Τώρα που πέρασαν οι καταιγίδες, ας το παραδεχθούμε: υπάρχει κάτι προνεωτερικό στον τρόπο με τον οποίο πλέον φοβόμαστε τα καιρικά φαινόμενα. Τα ποτάμια, η βρωμιά, οι υποδομές που καταρρέουν, δημιουργούν την εντύπωση της ανικανότητας του ανθρώπου να επιβληθεί στη φύση. Μια ανατροπή της συμφωνίας που έχουμε με τις πόλεις: ζούμε σε πόλη, ώστε να μην ανησυχούμε όταν μπουμπουνίζει.
Φυσικά υπάρχουν πόλεις της Ευρώπης που δέχονται περισσότερη και συχνότερη βροχή, χιόνι και πάγο. Καμία λειτουργία δεν διακόπτεται. Κανείς δεν αγωνιά πραγματικά. Κανείς δεν κινδυνεύει ρεαλιστικά να εγκλωβιστεί, να παρασυρθεί ή να τραυματιστεί μέσα σε ένα ρεύμα γλίτσας, ειδικά εάν ακολουθήσει τις οδηγίες των Αρχών. Υπάρχει, ναι, κλιματική καταστροφή. Υπάρχει, όμως, και συλλογική παραίτηση από βασικές αξιώσεις προς την πολιτεία.
Πριν από μία εβδομάδα περπατούσα στην πλατεία Συντάγματος με μια φίλη. Ολοι οι δρόμοι λειτουργούσαν σαν πάρκινγκ. Δεν χωρούσες να περάσεις από τα μηχανάκια. Πάνω στο πεζοδρόμιο, παρκαρισμένα στο πλάι, μπροστά από μαγαζιά. Χωμένα ανάμεσα σε κάδους. Και τα πεζοδρόμια είχαν αυτή τη γλίτσα, μέρες γιορτών. Η φίλη είχε γυρίσει από μια εκδρομή στο εξωτερικό. Αναρωτήθηκα πώς πέρασε. Μου είπε ότι ήταν πολύ καθαρά.
Μου κάνει εντύπωση να ταξιδεύει κανείς και να παρατηρεί την καθαριότητα. Οι Ελληνες, όμως, το κάνουν. Οταν επισκέπτονται κάποιο μέρος παρατηρούν και σχολιάζουν την καθαριότητα, φανερώνοντας έτσι τι τους λείπει. Ακόμη και βουλιαγμένες στους τουρίστες πόλεις, όπως το Αμστερνταμ, είναι απείρως καθαρότερες από την Αθήνα. Ακόμα και το Βερολίνο, που θεωρείται βρώμικη πόλη για τα δεδομένα της Γερμανίας, δεν μπορεί να συγκριθεί με τη βρωμιά της Αθήνας. Και η βρωμιά δεν αισθάνεσαι εκεί πως έχει κάποιου είδους θεσμικότητα, πως έχει κολλήσει και δεν βγαίνει.
Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι μπαίνουν στον κόπο να αξιολογήσουν τον δήμο τους εκφράζουν τεράστια δυσαρέσκεια (βλ. «Κάτω Από Τη Βάση Δήμοι, Κεντρικές Υπηρεσίες», «Η Καθημερινή»). Η καθαριότητα είναι ψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων των πολιτών, αλλά απαράδεκτα παραμελημένη στην πραγματικότητα. Οι νεότερες ηλικίες, έως 35, είναι βαθύτατα πληγωμένες από το επίπεδο των υπηρεσιών και πιστεύω πως αυτό έχει να κάνει (και) με την έκθεση στο εξωτερικό.
Είμαστε μια γενιά που έχει περάσει/περνάει πολύ χρόνο στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων, λόγω της οικονομικής κρίσης και της δυσαρέσκειας με το πώς λειτουργεί η χώρα συνολικά. Λόγω προγραμμάτων της Ε.Ε., μια κρίσιμη μάζα Ελλήνων που είναι τώρα 25-35 έχει σπουδάσει, ταξιδέψει, δουλέψει, μείνει, κάνει οικογένεια σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Η σύγκριση, λοιπόν, είναι εύκολη. Αυτό με τα μηχανάκια στο πεζοδρόμιο, για παράδειγμα, είναι αφύσικο, μη δικαιολογήσιμο θέαμα. Η γλίτσα σε κεντρικές λεωφόρους, τα απεριποίητα παρτέρια είναι μικρές προσωπικές προσβολές που απευθύνουμε ο ένας στον άλλον μέσω της πόλης. Δεν είναι πυρηνική φυσική αυτό που ζητούν οι πολίτες, για να βάλουν καλύτερο βαθμό.
Ο Γάλλος στοχαστής Μαρκ Ωζέ γράφει στο βιβλίο του «Μη Τόποι» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αρχιτεκτονική σκέψη) […] «τους σταθμούς, τις κοιλαδογέφυρες, ορισμένες υπεραγορές, οι σπουδαιότεροι αρχιτέκτονες τα φαντάζονται σαν τον κοινό χώρο που μπορεί να κάνει εκείνους που τον χρησιμοποιούν ως χρήστες, περαστικοί ή πελάτες να προαισθανθούν πως ούτε ο χρόνος ούτε η ομορφιά απουσιάζουν από την ιστορία τους». Και συνεχίζει λέγοντας ότι «η πόλη είναι ο τόπος της ελπίδας». Ετσι είναι. Συρρέουμε σε πόλεις, επειδή ελπίζουμε.
Μερικές φορές, μπροστά από την Εθνική Λυρική Σκηνή σκέφτομαι πως κάποιοι σκέφτηκαν πραγματικά τους χρήστες του πάρκου. Το φροντισμένο ηχοτοπίο, τα σιντριβάνια που χορεύουν και τραγουδάνε, καθώς και η σκηνοθετημένη εισβολή του τυχαίου (πουλιά, νερά, η σιωπή των περαστικών τα πρωινά) συνθέτουν έναν κοινό χώρο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «φροντιστικός». Τέτοιοι χώροι τρέφουν και γονιμοποιούν την ελπίδα.
Είναι εντελώς ανόητο, αλλά μερικές φορές –όταν περνάω από τη Λυρική και τα μεγάφωνα παίζουν κάποια μουσική φράση του Χατζιδάκι, ενώ ο ήλιος λάμπει στο κανάλι και μυρίζουν οι θάμνοι– νιώθω πως όλα μπορώ να τα καταφέρω. Σαν ο κοινός χώρος να είναι ένας καλός και αξιόπιστος φίλος. Χρειαζόμαστε περισσότερους τέτοιους στην Αθήνα.

