«Γνωρίζω ανθρώπους που όλη τους τη ζωή έλεγαν ότι μισούν τον Φιντέλ, αλλά όταν πέθανε, έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά», εξομολογείται ο Μιγκέλ στον Βιτόλντ Ζαμπλόβσκι. Η μαρτυρία του Μιγκέλ (από οικογένεια κομμουνιστών) περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Πολωνού δημοσιογράφου και συγγραφέα «Μαγειρεύοντας για έναν δικτάτορα» (μτφρ.: Μπεάτα Ζούλκιεβιτς, εκδ. Μεταίχμιο). Σήμερα, λέει ο Ζαμπλόβσκι, ο Μιγκέλ ανήκει στη νέα, «κατά εν τέταρτον καπιταλιστική μεσαία τάξη της Κούβας», με διαμερίσματα, «τα οποία αγόρασε κοψοχρονιά χάρη στις διασυνδέσεις του, και τα νοικιάζει σε τουρίστες».
Η γνωστή ιστορία: κομμουνιστής στο μυαλό, καπιταλιστής στην τσέπη. Ετσι κι αλλιώς ο Κάστρο είναι περίεργη ιστορία: δύσκολα τον βάζεις στην ίδια «παρέα» με ανθρώπους όπως ο Ιντι Αμίν ή ο Σαντάμ Χουσεΐν. Το κακό εδώ είναι ότι πολλοί τον θυμούνται μόνο ως έναν επαναστάτη που ανέτρεψε τον δικτάτορα Μπατίστα. Ετσι τον εξιδανικεύουν, λησμονώντας ότι στη συνέχεια ο Κάστρο έγινε και ο ίδιος δικτάτορας. Αυτό το θυμούνται με οδυνηρό τρόπο οι Κουβανοί αντιφρονούντες, όπως και οι Κουβανοί ομοφυλόφιλοι που κλείνονταν σε στρατόπεδα…
Στο βιβλίο του, ο Ζαμπλόβσκι εντοπίζει, κάτω μάλιστα από τη μύτη της μυστικής αστυνομίας, δύο σεφ του Κάστρο: τον Εράσμο, ο οποίος πλέον έχει ένα καλό εστιατόριο, και τον Φλόρες, ο οποίος ζει σε συνθήκες ένδειας και στα πρόθυρα της άνοιας. Κατά τον Εράσμο, «το μεγαλύτερο πρόβλημα με τον Φιντέλ ήταν ότι όταν ήταν στο αντάρτικο είχε μάθει να τρώει άστατες ώρες. Ηταν αδύνατον να σχεδιάσεις κάτι μαζί του. Για ένα μάγειρα, αυτή είναι μια δύσκολη κατάσταση. Ουσιαστικά δουλεύεις ανά πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα».
Είπαμε· ο Κάστρο ήταν ιδιαίτερη περίπτωση. Ιδιαίτερη περίπτωση όμως εν γένει είναι οι δικτάτορες. Οπως μου είχε πει ο Ζαμπλόβσκι το 2023, όταν τον γνώρισα στο Λονδίνο, «οι δικτάτορες έχουν πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από τους δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες. Οταν έχεις μια λειτουργική δημοκρατία, αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής είναι υγιής, οπότε δεν χρειάζεσαι γιατρό. Οπως το βλέπω, ο ρεπόρτερ είναι ένα είδος γιατρού. Αυτό ήμουν σε αυτό το βιβλίο. Προσπαθούσα να κάνω ένα είδος διάγνωσης. Η ιδέα είναι ότι εμείς, οι πολίτες, δίνουμε την εξουσία στους δικτάτορες χωρίς να το καταλάβουμε. Το βιβλίο, σε ένα πρώτο επίπεδο, αφορά το τι μπορεί να τρώει ένας δικτάτορας, πώς ένας σεφ ετοιμάζει φαγητό για έναν τέτοιο άνθρωπο. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης: πώς τους ταΐζουμε όλοι εμείς. Τι συμβαίνει όταν, εμμέσως έστω, παραδίδουμε την εξουσία σε επικίνδυνους ανθρώπους. Το βιβλίο αυτό το βλέπω, ειδικά σήμερα, σαν μια προειδοποίηση, διότι πιστεύω ότι ζούμε σε επικίνδυνους καιρούς, καιρούς έτοιμους να υποδεχθούν δικτάτορες. Οταν οι άνθρωποι χάνουν το αίσθημα της σταθερότητας, κάτι που συμβαίνει σήμερα, στρέφονται σε επικίνδυνους ανθρώπους, που είναι έτοιμοι να τους υποσχεθούν τα πάντα. Ενας δημοκράτης πολιτικός ξέρει πως δεν έχει μαγικές συνταγές. Ενας επίδοξος τύραννος, όμως, δεν διστάζει να υποσχεθεί άμεσες λύσεις. Ο κόσμος έλκεται από αυτό».

