Είναι όντως δύσκολα τα πράγματα; Ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλός (γι’ αυτό εξακολουθεί η «διαρροή εγκεφάλων» και η ερημοποίηση της επαρχίας). Ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί. Αγαθά και υπηρεσίες είναι ακριβά και χαμηλής ποιότητας. Το συζητάμε συνέχεια εδώ: εάν οι περισσότεροι άνθρωποι τα βγάζουν δύσκολα πέρα, ποιοι είναι όλοι αυτοί που πίνουν στα μπαρ; Που γεμίζουν τα μαγαζιά μέχρι το πεζοδρόμιο Τρίτη έως Σάββατο;
Αρχικά, η νυχτερινή έξοδος δεν είναι μονοσήμαντη συμπεριφορά, επιδέχεται διάφορες ερμηνείες. Οσοι πίνουν στα μπαρ μπορεί να αμελούν καθήκοντα και υποχρεώσεις. Μπορεί να έχουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ προσωπικό χρέος, αγωνία για το πώς θα βγει ο μήνας, απλήρωτους εργαζομένους. Μ’ άλλα λόγια, είναι κάπως περίεργο να τους θεωρήσουμε ενδείκτες μίας οικονομίας που ακμάζει. Αντιθέτως, η συμπεριφορά τους μπορεί να φανερώνει πως έχουν πέσει σε «παγίδα φτώχειας». Βγάζεις λίγα και τα σπαταλάς σε χαζομάρες, δεν χτίζεις μέλλον.
Η μόνιμη έξοδος στο ξενυχτάδικο, η καταναγκαστική αγορά μίας ακριβής τσάντας, καθώς και χειρότεροι τρόποι να σωρεύσει κανείς προσωπικό χρέος ή οικονομικές δυσκολίες είναι συμπεριφορές απελπισίας που συχνά υιοθετεί κανείς, για να αντέχει την= δύσκολη εργασιακή και προσωπική του κατάσταση. Το βιβλίο Deaths Of Despair, για το οποίο έχουμε ξαναμιλήσει, δείχνει πώς φτωχοί λευκοί Αμερικανοί εργάτες σκοτώνουν με αργό τρόπο τον οργανισμό τους με ψυχοφάρμακα, αλκοολισμό και πλήθος άλλους εθισμούς. Με άλλα λόγια, οι όρθιοι στα ξενυχτάδικα δεν αποκλείεται να είναι απελπισμένοι.
Υστερα, η στέγη. Η στέγη είναι συνδεδεμένη με την ικανοποίηση που αντλείς απ’ τη δουλειά. Γυρίζεις σπίτι, σου αρέσει, αγαπάς τη δουλειά που το πληρώνει. Απλά πράγματα. Οταν οι νέοι χάνουν την ελπίδα να αποκτήσουν δικό τους σπίτι και μετά τη δουλειά γυρίζουν στο παιδικό τους δωμάτιο, αλλάζουν συμπεριφορά, σύμφωνα με πρόσφατη επιστημονική δημοσίευση (Some Second Order Effects of Unaffordable Housing, Tyler Cowen). Συγκεκριμένα: καταναλώνουν περισσότερο, αποταμιεύουν λιγότερα, αναλαμβάνουν ρίσκα.
Η πιο προβληματική ριψοκίνδυνη συμπεριφορά, οι εθισμοί, είναι δημοφιλέστατη στην Ελλάδα, ειδικά μεταξύ των πολύ νέων. Το κενό βρυχάται. Θέλει ουσίες, τζόγο, αλκοόλ, τσιγάρο με γεύση φρούτα. Η αποταμίευση είναι αλλόκοτη έννοια, θαμμένη κάτω από τόνους φρικώδους λαϊφστάιλ της γενιάς των γονιών μας, της γενιάς που άδειασε τα ταμεία. Η στέγη είναι ζήτημα «κοινωνικής ψυχολογίας, παραγωγικότητας και σταθερότητας» ,συμπεραίνει ο Adam Markakis στο προσωπικό του ιστολόγιο (Πολεοσκόπιο, 26 Νοεμβρίου 2025), ενώ συνδέει την απελπισία γύρω από τη στέγη με τη μειωμένη παραγωγικότητα στις δουλειές. Παρατηρείται και κανονική απροθυμία προς εργασία. Πλέον παίζει κι αυτό. Δεν είναι ταμπού. Αρκετοί λένε πως δεν θέλουν να εργαστούν καθόλου, δεν βγάζει νόημα. Η πρόωρη συνταξιοδότηση δεν είναι πλέον «λύση» μετά τη χρεοκοπία. Υπάρχουν, όμως, άλλες του 19ου αιώνα: γάμος, κληρονομικά, οικογένεια.
Αντίθετα μ’ αυτά, η αποταμίευση προϋποθέτει την ικανότητα να φαντάζεται κανείς τον εαυτό του στο μέλλον και να καταστρώνει σχέδιο δράσης. Το ίδιο και το σκύψιμο πάνω από την εργασία. Είναι μια διαρκής προβολή στο μέλλον: στρώνομαι σήμερα, ώστε να είμαι καλύτερη αύριο.
Οταν απεχθάνεσαι αυτό που κάνεις, επειδή σε πληρώνει υποτιμητικά ή δεν έχει καμία σχέση με όσα σ’ ενδιαφέρουν στη ζωή, ενδέχεται να μην κάνεις τη μεγάλη παραίτηση που προέβλεπαν τα περιοδικά της περιόδου της πανδημίας. Μπορεί να την περνάς στο όρθιο Φειδίου ή Ασκληπιού, στα ποτάδικα και τα νυχτερινά κέντρα των νοτίων προαστίων ή όπου, τέλος πάντων, πωλείται λήθη. Κανένα πρόβλημα μ’ αυτό. Ας μην παρερμηνεύεται, όμως, σαν ενδείκτης μίας αγοράς που κατανέμει αποτελεσματικά ταλέντα και πόρους. Ας δούμε τα ποσά που δαπανούν οι νέοι Ελληνες σε ενοίκιο και τρόφιμα, καθώς και τα (σχεδόν ανύπαρκτα) ποσά που αποταμιεύουν ή τοποθετούν σε προσωπικές επενδύσεις.

