Η νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη εντάσσεται στη σάγκα των έργων τέχνης που δείχνουν τη ζωή στην οικονομική κρίση ή, πια, τη μονιμοκρίση. Σε αντίθεση, όμως, με άλλες ταινίες, όπως του Κεν Λόουτς, δεν αισθάνεσαι καμία συμπάθεια για τον φτωχό πρωταγωνιστή. Κι αυτό γιατί η οικονομική του χρεοκοπία έπεται της ηθικής. Επεται μίας σειράς εσφαλμένων αποφάσεων που ναρκοθέτησαν το μέλλον των παιδιών του. Η πατρική κληρονομιά: λάθη.
Ο Θωμάς Αλεξόπουλος είναι ένας χρεοκοπημένος άνδρας-πάροχος. Οικογενειάρχης της πλάκας. «Επιχειρηματίας» λαμόγιο. Τρώει τα λεφτά του γιου του. Βάζει την κόρη του να υπογράφει έγγραφα. Ετσι, χρηματοδοτεί την αποτυχημένη επιχείρηση, το σπίτι στα νότια (θέα θάλασσα), τ’ αμάξια (δύο), μια άνετη ζωή (πλατό τυριών, κρασιά και ουίσκι για βραδινό). Στο μαγαζί του δεν πατάει ψυχή. Μόνη παρέα κάτι αργόσχολοι που διατηρούν καντίνα και διάφοροι κλητήρες/μπράβοι που έρχονται να του επιδώσουν τελεσίγραφο να εξοφλήσει. Τα χρέη υπερβαίνουν τις 300.000 ευρώ.
Ο τύπος περνάει χάλια, αλλά έχει την αύρα των ανθρώπων που δεν διδάσκονται από τίποτα. Βασανίζεται, όμως κυρίως βασανίζει. Την οικογένειά του κι όποιον βρεθεί στον δρόμο του. Αρπαγας. Σφετεριστής. Στη λογική του «όλοι μού χρωστάνε». Σε μια πλήρη αντιστροφή του ρόλου γονέα-παιδιού, θεωρείται αυτονόητο πως τα παιδιά του θα τον «βοηθήσουν».
Τις γυναίκες τις βλέπει σαν σακούλες με λεφτά. Δεν υπάρχει κάποιος φραγμός στο τι μπορεί να πει ο Αλεξόπουλος για να πάρει παράταση η ζωή με δανεικά. Οποια διαθέτει το παραμικρό κομπόδεμα είναι στόχος. Παράλληλα, παριστάνει τον πάροχο στην κόρη (της κάνει μακαρονάδα, της λέει ψέματα) και το άγριο αρσενικό στους δανειστές του (μιλάει ζόρικα, φέρεται χυδαία στη δικηγόρο). Εν ολίγοις, η ταινία είναι καθρέφτης μιας Ελλάδας που ξόφλησε κι ελπίζουμε να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Η διαγενεακή αδικία είναι τόσο πνιγηρή που ούτε οι οργισμένοι στίχοι του Λεξ που πλαισιώνουν έξοχα τους τίτλους τέλους δεν αρκούν να τη συλλάβουν.
Ολοι γνωρίζουμε ανθρώπους με τεράστιο προσωπικό χρέος που κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους στους πλειστηριασμούς. Μαθηματικά είναι σχεδόν βέβαιο πως όσοι ζουν στην Ελλάδα τώρα ξέρουν κάποιον που «έμπλεξε» – όχι, φυσικά, οπωσδήποτε, στρεφόμενος στους τοκογλύφους και στην αρπαγή χρημάτων από τις επόμενες γενιές. Ολοι περνάμε από καταστήματα που κλείσανε ή άλλα που δεν πατάει ψυχή. Από βιτρίνες-φαντάσματα στην εθνική οδό, στον δρόμο προς τα αεροδρόμια, σε κάτι σημεία με άταφες επιχειρήσεις στην επαρχία, οι ταμπέλες τους σκουριασμένες, τα τζάμια βρώμικα, το κτίριο ημιτελές, κάτω απ’ την πόρτα σωρός οι ανεπίδοτοι λογαριασμοί. Η ταινία είναι σάρκα από τη σάρκα μας, σε πιο γκροτέσκ τόνους.
Η μοναξιά του ξιπασμένου Θωμά Αλεξόπουλου είναι συντριπτική όταν κάνει το καφεδάκι του και κοιτάζει τον δρόμο πίσω από το τζάμι της χρεοκοπημένης επιχείρησης. Ερχονται να του κόψουν το ρεύμα. Ομως εκεί, στον πάτο, δεν του περνάει απ’ το μυαλό να ζητήσει ειλικρινή συγγνώμη. Να χάσει τις ανέσεις του, να μεταμεληθεί, να ζήσει τίμια με ταπεινότητα, να χτίσει αληθινή σχέση με τα παιδιά του, να. Να κάνει κάτι. Τι; Κάτι που θεραπεύει το κακό που έχει ήδη γίνει. Αντιθέτως, σαν άγριο θηρίο τρώει σουβλάκια απ’ την καντίνα και μηχανεύεται τρόπους να κυλιστεί βαθύτερα στη λάσπη. Οπότε η ταινία, τελικά, αναπτύσσεται γύρω από μία σπείρα ηθικού ξεπεσμού του πρωταγωνιστή με φρικτή έκβαση (σκέφτομαι τον «Πότη» του Hans Fallada).
Από το μαλακό, μετρημένο και εύτακτο σύμπαν της θαλπωρής των γυναικών είναι εξόριστος. Οταν τον βοηθούν, όμως, και τον βοηθούν συχνά οι γυναίκες της ταινίας, δεν το κάνουν επειδή πιστεύουν στα ψέματα του. Αλλά επειδή είναι καλές. Ή κορόιδα. Ή υπνωτισμένες από τον Νάρκισσο. Ή υπερβολικά συμβατικές. Ολες οι ερμηνείες έχουν βάση. Ακόμη κι αυτή που λέει πως οι γυναίκες της ζωής του τον λυπούνται. Θα ακουστώ υπερβολική, αλλά νομίζω πως η ταινία ήταν αναγκαία.

