Δεν ζούσε ο Μάνος Χατζιδάκις το 2015, όταν ο Τζίμης Πανούσης ερμήνευσε στην τηλεόραση το τραγούδι του «Ενας ευαίσθητος ληστής» (ΑΝΤ1, 9.12.2015). Υποψιαζόμαστε ότι θα το χειροκροτούσε, κι ας ήταν ένα μόνο θραύσμα από το άλμπουμ «Μυθολογία» (1966). Ο μέγας δημιουργός εκτιμούσε αφάνταστα τον αντισυμβατικό καλλιτέχνη. Οπως ξεσκάλισε ο κ. Αρης Δημοκίδης στο ηχητικό ντοκιμαντέρ «Η απροσδόκητη φιλία Μάνου Χατζιδάκι – Τζίμη Πανούση» (Lifo, 23.5.2023), ο πατριάρχης του νέου ελληνικού τραγουδιού τον αποκαλούσε «χαρισματικό».
Επίσης δεν ξέρουμε τι θα έλεγε και ο Ευγένιος Ο’ Νιλ, στο κείμενο του οποίου πάτησε ο Νίκος Γκάτσος για να φτιάξει τους αριστουργηματικούς στίχους της «Μυθολογίας». Ομως έτσι προχωράει η τέχνη: πατώντας σε ώμους γιγάντων. Το τελευταίο δεν εξασφαλίζει περαιτέρω τέχνη· όσοι πατούν πάνω σε ώμους γιγάντων δεν παράγουν αναγκαστικώς αριστουργήματα. Αντιθέτως, ξέρουμε ότι 99/100 φορές αποτυγχάνουν. Αλλά για να επιτύχει η μία φορά και να προχωρήσει η τέχνη πρέπει να επιτραπεί σε όλους να δοκιμάσουν.
Στις ΗΠΑ, την περίοδο άνθησης του Διαδικτύου, είχε ξεκινήσει μεγάλη συζήτηση αν οι νόμοι πνευματικής ιδιοκτησίας στραγγαλίζουν την τέχνη. Νέοι στοχαστές αναρωτήθηκαν πώς μπορεί να διασφαλιστεί η πνευματική ιδιοκτησία όταν η δημιουργία αποκολλιέται από τον υλικό της φορέα, π.χ. χαρτί, βινύλιο κ.ά. Αλλοι προβληματίστηκαν πώς μπορεί να τεκμηριωθεί ιδιοκτησία ενός έργου που βασίζεται σε προηγούμενους μύθους που είναι κοινό κτήμα. Είναι αυτό που λέμε εμείς ότι «όλος ο κόσμος πρέπει να πληρώνει στην Ελλάδα δικαιώματα για όσα πρόσφεραν οι αρχαίοι», αλλά στα σοβαρά. Επρεπε ο Ντίσνεϊ να πληρώσει δικαιώματα για το παραδοσιακό ευρωπαϊκό παραμύθι (που μετέγραψαν οι αδελφοί Γκριμ) «Η Χιονάτη και οι 7 Νάνοι», όταν γύρισε το 1937 την ομώνυμη ταινία;
Τα μεγαλύτερα έργα κλασικής μουσικής έντυσαν τη –θεωρούμενη από κάποιους «ευτελή»– τέχνη των κινουμένων σχεδίων. Ετσι όμως έγινε η αριστουργηματική «Φαντασία» του Ντίσνεϊ.
Οι αγγλοσάξονες όμως ήταν κάποτε πρακτικοί άνθρωποι. Πρώτα οι Βρετανοί (1623) και μετά οι Αμερικανοί (1787) κατοχύρωσαν για τους συγγραφείς και εφευρέτες «αποκλειστικά δικαιώματα στα γραπτά τους και στις εφευρέσεις τους για περιορισμένο χρόνο», βάζοντας ταυτοχρόνως πολλές ασφαλιστικές δικλίδες για να μην πνίξουν τη δημιουργικότητα. Η περιορισμένη αυτή προστασία θεσπίστηκε στο αμερικανικό Σύνταγμα, παρά το γεγονός ότι ο Τόμας Τζέφερσον έγραφε ότι «αν η φύση έχει κάνει ένα πράγμα λιγότερο επιδεκτικό απ’ όλα τα άλλα στο δικαίωμα αποκλειστικής ιδιοκτησίας, αυτό είναι η ενέργεια της σκέψης, αυτό που αποκαλείται ιδέα».
Η περίοδος προστασίας ξεκίνησε από τα 8 έτη, για να γίνει 20, μετά 50 κ.ο.κ., και τώρα οι μεγάλες επιχειρήσεις διαχείρισης δικαιωμάτων προσπαθούν να ξεπεράσουν τη συνταγματική πρόβλεψη περί «περιορισμένου χρόνου», ζητώντας να γραφτεί στον νόμο ότι τα έργα προστατεύονται «στην αιωνιότητα πλην μία μέρα». Ομως στο αγγλοσαξονικό δίκαιο δεν υπάρχει το αποκαλούμενο «ηθικό δικαίωμα», όπως σε κάποιες νομοθεσίες της ηπειρωτικής Ευρώπης· της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης. Οποιος χρησιμοποιεί ένα έργο πληρώνει, και αντιστρόφως. Ο καλλιτέχνης ή οι κληρονόμοι του δεν έχουν λόγο για τη χρήση του έργου κι αυτό είναι πολύ λογικό. Ουδείς μπορεί εκ των προτέρων να κρίνει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της επανάχρησης ενός έργου. Τα μεγαλύτερα έργα κλασικής μουσικής έντυσαν τη –θεωρούμενη από κάποιους «ευτελή»– τέχνη των κινουμένων σχεδίων. Ετσι όμως έγινε η αριστουργηματική «Φαντασία» του Ντίσνεϊ, χωρίς να ξεχνάμε το γεγονός ότι γενιές ολόκληρες μυήθηκαν στην υψηλή τέχνη βλέποντας «Μίκυ Μάους».
Με άλλα λόγια, δεν ξέρουμε πώς θα τραγουδήσουν έργα του Χατζιδάκι ο κ. Γιάννης Χαρούλης και η κ. Νατάσσα Μποφίλιου. Ως γνωστόν, ο κληρονόμος της πνευματικής ιδιοκτησίας του μεγάλου μουσουργού απαγόρευσε –επικαλούμενος το ηθικό δικαίωμα– την εκτέλεσή τους από τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες, κάτι που εκτός από άδικο είναι και αντιπαραγωγικό.

