Στις ΗΠΑ είναι σύνηθες το φαινόμενο ένας συγγραφέας να παρουσιάζει στο κοινό, διά ζώσης, απόσπασμα του υπό έκδοσιν βιβλίου του ενώ ακόμη βρίσκεται στη φάση της συγγραφής του. Δηλαδή πριν το ολοκληρώσει και το παραδώσει στον εκδότη του. Είναι μια τακτική για την καλύτερη προώθησή του όταν θα κυκλοφορήσει. Στην Ελλάδα αυτό το φαινόμενο είναι παντελώς άγνωστο. Αποτελεί όμως προσφιλή πρακτική η προδημοσίευση αποσπασμάτων ενός βιβλίου λίγο πριν από την κυκλοφορία του.
Αυτήν την τακτική ακολουθεί και ο εκδοτικός οίκος που ανέλαβε την έκδοση του φημισμένου πλέον βιβλίου του Αλέξη Τσίπρα «Ιθάκη». Εχω διαβάσει προσεκτικά όλα τα δημοσιευμένα αποσπάσματά του και μάλλον αναθεωρώ την άποψη που είχα διαμορφώσει για το τι ώθησε έναν πρώην πρωθυπουργό να συγγράψει βιβλίο για τις ημέρες της πρωθυπουργίας του. Τείνω να πιστέψω πως πρόκειται για κάτι πολύ βαθύτερο από το rebranding. Αυτό έχει μια συγκεκριμένη πολιτική λειτουργία, η οποία μπορεί να πετύχει ή να αποτύχει. Πίσω από αυτά που διαβάζω κρύβεται η προσπάθεια του συγγραφέα για μια ψυχική αποσυμπίεση, ένα ξεφόρτωμα του βάρους που κουβαλούσε όλα αυτά τα χρόνια. Γι’ αυτό είναι και δηκτικός προς πρώην συντρόφους και συνεργάτες του, ενώ είθισται σε παρόμοια βιβλία ο συγγραφέας να έχει έναν καλό λόγο για όλους, ακόμη και γι’ αυτούς που τον παίδεψαν.
Με τα όσα αναφέρει ο Αλέξης Τσίπρας στο βιβλίο του φαίνεται πως θέλει να κλείσει παλιούς λογαριασμούς, ώστε η νέα αρχή του να μην κουβαλάει τις δουλείες του παρελθόντος του.
Εχω την εντύπωση πως η διαχωριστική γραμμή που τραβάει με ένα κομμάτι του παρελθόντος του δευτερευόντως είναι πολιτική. Πρωτίστως καλύπτει την ανάγκη του εξομολογουμένου, ο οποίος εναγωνίως αναζητεί, διά της εξομολογήσεως, μια επανεκκίνηση. Ετσι, το διάσημο πλέον rebranding συγκατοικεί μοιραία με το restarting. Το δεύτερο αποτελεί το λογικό επακόλουθο του πρώτου. Και το πρώτο την conditio sine qua non του δεύτερου. Με τα όσα αναφέρει ο Αλ. Τσίπρας φαίνεται πως θέλει να κλείσει παλιούς λογαριασμούς, ώστε η νέα αρχή του να μην κουβαλάει τις δουλείες του παρελθόντος του. Χθεσινός δεν είναι, άρα γνωρίζει πως στην πολιτική, όπως και στην Ιστορία, διαγραφή μνήμης δεν υπάρχει. Αυτή μας ακολουθεί όσο και αν θέλουμε να την ξεφορτωθούμε. Και για τα δημόσια πρόσωπα η μνήμη των πεπραγμένων τους είναι και αυτή δημόσια, συνεπώς απαράγραπτη.
Τούτων δοθέντων, η «Ιθάκη» είναι για τον συγγραφέα το ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Απολογείται, δικαιολογείται, τιμωρεί και επικρίνει με τον τρόπο του όσους τον ταλαιπώρησαν στους 54 μήνες της πρωθυπουργίας του. Με την απόσταση του χρόνου είναι ανθρώπινο να επανεκτιμά την απώλεια όχι μόνον των εργατοωρών, αλλά και της ψυχικής του ηρεμίας όταν προσπαθούσε να πείσει τα μέλη της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από πολύωρες συνεδριάσεις, για την ορθότητα των επιλογών του. Και όταν δεν συμφωνούσαν, τους έβαζε να ξαναψηφίσουν. Με την εξομολόγηση μέσω της «Ιθάκης» θέλει να βγάλει από μέσα του όλες αυτές τις ψυχοφθόρες δοκιμασίες.

