Μετά τα μπλόκα, τι;

3' 44" χρόνος ανάγνωσης

Με κάποιον τρόπο (για τα χαρακτηριστικά του οποίου δεν προτίθεμαι να κάνω υποθέσεις) οι τωρινές αγροτικές κινητοποιήσεις θα φτάσουν σε κάποιο τέλος, διάλειμμα ή όπως αλλιώς θα θέλει να χαρακτηρίσει κανείς το άνοιγμα των δρόμων και την επιστροφή των τρακτέρ στα χωράφια. Αλλά σε αντίθεση με προηγούμενες περιπτώσεις αγροτικών κινητοποιήσεων, οι τωρινές έχουν μια σημαντική ειδοποιό διαφορά.

Στις προηγούμενες κινητοποιήσεις η Κοινή Αγροτική Πολιτική βρισκόταν κάπου στο τέλος της λίστας των αγροτικών αιτημάτων, έτσι ώστε να βρίσκει την έκφρασή της και η παραδοσιακή αντιευρωπαϊκή εκδοχή του αγροτικού κόσμου χωρίς την ανάγκη διευκρίνισης για το αν τα προβλήματα που αναδείκνυαν οι κινητοποιήσεις ήταν συνέπεια της ΚΑΠ ή της στρεβλής εφαρμογής της. Το ότι ήταν το δεύτερο δεν ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει όποιος παρακολουθούσε την ΚΑΠ εκτός Ελλάδος, μια και, σε σχεδόν μόνιμη βάση, τα αιτήματα του αγροτικού κόσμου είχαν να κάνουν με την προηγούμενη (καμιά φορά και την προ-προηγούμενη) μεταρρύθμιση της ΚΑΠ τη στιγμή που το αφήγημα για την επόμενη είχε ήδη ξεκινήσει. Σε αυτό η Ελλάδα δεν ήταν η μόνη εξαίρεση.

Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, και σε μεγάλο βαθμό δύσκολα εξηγήσιμα εκτός της χώρας. Υστερα από 45 ολόκληρα χρόνια ένταξης στην Ε.Ε., κατά τα οποία η ΚΑΠ παρέχει στην Ελλάδα την υψηλότερη στρεμματική ενίσχυση (υπερδιπλάσια του μέσου κοινοτικού όρου) και την υψηλότερη ενίσχυση ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχει αφεθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε οι άμεσες ενισχύσεις των παραγωγών να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Πώς συνέβη αυτό;

Οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα στη συγκεκριμένη συγκυρία καταλήγουν σε μια κομματική αντιπαράθεση οπαδικού τύπου, η ένταση της οποίας εμποδίζει την ανάδειξη ενός διαχρονικού «ελλείμματος»: Η εφαρμογή της ΚΑΠ αφέθηκε σε ένα υπουργείο το οποίο βρισκόταν πολύ χαμηλά στην ιεραρχία των εκάστοτε κυβερνήσεων, με υπουργούς των οποίων η μέση διάρκεια της θητείας (ενδεικτική και μιας υπεροπτικής αποστασιοποίησης του τομέα από το υψηλότερο πολιτικό επίπεδο παρ’ όλη τη ρητορική της στρατηγικής του σημασίας) κάθε άλλο παρά άφηνε χρόνο για τη λύση διαρθρωτικών προβλημάτων. Αυτό συνοδεύθηκε από έναν δογματικό επαρχιωτισμό, που θεωρούσε τους πόρους της Ε.Ε. μια συνεχή ροή, ανεξάρτητη από υποχρεώσεις, δεσμεύσεις και σεβασμό στοιχειωδών κανόνων χρηστής διαχείρισής τους.

