Κάθε χρόνο το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης βγάζει τη «λέξη της χρονιάς». Η αγγλική γλώσσα είναι μια πλαστελίνη που πλάθουμε μερικά εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως, με τις προφορές μας, τις συνομιλίες μας, τις πολιτισμικές μας καταβολές, τα αναγνώσματά μας, τις σπουδές μας ή την έλλειψή τους κ.λπ. Φέτος η λέξη ήταν rage-bait.
Η λέξη συντίθεται από δύο άλλες. «Rage» (θυμός, οργή) και «bait» (δόλωμα). Δηλώνει το διαδικτυακό περιεχόμενο που είναι έτσι φτιαγμένο ώστε να προκαλέσει οργή/ξέσπασμα. Το αγχωτικό, προκλητικό ή ευθέως προσβλητικό περιεχόμενο. Μία ημίτρελη ανάρτηση που λες «δεν το είπε». Αγενή, κακοήθη σχόλια.
Μια «εξομολόγηση» που είναι τόσο άβολη ώστε τα μάτια σου κολλάνε στην οθόνη, η καρδιά σου χτυπάει πιο γρήγορα. Η διαδικτυακή περσόνα που σου σπάει τα νεύρα. Η τροποποιημένη με ΤΝ ιστοσελίδα που σε μπερδεύει. Θα μπορούσαμε να το συνδυάσουμε με τη λέξη hate-reading (ανάγνωση για λόγους μίσους) και την περιδιάβαση στους λογαριασμούς απαίσιων διαδικτυακών τρολ και εξυπνάκηδων που μασκαρεύουν τη μιζέρια σαν εξυπνάδα. Ολ’ αυτά για να δημιουργείται «κίνηση» (=λεφτά) στις χαμηλού επιπέδου σελίδες.
Το εξοργιστικό περιεχόμενο δημιουργεί «σιλό» σκέψης, καλά προστατευμένους, αεροστεγείς χώρους από μπετόν όπου κλεινόμαστε και δεν ακούμε παρά την ηχώ της δικής μας άποψης. Νομίζουμε ότι η «αντίθετη άποψη» είναι η πιο ακραία εκδοχή των ιδεών με τις οποίες διαφωνούμε. Πραγματική συζήτηση δεν γίνεται, γιατί ποιος μπορεί να μιλήσει για ιδέες μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, σχόλια, κακότητα και υστεροβουλία; Το αποτέλεσμα είναι άνθρωποι που απλουστεύουν υπερβολικά τις προκλήσεις της ζωής. Το rage-bait είναι συρρίκνωση. Μειωτική σύλληψη του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Σε κάνει να πιστεύεις πως η πολιτική ομάδα με την οποία διαφωνείς αποτελείται μόνο από ακραίους θερμοκέφαλους.
Μπορούμε να αντιπαραβάλουμε την πρακτική αυτή με τη βαθύτερη έκθεση σε «άλλες ιδέες» που γίνεται σε μία υψηλού επιπέδου διάλεξη/φυσική συζήτηση. Σ’ ένα καλό δοκίμιο. Ή σε ένα μακρύ podcast όπου έχει κανείς πράγματι την ευκαιρία να παρουσιάσει τις απόψεις του χωρίς να θεωρηθεί τέρας/ακραίος, υπερβολικά woke, φασίστας ή να προκαλέσει άλλους χαρακτηρισμούς στους οποίους καταφεύγουμε μέσα σε δευτερόλεπτα, ακρωτηριάζοντας την περιπλοκότητα των ανθρώπων, κάνοντάς τους μικρούς, ένα άθροισμα από πίξελ.
Προσωπικά, δεν διαβάζω συνέχεια δοκίμια με τα οποία ξέρω από πριν πως συμφωνώ. Δεν ακούω μόνον προοδευτικά podcasts και ραδιόφωνα. Επιχειρώ συστηματικά να εκτεθώ στην «άλλη άποψη», η οποία τελικά είναι ένα διευρυμένο σύνολο από ετερογενείς απόψεις. Αλλάζω γνώμες και μετά αλλάζω πάλι, κατανοώ και μετά δεν έχω κατανόηση για τίποτα, αμφιβάλλω – πράγματα ανεπίτρεπτα στην απάνθρωπη λογική που προωθεί το υπερ-επιταχυμένο διαδίκτυο.
Η λέξη rage-bait φανερώνει μια αλλαγή στον τρόπο που σκεφτόμαστε την προσοχή. Η προσοχή είναι νόμισμα. Υπάρχουν σημεία για επένδυση με πολλαπλά, μακροπρόθεσμα οφέλη και γωνιές του διαδικτύου σκέτη απάτη, ρουλέτα, μαύρη τρύπα. Διόλου τυχαία η περυσινή λέξη της χρονιάς ήταν «brainrot»: σάπισμα εγκεφάλου, από την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων περιεχομένου χαμηλού επιπέδου.
«Η λέξη της χρονιάς μάς καλεί να σταθούμε και να στοχαστούμε πάνω στις δυνάμεις που διαμορφώνουν τη συλλογική μας γλώσσα», είπαν οι γλωσσολόγοι της Οξφόρδης στη χθεσινή τους ανακοίνωση.
Η γλώσσα, πάντως, ακόμη κι αυτή των ποιητών, είναι πάντα ποτισμένη απ’ τη συλλογικότητα. Ο τρόπος που μιλάμε για το διαδίκτυο έχει αλλάξει, για να φανερώσει μια συλλογική καχυποψία. Επιστρατεύουμε γλώσσα αυτοάμυνας, λέξεις που υπονοούν αφύπνιση μπροστά στη μαζική αποβλάκωση, την τεχνολογικά υποβοηθούμενη θλίψη και την επικράτηση της αγένειας. Μέσα από τις συνειδητοποιήσεις αυτές θα έρθουν νέες συμπεριφορές κι ύστερα οι λέξεις της ευγένειας, της δημιουργικότητας. Αυτές που θα δηλώνουν ανάκτηση χαμένου χρόνου και της χαμένης σφριγηλότητας του νου, αμήν. Η γλώσσα είμαστε εμείς κι οι λέξεις είναι οι κόσμοι μας.

