Ο Βιτόλντ Ζαμπλόβσκι ξεκινά το βιβλίο του «Μαγειρεύοντας για έναν δικτάτορα» (μτφρ.: Μπεάτα Ζούλκιεβιτς, εκδ. Μεταίχμιο) με την ιστορία του Αμπού Αλί. Το σχετικό κεφάλαιο τιτλοφορείται «Κλέφτικη ψαρόσουπα». Η «ιστορία του Αμπού Αλί» και «κλέφτικη ψαρόσουπα». Θα μπορούσαν να είναι κεφάλαια από τις «Χίλιες και μία νύχτες»· δεν είναι όμως. Κεντρική φιγούρα στην αφήγηση του Αμπού είναι ο Σαντάμ Χουσεΐν. Ο Αμπού Αλί ήταν ο σεφ του Σαντάμ.
«Μια μέρα ο πρόεδρος Σαντάμ Χουσεΐν κάλεσε τους φίλους του στο σκάφος του». Η πρώτη πρόταση έχει και αυτή κάτι από το παραμυθένιο των «ιστοριών της Χαλιμάς». Ως εκεί όμως. «Εκανε ζέστη – ήταν ένα από τα πρώτα ανοιξιάτικα βράδια εκείνης της χρονιάς. Δεν κάναμε τότε κανένα πόλεμο, όλοι ήταν σε καλή διάθεση» – τόσο που ένας σωματοφύλακας του Σαντάμ ανακοινώνει στον Αλί ότι είχε ρεπό: «Ο πρόεδρος είπε ότι θα μαγειρέψει αυτός για όλους. Θα μας φτιάξει κόφτα».
Ο Σαντάμ προσφέρει ένα πιάτο και στον σεφ του. Οταν ο τελευταίος δοκιμάζει, το στόμα του παίρνει φωτιά. Ο Σαντάμ έχει αδειάσει ένα μπουκάλι ταμπάσκο στο κρέας. Ο Σαντάμ, που μισεί τα καυτερά, τον κοιτάζει και γελάει.
«Αν είχα χαλάσει εγώ το κρέας έτσι», λέει έξαλλος στον σωματοφύλακα ο Αμπού, «ο Σαντάμ θα μου ‘δινε κλωτσιά στον πισινό και θα μου ‘λεγε να του δώσω πίσω τα χρήματα. (…) Μερικές φορές έτσι έκανε. Οταν δεν του άρεσε κάτι, σε διέταζε να δώσεις πίσω τα χρήματα. Για το κρέας, για το ρύζι, για το ψάρι. “Αυτό είναι χάλια. Πρέπει να πληρώσεις πενήντα δηνάρια” έλεγε τότε».
Ο σωματοφύλακας «δίνει» τον Αλί στον Σαντάμ. Ο τελευταίος τον καλεί αμέσως. Πέφτει παγερή σιωπή. Ο Σαντάμ στην αρχή τον κοιτάζει οργισμένα. Μετά γελάει και του δίνει τα πενήντα δηνάρια. Δεν επέκρινες ποτέ τον Σαντάμ, λέει ο Αμπού. Εκείνο το βράδυ, όμως, είχε κέφια.
Ο Ζαμπλόβσκι συναντά τον Αμπού στη ισοπεδωμένη Βαγδάτη που λυμαίνονται βομβιστές αυτοκτονίας· ο Σαντάμ έχει πια πέσει. Ο Αλί θα μπει στη δούλεψή του κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν – Ιράκ. Συχνά τον συνοδεύει στο μέτωπο. «Αλλά με τον Σαντάμ τα πράγματα ήταν απρόβλεπτα, μια θα έπιανε κουβέντα με κάποιον αξιωματικό, μια θα πόζαρε για μια φωτογραφία –του άρεσε πάρα πολύ να φωτογραφίζεται– και συχνά έκαιγε το ρύζι. Ή έλεγε κάτι κι ενώ μιλούσε ασταμάτητα, έριχνε στην κατσαρόλα ένα ολόκληρο κιλό αλάτι. Επειτα, αυτό το καμένο ή υπερβολικά αλατισμένο ρύζι το σέρβιρε στους στρατιώτες. Επρεπε να το φάνε, αφού του το είχε μαγειρέψει ο πρόεδρος».
Ο Αμπού Αλί θυμάται ότι ο Ιρακινός δικτάτορας «ποτέ του δεν κατανάλωνε εισαγόμενα τρόφιμα: έτρωγε μονάχα ιρακινά πιάτα, ετοιμασμένα αποκλειστικά από ιρακινά προϊόντα. Γιατί να φάει εισαγόμενο ρύζι όταν το καλύτερο ρύζι του κόσμου είναι στο Ιράκ;».
Οταν συνελήφθη ο Σαντάμ, βρέθηκε πάνω του παστουρμάς που του είχε μαγειρέψει ο Αμπού Αλί. «Τον είχε μαζί του έως το τέλος».

