Ο Οτόντε Οντέρα ήταν από την Ουγκάντα. Ισως να ήταν από τους λίγους κατοίκους της χώρας που όταν απέκτησε την ανεξαρτησία της, αυτός στενοχωρήθηκε. Τούτο εξομολογείται στον Πολωνό δημοσιογράφο Βιτόλντ Ζαμπλόβσκι και στο βιβλίο του «Μαγειρεύοντας για έναν δικτάτορα» (μτφρ.: Μπεάτα Ζούλκιεβιτς, εκδ. Μεταίχμιο). «Φαντάσου μια τέτοια κατάσταση: όλοι γύρω μου ήταν χαρούμενοι, τραγουδούσαν, έπιναν μπίρα από μπανάνες. Μόνο εγώ ήμουν λυπημένος».
Ο Οντέρα ήταν ταλαντούχος σεφ. Πολύ γρήγορα, βρήκε δουλειά στην κουζίνα του νέου πρωθυπουργού της χώρας, του Μίλτον Ομπότε. Σύντομα, ο Ομπότε, με ένα μεγαλοπρεπές πραξικόπημα, θα γίνει πρόεδρος. Δεξί του χέρι είναι ένας στρατηγός: ο Ιντι Αμίν.
Το 1971, σε ένα επίσημο ταξίδι του Ομπότε στη Σιγκαπούρη, ο Αμίν θα κατεβάσει τα τανκς στους δρόμους. Ο Οντέρα θα γίνει ο προσωπικός σεφ ενός από τους πλέον διαβόητους Αφρικανούς δικτάτορες.
Ο Αμίν θα φερθεί με γενναιοδωρία στον Οντέρα: θα του τριπλασιάσει τον μισθό, θα του κάνει δώρο και μια Μερσέντες – υπό έναν όρο όμως: «Επειδή ήταν μουσουλμάνος όλοι όσοι δούλευαν γι’ αυτόν έπρεπε να κάνουν περιτομή. Αν ήθελα να συνεχίσω να δουλεύω στο μέγαρο, έπρεπε να μου κόψουν την ακροποσθία». Ο Οντέρα θα γίνει πολυγαμικός, όπως ο Αμίν. Γενικά, «τα πρώτα μου χρόνια με τον Αμίν ήταν χρυσή εποχή. Απ’ αυτά μου έμειναν δύο κομψά κουστούμια. Αυτό μονάχα».
Σύντομα ήρθε η παράνοια. «Ανθρωποι που τους γνωρίζαμε προσωπικά –υπουργοί από την εποχή του Ομπότε, πολιτικοί του UPC– εξαφανίζονταν χωρίς ίχνη. Αργότερα τους έβρισκαν νεκρούς, με κομμένα χέρια, πόδια, αυτιά, γλώσσα».
Ο Αμίν σφαγίαζε όσους υποπτευόταν. Τους έτρωγε κιόλας, όπως φημολογείτο; «Σου ορκίζομαι στον Θεό», λέει ο Οντέρα, απαντώντας στο σχετικό ερώτημα του Ζαμπλόβσκι, «ότι εγώ δεν είδα ποτέ κάτι τέτοιο». Ο Οντέρα ορκίζεται πως γνώριζε την προέλευση κάθε κατεψυγμένου κρέατος στα ψυγεία του Αμίν, όπως επίσης ότι ουδέποτε του είχε ζητήσει να μαγειρέψει ανθρώπινο κρέας.
Ο Οντέρα είχε την εξής γαστρονομική επινόηση για τα τραπέζια του Αμίν: Μια ολόκληρη γίδα ψητή. «Βγάζαμε τα εντόσθια, της κόβαμε το γένι, τη γεμίζαμε με ρύζι, πατάτες, καρότα, μαϊντανό, αρακά και μερικά μπαχαρικά. Φυσικά όλα ανακατεμένα με κατσικίσιο κρέας κομμένο σε μικρά κομμάτια. Την ψήναμε στον φούρνο, τη χρωματίζαμε λίγο και στο τέλος τής κολλάγαμε ξανά το γένι. Το ζώο έφτανε στο τραπέζι σε όρθια στάση, σαν να ήταν ζωντανό. Οι πάντες έμεναν έκπληκτοι βλέποντας μια γίδα που έμοιαζε σαν να είχε φύγει μόλις από το βοσκοτόπι και μια στιγμή αργότερα ήταν έτοιμη να φαγωθεί».
Οπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Οντέρα θα βρεθεί έγκλειστος στις φυλακές της λίμνης Βικτόρια, απ’ όπου κανένας δεν έβγαινε ζωντανός. Αλλά για λόγους που μέχρι σήμερα ο ίδιος αγνοεί, ο Αμίν θα τον αφήσει να φύγει στην Κένυα. Τις πέντε γυναίκες που είχε, βέβαια, δεν τις είδε ποτέ ξανά.

