Μία επιχείρηση στο Ορεγκον πουλάει «σκοταδοθεραπεία». Η skycave retreat υπόσχεται να σε κάνει να νιώσεις ασφαλής αφήνοντάς σε για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα σε κάτι σαν σκοτεινή καλύβα/ησυχαστήριο. Μακριά απ’ όλους και απ’ όλα καλείσαι ν’ ακούσεις τον άνεμο, το λύκο, τα φύλλα στα δέντρα.
Η επιχείρηση, κάτω από ένα πέπλο αντι-καταναλωτικής πνευματικότητας, πουλάει πανάκριβη διαμονή στη φύση. Το κατάλυμα θα μπορούσε να είχε σχεδιαστεί από Τραπιστή μοναχό, σε μερικές φωτογραφίες έχει κανονικές σπηλιές. Εκεί καλείσαι να μείνεις επιτέλους μόνος σου με τον εαυτό σου, να αποδομηθείς, για να ξανασυγκροτηθείς. Πωλείται η εμπειρία, όχι το πράγμα.
Το διαδίκτυο είναι γεμάτο από «retreats» που θα σε αναγκάσουν να πετάξεις το κινητό σου, να κόψεις επαφή, να εγκωμιάσεις τη σκιά, να μάθεις λέξεις στα Ιαπωνικά, να καθίσεις σε σκανδιναβικά έπιπλα, να συνδεθείς επιτέλους μ’ ό,τι έχει αποκολληθεί από τον εσωτερικό σου κόσμο. Μία κάπως ακραία εκδοχή της τάσης βρήκα τις προάλλες παρακολουθώντας ένα ντοκιμαντέρ. Ηταν κάτι καλύβες-σκηνές στην Πολωνία όπου οι μυημένοι παρέδιδαν τα κινητά τους κι ύστερα μάθαιναν να σπάνε πάγο, να ανάβουν φωτιά και να συνεργάζονται σε συνθήκες επιβίωσης στο χιόνι. Zήλεψα.
Το BBC (Seven Travel Trends That Will Define 2026), αφού ανέλυσε δεδομένα από διάφορες πηγές, κατατάσσει την αναζήτηση της ησυχίας πρώτη σε μια λίστα με ταξιδιωτικές «τάσεις» για το 2026. Ξέρουμε την αξία μιας τέτοιας λίστας (περιορισμένη), ενώ όσοι γράφουν για «τάσεις» συνήθως επιχειρούν να τις διαμορφώσουν. Υπάρχει, όμως, κάτι εκεί, στο γεγονός ότι άνθρωποι προτίθενται να πληρώσουν προκειμένου να τους πάρεις το κινητό και να τους κλείσεις σε μία καλύβα, στο γεγονός ότι τα πολυήμερα πάρτι σε δάση μακριά απ’ όλους και απ’ όλα κάνουν θραύση, στην πληροφορία πως αρκετοί άνθρωποι πληρώνουν κάποιον άλλον άνθρωπο προκειμένου να τους βάλει να κόψουν ξύλα και να κοιμηθούν κατάχαμα.
Και γιατί να μη χαμηλώσω απλώς τα φώτα στην καλύβα μου στην Αθήνα να κάνω «σκοταδο-θεραπεία;». Γιατί να μην καθίσω κάπου ήσυχα και φθηνά (δημόσια βιβλιοθήκη, εκκλησία, μουσείο) προκειμένου να απαλλαγώ από τον θόρυβο της εποχής; Αφενός, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πιστεύουν πια πως μπορούν να αυτοπεριοριστούν. Eχουν χάσει τη δύναμη της θέλησης. Προκειμένου να αντισταθούν, θέλουν μία κοινότητα ανθρώπων που επιτελεί ακριβώς αυτό το έργο.
Παράλληλα, εάν καθίσω ήσυχα σ’ ένα νεκροταφείο ή μία εκκλησία, δεν κάνω κάτι εντυπωσιακό, είμαι, απλώς, εκκεντρική. Δεν έχει το σασπένς του να ρίξω τα υπάρχοντά μου σ’ έναν σάκο να πάω στην έρημο για σιωπηλή ακινησία.
Ζούμε σ’ ένα σύστημα που μας πουλάει το πρόβλημα και την υποτιθέμενη λύση σε αυτό. Το πρόβλημα είναι πως ξαφνικά από τα τέλη Νοεμβρίου πρέπει να καταναλώνεις τα πάντα. Πρέπει να αγοράζεις, να φτάνεις στο όριο του τραπεζικού σου λογαριασμού. Κι αφού έρθει η προδιαγεγραμμένη πτώση, η βιομηχανία του τουρισμού πωλεί και τη «θεραπεία», που, φυσικά, είναι θεραπεία σοκ: καλύβα, κομμένο ηλεκτρικό ρεύμα.
Ας αφήσουμε την (πολυδάπανη) ακρότητα στην άκρη. Ησυχία αναζητούν και όσοι ταξιδεύουν αργά (με τρένο, ποδήλατο και πόδια), οι λάτρεις της ορειβασίας, της αστικής πεζοπορίας, αλλά και όσοι περνάνε τις διακοπές κάνοντας ήσυχα, μικρά πράγματα. Το αργό μαγείρεμα του χοιρινού ή της γαλοπούλας, το ψήσιμο των γλυκών, οι βραδιές ανάγνωσης με αγαπημένα πρόσωπα, τα επιτραπέζια παιχνίδια, το πλέξιμο, όλες αυτές οι δραστηριότητες που έχουν ξαναγίνει δημοφιλείς –και στη γενιά Ζ– υποδηλώνουν μία ήσυχη έξοδο από τον αγώνα ταχύτητας που φέρνει απελπισία.
Αν ήμουν διαφημιστής, θα έβαζα διαφημίσεις για μακρινά ησυχαστήρια στην Ερμού, την πλατεία Συντάγματος και σε όλες τις κεντρικές λεωφόρους των Αθηνών – εκεί που σπάνε τα νεύρα των οδηγών. Οπως στα κρύα μέρη της Βόρειας Ευρώπης εμφανίζονται φωτογραφίες από παραλίες και εξωτικά ηλιοβασιλέματα με το που πιάνει η πρώτη παγωνιά και η μουντάδα του Οκτωβρίου, έτσι και στην Αθήνα, μόλις αρχίζει η ηχορύπανση κι η ανυπόφορη χλαπαταγή της «γιορτινής ατμόσφαιρας», κάποιος θα έπρεπε να διαφημίζει σκοταδο-θεραπεία, υποχρεωτικά σιωπητήρια και πρόσβαση στους ήχους της νύχτας.