Η τωρινή ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα δεν αποτελεί απλώς μονόδρομο για τη συνέχιση αυτής της ροής πόρων, που προβλέπεται να μειωθεί στο μέλλον με βάση την πρόταση του προϋπολογισμού 2028-34 της Επιτροπής. Αποτελεί ταυτόχρονα και μια ευκαιρία επανεξέτασης τριών κρίσιμων παραμέτρων της εφαρμογής της ΚΑΠ που πεισματικά αρνήθηκαν να αντιμετωπίσουν διαδοχικές κυβερνήσεις: της αναγκαίας αναδιανομής των επιδοτήσεων, του προσδιορισμού του ρόλου των βοσκοτόπων και του συστήματος παροχής συμβουλών στους παραγωγούς.

Προφανώς και δεν είναι μόνο αυτά τα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας. Αλλά το αναμάσημα της καραμέλας ότι οι επιδοτήσεις στηρίζονται σε ιστορικά δεδομένα των αρχών του αιώνα, τη στιγμή που τρεις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ από τότε έχουν δώσει τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να προχωρήσουν σε σύγκλιση και αναδιανομή των επιδοτήσεων, δείχνει ότι το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος καθόρισε την αναιμική προσαρμογή της ελληνικής γεωργίας όχι μόνο στις εκάστοτε κατευθύνσεις της ΚΑΠ, αλλά και στις απαιτήσεις βελτίωσης της παραγωγικότητας του τομέα. Γιατί, αλλιώς αντιδράς στη γενικευμένη αύξηση του κόστους των εισροών, όταν η εισοδηματική ενίσχυση είναι «αποσυνδεδεμένη» από ένα συγκεκριμένο προϊόν, δίνοντάς σου τη δυνατότητα αλλαγής καλλιέργειας όταν αυτό χρειάζεται, και αλλιώς αντιδράς όταν έχεις δογματικά προσκολληθεί στον μύθο της συνδεδεμένης βοήθειας που σου επιβάλλει να παράγεις για να εισπράξεις επιδοτήσεις ακόμη και όταν η παραγωγή σου είναι ζημιογόνος.

Αναδιανομή χωρίς επανεξέταση του ρόλου των βοσκοτόπων και του τρόπου παροχής των επιδοτήσεων στην Ελλάδα θα είναι λειψή. Αλλά το πολιτικά κρίσιμο και δυσεπίλυτο δίλημμα που θέτει μια τέτοια προοπτική προϋποθέτει σταδιακή προσαρμογή και ξεκάθαρο ορίζοντα. Ενίσχυση της εκτατικής κτηνοτροφίας σημαίνει ενίσχυση και του εξαγωγικού προσανατολισμού της ελληνικής γεωργίας, αλλά και μείωση της στήριξης των αροτραίων καλλιεργειών, μια και το σύνολο των διαθέσιμων πόρων είναι δεδομένο. Ποια πρέπει να είναι η προσαρμογή των τελευταίων σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής; Και ποιος θα ενημερώσει τους παραγωγούς για τις νέες δυνατότητες, αλλά και τις παγίδες;

Θεωρητικά ο ρόλος ενός συστήματος παροχής συμβουλών είναι ακριβώς αυτός: στηρίζεται σε κάποιους γενικούς κανόνες παραγωγής και διάθεσης κοινών και διαφανών βάσεων στατιστικών δεδομένων και αναλύσεων που να δίνουν στους παραγωγούς τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε διαφορετικές λύσεις, αναλαμβάνοντας το ρίσκο που τους αντιστοιχεί. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επιλέξει ανάμεσα σε ένα σύστημα που στηρίζεται κυρίως στον δημόσιο τομέα (Ιρλανδία), στον ιδιωτικό (Ολλανδία) ή στη συνεργασία Δημοσίου, πανεπιστημίων και συνεταιρισμών (Δανία).

*Ο κ. Τάσος Χανιώτης, πρώην στέλεχος στη Διεύθυνση Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι Senior Guest Research Scholar του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάλυσης Εφαρμοσμένων Συστημάτων (IIASA) και Ειδικός Σύμβουλος του ForumforAG.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT