών πάντα θα εξαρτάται και από το μέγεθος της σχετικής επιστημονικής κοινότητας. Ομως, μια κανονικοποιημένη παράμετρος που θα παίρνει υπόψη της το μέγεθος της σχετικής επιστημονικής κοινότητας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.

