Μεταξύ φωτοσκίασης και συναισθήματος

1' 50" χρόνος ανάγνωσης

Αν ανοίξεις τα μάτια σου πραγματικά, όχι στριμωγμένα στο μικρό ορθογώνιο της οθόνης του κινητού, θα δεις πως η τεχνολογία μπορεί ακόμη να παράγει ποίηση. Αυτό μου υπενθύμισε το VR (εικονικής πραγματικότητας) βίντεο του Βιμ Βέντερς για τον ζωγράφο Εντουαρντ Χόπερ που προβλήθηκε στο αφιέρωμα της Στέγης Ωνάση για τον εμβληματικό σκηνοθέτη. Ηταν μια τρισδιάστατη βουτιά σε έναν κόσμο που δημιουργείται εξαρχής ως προέκταση ενός βλέμματος. Που δεν βιάστηκε, αλλά περίμενε τη στιγμή μέχρι να γεννηθεί.

Στην αρχή βρισκόμουν καθισμένη σε μαλακό πουφ ανάμεσα σε άλλους θεατές της εγκατάστασης «Δυο τρία πράγματα που ξέρω για τον Εντουαρντ Χόπερ», που δημιουργήθηκε ειδικά από τον Βέντερς για την έκθεση «Edward Hopper» (Fondation Beyeler, 2020). Σύντομα η πραγματικότητα άρχισε να υποχωρεί ήσυχα. Το απρόσμενο συνέβη χωρίς να αντιληφθώ τη μετάβαση: Χωμένη σε μια δερμάτινη πολυθρόνα κινηματογραφικής αίθουσας του ’30, μόνη μου, χωρίς σώμα, ένας ιδανικός θεατής όλο μάτια, μπήκα μέσα στους πίνακες του Χόπερ. Στους χώρους, στις γωνίες, στις μη κατοικημένες πόλεις τους. Ο Βέντερς, που κάποτε στη Νέα Υόρκη των ’70s ανακάλυψε τη μαγεία του ζωγράφου στους τοίχους του Whitney και του MoMA, δεν βαδίζει πάνω στους πίνακες. Ακροπατάει ανάμεσά τους: στη λεπτή, σχεδόν θεατρική ισορροπία μεταξύ φωτοσκίασης και συναισθήματος.

Ο Βέντερς δεν με μετέφερε απλώς στον κόσμο του Χόπερ. Μου θύμισε έναν κόσμο όπου η ζωή μπορεί να είναι σινεμά. Οπου η σκοτεινή αίθουσα αποτελεί μια μικρή υπέρβαση της καθημερινότητας, αντί για μια προέκταση του timeline. «Οι ταινίες μπορούν να θεραπεύσουν», έχει πει ο ίδιος. «Οχι τον κόσμο – την οπτική μας για αυτόν». Κι ίσως αυτή η δήλωση σήμερα, που η εικόνα υπάρχει μόνο για να κυλήσει γρήγορα και να χαθεί, ακούγεται ανατρεπτική.

Η VR τεχνολογία της ταινίας δεν εντυπωσιάζει με φαντασμαγορία· φωτίζει όπως μια λάμπα σε έναν πίνακα του 18ου αιώνα. Δεν αποκαλύπτει, υπαινίσσεται. Και καθώς περπατώ –ή νομίζω πως περπατώ– μέσα στις σκιές ενός δρόμου που θα μπορούσε να είναι του 1950 ή του αύριο, νιώθω μια παράξενη οικειότητα: εκείνη της χαμένης ευαισθησίας εποχών που οι εικόνες δεν μας καταδίωκαν. Που η εμπειρία δεν επιταχύνεται αλλά απαιτεί επιβράδυνση για να βιωθεί.

Μέσα σε έναν κόσμο εκκωφαντικά φωτισμένο, ο Βέντερς τόλμησε να ξαναφτιάξει το σκοτάδι και τη σιωπή. Οπως ακριβώς το έκαναν οι καλύτερες ταινίες κάποτε· κι ακόμη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT