Οι ήρωες του θεατρικού έργου του Μπέκετ περίμεναν πολύ τον σημαντικό επισκέπτη, που όμως δεν ερχόταν ποτέ. Και μιλούσαν συνέχεια για τον ερχομό του. H μεταρρύθμιση στα πανεπιστήμιά μας μοιάζει με τον Γκοντό που παραμένει αόρατος. Οι δυνάμεις της αδράνειας και του βολέματος είναι ισχυρότατες. Το ίδιο, άλλωστε, δεν ισχύει και σε πολλούς άλλους χώρους, όπου οι μεταρρυθμίσεις αργούν υπερβολικά και η αντίσταση ενδύεται ιδεολογικό μανδύα; Το γενικό συμφέρον θυσιάζεται καθημερινά στον βωμό των επί μέρους συμφερόντων.
Το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούν τα πανεπιστήμιά μας έχει, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δύο βασικά χαρακτηριστικά: το κρατικό μονοπώλιο και την αυτοδιοίκηση. Το πρώτο, αν και αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία, δεν είναι του παρόντος. Το σχετικό άρθρο του Συντάγματος είναι σαφές, η επόμενη αναθεώρηση θα περιμένει μερικά χρόνια, ενώ σε τελευταία ανάλυση, ακόμη και αν κάποτε καταργηθεί το κρατικό μονοπώλιο, ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης παιδείας δεν πρόκειται και δεν πρέπει να αλλάξει ριζικά.
Τι γίνεται όμως με την αυτοδιοίκηση των δημόσιων πανεπιστημίων, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα; Το κράτος επέβαλε ένα ομοιόμορφο μοντέλο, μια ισοπεδωτική λογική και έναν ασφυκτικό έλεγχο που φθάνει μέχρι τη λεπτομέρεια. Οσο τα πανεπιστήμια τείνουν να εξομοιωθούν με τον δημόσιο τομέα, αυξάνεται ο κίνδυνος να αποκτήσουν και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά, δηλαδή χαμηλή ποιότητα υπηρεσιών, καθώς και έλλειψη αξιοκρατίας και χρηστής διοίκησης. Δυστυχώς, αυτό το κράτος έχουμε σήμερα και όχι κάποιο άλλο.
Ενα πρώτο βήμα, λοιπόν, στην όποια μεταρρύθμιση της ανώτατης παιδείας θα έπρεπε να είναι η μεγαλύτερη αυτονομία των δημόσιων πανεπιστημίων που θα επέτρεπε περισσότερη διαφοροποίηση, ευελιξία και άμιλλα. Αυτονομία όμως, πληρωμένη με τα χρήματα των φορολογουμένων, συνεπάγεται και αντίστοιχη λογοδοσία, άρα και αξιολόγηση του έργου που παράγουν τα πανεπιστήμια, τα τμήματα και ο κάθε πανεπιστημιακός χωριστά, αξιολόγηση που θα συνοδεύεται από κίνητρα και κυρώσεις. H αντίσταση στην αξιολόγηση έχει να κάνει με τη διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στην αντικειμενικότητα των κρινόντων. Εχει, όμως, να κάνει και με την ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση ότι κανένας δεν δικαιούται να μας κρίνει. H δημιουργία ανεξάρτητων θεσμών που λειτουργούν με αντικειμενικά κριτήρια θα μπορούσε βαθμιαία να δώσει λύση στο πρόβλημα της έλλειψης εμπιστοσύνης. Οσο για το άλλο, θα χρειασθεί να δοθεί σκληρή μάχη για να ξεπερασθούν οι αντιστάσεις όσων έχουν σημαία την ασυδοσία και την αναξιοκρατία.
