Το Σάββατο, καθισμένη σ’ ένα μπαρ στο Σύνταγμα, είδα το εξής. Ενας κύριος κάποιας ηλικίας έπινε ποτό με το νύχι του στο κινητό. Καθόταν μ’ έναν τρόπο που να του επιτρέπει να ρουφάει όσο το δυνατόν περισσότερο «περιεχόμενο». Το δάχτυλο δεν σταματούσε, είχε αποκολληθεί από το περιβάλλον. Κάποια στιγμή έκανε δυνατά βιντεοκλήση. Βγήκα.
Αλλού, άλλη μέρα, στο καφέ. Παρέες νέων ατόμων συζητούσαν, διάβαζαν το βιβλίο τους. Δυο τρεις «μεγαλύτεροι» κολλημένοι στο κινητό. Η μία κοιτούσε παπούτσια, κολάν. Ο άλλος στην αντικοινωνική δικτύωση, έλεγε νεάκια. Το ’χω δει στους γονείς μου, στους φίλους τους, σε συνεργάτες, σε φίλους που μου αφηγούνται πώς χάνουν την ικανότητά τους να απολαμβάνουν. Οταν τους απευθύνομαι νιώθω πως δεν είμαι αρκετά υπερθεαματική, για να κρατήσω την προσοχή τους. Τα λόγια μου ανταγωνίζονται τηγάνια, κοιλιακούς και αυτήν την απίστευτα άβολη και ανησυχαστική επιθυμία τους για σέλφις ή για καταγραφή – γιατί 20 φωτογραφίες τη μέρα;
Μπροστά στον ψηφιακό ολοκληρωτισμό οι μεγαλύτερες γενιές είναι απολύτως απροστάτευτες, μεταξύ άλλων, επιχειρώντας να «χωρέσουν» σε συμπεριφορές που σε μία εβδομάδα έχουν παλιώσει ή να μεταχειριστούν το κινητό σαν «άλλο ένα εργαλείο» – ενώ στην πράξη τούς χειρίζεται αυτό. Ανάλογα με τον βαθμό της εθιστικής προσωπικότητας, τις αντιστάσεις, τη μόρφωση και άλλες υποχρεώσεις που τυχόν έχουν, αντιδρούν διαφορετικά στις τεχνολογίες αποβλάκωσης, αυτό, όμως, δεν είναι παρηγοριά.
Η αποβλάκωση των μεγαλύτερων είναι απολύτως επικίνδυνη. Κατ’ αρχάς, σε μια χώρα που έχει χάσμα γενεών αυτό θα μεγαλώσει, αφού τα αντικοινωνικά δίκτυα λειτουργούν ως «θερμοκήπια» των ιδεών που ήδη έχεις. Καταναλώνεις το γνώριμο, την ηχώ του εαυτού σου. Πού θα συναντηθούμε για να έρθουμε σε επαφή; Υστερα, οι μεγαλύτεροι συχνά δεν έχουν την εμπειρία ώστε μέσα σε δευτερόλεπτα να ξεδιαλύνουν το αληθινό από το ψεύτικο, τις απάτες, την πλαισίωση και τις παγίδες. Τέλος, παρά την έμφαση των επιστημόνων στους ανηλίκους, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ζητήματα ψυχικής υγείας που προκύπτουν από τις διαρκείς συγκρίσεις, συγκρούσεις και «συζητήσεις» στα αντικοινωνικά δίκτυα πλήττουν και τις μεγαλύτερες ηλικίες.
Και οι εξηντάχρονοι μπορούν να πάθουν μεγαλομανία και κατάθλιψη – παθαίνουν. Και οι μεγαλύτεροι αισθάνονται μοναξιά, ειδικά εάν μένουν σε «άδειες φωλιές». Και οι ώριμες γυναίκες νιώθουν απίστευτη ανασφάλεια για την εξωτερική τους εμφάνιση. Οι συγκρίσεις με μια ζωή που είναι ψεύτικη και πλαστική δεν είναι προνόμιο των μικρών και ανόητων. Για να μη μιλήσω για τη διάσπαση της προσοχής ή το ρούφηγμα του χρόνου τους από μια χούφτα εφαρμογές. Η χρήση, π.χ., του Facebook, δεν αποτελεί δεξιότητα, σε αντίθεση με τη χρήση των χαρτών, τη γρήγορη πληκτρολόγηση ή τη διαδικτυακή εξάσκηση σε κάποια ξένη γλώσσα. Στον εθισμό, όμως, εκεί επενδύουν τον χρόνο τους μαζικά οι άνθρωποι που ενδεχομένως δεν νιώθουν πια και τις πιέσεις της εργασίας.
Είναι λογικό, νομικά σύνηθες και ηθικά δικαιολογημένο, οι πολιτικές που ετοιμάζονται για τα αντικοινωνικά δίκτυα να προτάσσουν την προστασία των ανηλίκων. Πρέπει να σκεφτούμε, όμως, και τις άλλες ηλικίες λαμβάνοντας υπόψη τους μεγαλύτερους βαθμούς αυτονομίας που έχουν και τους κοινωνικούς κινδύνους που αναδύονται, όταν μια τόσο μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα εθίζεται στην ίδια την αποβλάκωσή της.
Η υπόσχεση ενός «πλανητικού χωριού», υπόσχεση της παγκοσμιοποίησης και του Διαδικτύου προ του 2008, πραγματώνεται ως κυριολεξία: χωριάτες που ξέρουν κουτσομπολιά και από την άλλη άκρη του κόσμου, ενός κόσμου που γίνεται τόσο μικρός, απάνθρωπος. Φυσικά, υπάρχει φως. Καλλιτέχνες-σούπερ σταρ της παλαιάς φρουράς, όπως ο Βιμ Βέντερς, ο Νικ Κέιβ, η Πάτι Σμιθ, μας θυμίζουν τι είναι σημαντικό στη ζωή και πώς μοιάζει η αληθινή πνευματικότητα. Μια ικανότητα να μεταβολίζεις την εμπειρία αργά και να την κάνεις όμορφο, ατέλειωτο τοπίο.

