Προς το τέλος του βιβλίου του «Εθνικός Διχασμός. Οι επιπτώσεις στους θεσμούς και στην πολιτική κουλτούρα» (εκδ. Πατάκη), ο ιστορικός Ευάνθης Χατζηβασιλείου αναρωτιέται αν κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού σημειώθηκε και πολιτική πρόοδος. Κατά τη γνώμη του, θα ήταν άδικο να ειπωθεί ότι το στοιχείο της κατάπτωσης ήταν το μόνο που έφερε μαζί του ο Διχασμός.
«Αν μη τι άλλο, έστω και εάν στην περίοδο αυτή υπήρξε επανειλημμένα αποχή παρατάξεων από εκλογές (1915, 1923, 1935, 1946, αλλά και στις δεύτερες εκλογές του 1910 πιο πριν), πάντως οι εκλογικές αναμετρήσεις, όταν γίνονταν με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων, ήταν έντιμες και δεν αμφισβητούνταν (αυτό δεν συνέβαινε όμως για δημοψηφίσματα για το Πολιτειακό…). Επιπλέον, όπως γράφει, «και οι πολιτικές δυνάμεις ήθελαν και επιδίωκαν την πρόοδο, απλώς δεν μπορούσαν να απεμπλακούν από τον Διχασμό, που την ανέστελλε».
Ισως το πιο τρανταχτό παράδειγμα, που φανερώνει πως ακόμα και εν μέσω Εθνικού Διχασμού υπήρξε σημαντική πρόοδος για τη χώρα, είναι ο ίδιος ο Βενιζέλος. Οπως εύστοχα γράφει ο Χατζηβασιλείου, «παρά την εμπλοκή του στον Διχασμό, υπήρξε από το 1910 και παρέμεινε ένα από τα λαμπρότερα παραδείγματα μεταρρυθμιστή στην ελληνική ιστορία».
Μολονότι οι βενιζελισμός εμφανίστηκε, ως εξουσία, σε τρεις διαφορετικές εκδοχές (με τον τελευταίο να έχει το πιο συντηρητικό πρόσημο), επικράτησε μια «θεμελιώδης ενότητα της κοσμοαντίληψης και των στόχων του». Προοδευτικές ιδέες ο συγγραφέας εντοπίζει και στους αντιβενιζελικούς μολονότι «δεν είχαν τη μεταρρυθμιστική ορμή του Κρητικού». Ο Δημήτριος Γούναρης, γράφει, ήταν ένας «πρωτοπόρος υποστηρικτής μεταρρυθμιστικών ιδεών από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, πριν δηλαδή ο Βενιζέλος επισκιάσει τον οποιονδήποτε άλλον». Ο συγγραφέας στέκεται και στις πρωτοβουλίες των αντιβενιζελικών υπέρ της γυναικείας ψήφου (και των γυναικείων δικαιωμάτων ευρύτερα), αδυνατώντας να κατανοήσει «τη μόνιμη αμφιθυμία (αν όχι και περίπου εχθρότητα) των βενιζελικών απέναντι στο δικαίωμα ψήφου των γυναικών».
Εχει παρατηρηθεί και από άλλους ιστορικούς και αναλυτές η ισχυρή κοινοβουλευτική παράδοση που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα ήδη από τον 19ο αιώνα, την προτάσσει και ο Χατζηβασιλείου: «Από τον 19ο αιώνα το ελληνικό πολιτικό σύστημα είχε μια θεμελιώδη κοινοβουλευτική και φιλελεύθερη δημοκρατική ροπή», ενώ και στα χρόνια του Διχασμού, ειδικά μετά το 1922, το σύστημα «ήθελε ειλικρινά να απεμπλακεί από τους καταστροφικούς εναγκαλισμούς του». Πλην όμως, «ανακάλυψε σύντομα ότι, από τη στιγμή που είχε παραδοθεί σε αυτόν, ήταν δύσκολο να το πετύχει».
Αναφερόμενος στα χρόνια μετά τη χούντα, ο συγγραφέας γράφει πως «χρειάστηκαν εξήντα χρόνια για να ξεπεράσει η χώρα τη ρήξη που ξεκίνησε το 1915. Αλλά ένα φαινόμενο τόσο έντονο είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί από την ίδια τη γενιά που το δημιουργεί. Η υπέρβασή του πρέπει να περιμένει μια νεότερη γενιά, έτοιμη, προετοιμασμένη και ικανή (και νηφάλια ώστε) να αλλάξει σελίδα».

