Συμμετέχοντας πριν από μία εβδομάδα στον αρχιτεκτονικό περίπατο που οργάνωσε η «Κ» στην Κυψέλη, με ιδανικό «ξεναγό» τον αγαπημένο συνάδελφο, συγγραφέα και εν γένει μοναδικό στο είδος του Νίκο Βατόπουλο, συνειδητοποίησα (όχι για πρώτη φορά) ότι βασικό πρόβλημα στην Αθήνα δεν είναι ένα από αυτά με τα οποία πολλοί από εμάς μάθαμε να γκρινιάζουμε μεγαλώνοντας: την ασφυκτική κτιριακή πυκνότητα, τη μέτρια έως κακή ποιότητα των οικοδομών της αντιπαροχής, την έλλειψη πρασίνου.
Ολα αυτά ισχύουν, αλλά έρχονται δεύτερα όταν πρέπει απλά να ακολουθήσεις μια αρχιτεκτονική ξενάγηση και η εμπειρία του δρόμου επιβάλλει τις δικές της πρακτικές και ψυχικές συντεταγμένες. Από τον πακτωλό Ι.Χ. σε κάθε τύπο αθηναϊκού συνοικιακού δρόμου, τα καχεκτικά πεζοδρόμια που ανακατασκευάζονται για να διατηρήσουν το ίδιο ακριβώς καχεκτικό πλάτος τους μέχρι τον αισθητικό κανιβαλισμό των ισογείων χάρη στον ασυγκράτητο εκφραστικό οίστρο όσων καταστρέφουν συστηματικά με τα σπρέι τους αυτό που (στα λόγια) υποτίθεται ότι υπερασπίζονται: τον δημόσιο χώρο.
Πώς θα προσελκύσουμε «ποιοτικούς» επισκέπτες, όπως υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός, σε μια πόλη δυστυχισμένων;
Είναι, λοιπόν, κυρίως η εμπειρία του δρόμου (και όχι τόσο πολύ η αισθητική αποτίμηση των κτιρίων μας) που ορίζει το μέτρο της ποιότητας της ζωής μας και οριοθετεί ένα πλαίσιο καθημερινότητας, από τις πιο απλές διαδρομές με τα πόδια μέχρι τις πιο σύνθετες και απαιτητικές με τη δημόσια συγκοινωνία ή το Ι.Χ.
Το αποτέλεσμα της εμπειρίας αυτής μου σκιαγράφησε –διστακτικά στην αρχή– ένας φίλος, γέννημα-θρέμμα Αθηναίος, ο οποίος ζει τις τελευταίες δύο δεκαετίες σε πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. «Δεν βλέπεις χαρά και απόλαυση στην Αθήνα σε μια κανονική ημέρα, όχι στις 10 το βράδυ σε ένα μπαρ ή σε μια ταβέρνα το καλοκαίρι. Ο κόσμος δεν χαίρεται την πόλη του, μοιάζει αγχωμένος και αποτραβηγμένος σε ένα προσωπικό σύμπαν όπου όλα έξω από το σπίτι του είναι δύσκολα και επιθετικά: τα εξουθενωτικά μποτιλιαρίσματα στους δρόμους, η διαρκής επαγρύπνηση ως πεζός, μια αίσθηση παραίτησης και απόσυρσης χωρίς τις βαλβίδες ψυχικής εκτόνωσης που προσφέρει μια μεσαία ευρωπαϊκή πόλη». Ο τόνος της φωνής του δεν πρόδιδε ούτε έπαρση ή υποτίμηση, αλλά απογοήτευση και νοιάξιμο για τον τόπο του. Θα ήθελε κάποια μέρα να επιστρέψει.
«Εχω τη φιλοδοξία να κάνω την Ελλάδα τον Νο 1 τουριστικό προορισμό στον κόσμο σε επίπεδο ποιότητας», δήλωσε την Τρίτη ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα του συνεδρίου «Reimagine Tourism 2025», που διοργάνωσε η «Καθημερινή». Εκδήλωση, οπωσδήποτε, καλών προθέσεων, υπό μία βασική προϋπόθεση: οι «ποιοτικοί» επισκέπτες επιλέγουν συνήθως προορισμούς με σχετικά ικανοποιημένους από τη ζωή τους μόνιμους κατοίκους. Επομένως, ο ένας στόχος προϋποθέτει έναν ακόμη πιο φιλόδοξο: να βελτιωθεί θεαματικά τα επόμενα χρόνια η εμπειρία της καθημερινότητας, τουλάχιστον, για τους μισούς Ελληνες.