Η αυτονομία των πανεπιστημίων προϋποθέτει και ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο διοίκησης. Με άλλα λόγια, χρειάζεται αξιοκρατική επιλογή και προαγωγή των διοικητικών υπαλλήλων για να ξεφύγουμε από τη μιζέρια και την κακοδιοίκηση που χαρακτηρίζουν τις περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες. Χρειάζεται επίσης μια άλλη προσέγγιση στον τρόπο εκλογής των πρυτανικών αρχών έτσι ώστε να απελευθερωθούν από τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκούν τα πολιτικά κόμματα και την πελατειακή νοοτροπία που προσπαθούν αυτά να επιβάλουν στον χώρο της ανώτατης παιδείας. Θα πρέπει επιτέλους να δοθεί και ένας νέος ορισμός του πανεπιστημιακού ασύλου για να πάψουν τα πανεπιστήμια να είναι έρμαια μικρών μειοψηφιών που προσπαθούν να επιβάλουν τη θέλησή τους στους υπόλοιπους. Υπάρχουν, δυστυχώς, και αρκετές περιπτώσεις του κοινού ποινικού δικαίου. Επιτέλους, δημοκρατία έχουμε στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια, όχι δικτατορία. Καιρός είναι, λοιπόν, να δούμε ξανά το νόημα του πανεπιστημιακού ασύλου.
Εχουμε σίγουρα υποχρηματοδότηση της παιδείας και των πανεπιστημίων ειδικότερα. Εδώ και χρόνια, η πολιτεία αποφασίζει συνεχώς τη δημιουργία νέων πανεπιστημίων και τμημάτων, αυξάνοντας ταυτόχρονα και τον αριθμό των εισακτέων, ενώ τα κονδύλια που διατίθενται για την παιδεία δεν αυξάνονται αντιστοίχως. Στην πράξη λοιπόν, η πολιτεία επέλεξε τη μαζικότητα εις βάρος της ποιότητας. Δεν μπορεί όμως να υπάρξει ουσιαστική αναβάθμιση της ανώτατης παιδείας χωρίς χρήματα. H επένδυση στην παιδεία δεν είναι φθηνή. Είναι όμως απαραίτητη.
Γνωρίζουμε επίσης ότι τα περιθώρια που έχει το κράτος για την αύξηση των πόρων για την παιδεία είναι δυστυχώς περιορισμένα, δεδομένου του δημοσιονομικού προβλήματος και του τεράστιου χρέους που έχει συσσωρεύσει η χώρα μέχρι σήμερα. Αρα, θα πρέπει να αναζητηθούν και άλλες λύσεις, όπως η εξεύρεση πόρων εκτός του κρατικού κορβανά καθώς και μια αποτελεσματικότερη χρήση αυτών που υπάρχουν. H διά βίου κατάρτιση προσφέρει ευκαιρίες για πρόσθετα έσοδα. Μια καλύτερη διαχείριση της περιουσίας των πανεπιστημίων θα αποδώσει καρπούς. H κατάργηση των ισόβιων φοιτητών θα απαλλάξει τα πανεπιστήμια από ένα δυσβάστακτο βάρος. H κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων, με αντίστοιχο εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών, θα μας φέρει πιο κοντά στον εικοστό πρώτο αιώνα. Και γιατί όχι, η επιβολή διδάκτρων με μικρά σχετικώς ποσά σε όσους μπορούν θα επέτρεπε τη χορήγηση περισσότερων υποτροφιών σε όσους έχουν πραγματικά ανάγκη. Αυτό ονομάζεται αναδιανεμητική πολιτική.
Τα ελληνικά πανεπιστήμια λειτουργούν σε ένα ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Ενας μεγάλος αριθμός φοιτητών και επιστημόνων περνάει κάθε χρόνο τα εθνικά σύνορα. Θα πρέπει να διασφαλίσουμε τη διεθνή αναγνώριση των ελληνικών πτυχίων. Και αν θέλουμε να μην είμαστε μόνον χώρα που εισάγει γνώση και εξάγει επιστήμονες, θα πρέπει επίσης να κάνουμε μερικά πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Για να υπάρξει ουσιαστική πρόσβαση αλλοδαπών φοιτητών στα ελληνικά πανεπιστήμια, μερικά μαθήματα θα πρέπει να διδάσκονται σε διεθνείς γλώσσες. Σκόπιμο θα ήταν επίσης να προσελκύσουμε περισσότερους ξένους επιστήμονες για να εργασθούν εδώ. Λιγότερη απομόνωση δεν θα μας έκανε κακό.
Αυτές είναι μερικές σκέψεις για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση της ανώτατης παιδείας που επανειλημμένα εξαγγέλλεται, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Σαν τον Γκοντό… Λέτε να αλλάξουν τα πράγματα;
* O Λουκάς Τσούκαλης είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

