Λίγες ημέρες μετά τη λήξη του 66ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οι εσωτερικές «εγγραφές» με στιγμές, εικόνες, πλάνα, διεκδικούν μια θέση, έστω και προσωρινή.
Το αθόρυβο πέρασμα της τόσο ξεχωριστής –μοναδικής, κατά κάποιον τρόπο– Ιλντικο Ενιέντι ανήκει σε αυτά με τα οποία αν «συναντηθείς» είναι αδύνατον να τα προσπεράσεις. Η 69χρονη σκηνοθέτις από την Ουγγαρία, που μας συστήθηκε με το αλησμόνητο «Η ψυχή και το σώμα» (Χρυσή Αρκτος στο Βερολίνο, 2017), περνάει εύκολα απαρατήρητη έτσι όπως είναι μικροκαμωμένη, απλά ντυμένη και αμακιγιάριστη (με γυαλιά και αλογοουρά). Οχι όμως και οι ταινίες της, για τις οποίες απαιτείται, εκ των πραγμάτων και εξαρχής, «μια κατάθεση γενναιοδωρίας εκ μέρους του θεατή» (δικά της λόγια). Η λεπτότητα της παρατήρησης και η διείσδυση σε «άγνωστα» σύμπαντα προσδιορίζουν τη δουλειά της. Αλληγορία, ρεαλισμός, όνειρο, υπέρβαση, πραγματικότητα, ο ρόλος της φύσης/φυτών και των ζώων, που εμφανίζονται ενίοτε με εξανθρωπισμένες ιδιότητες στη φιλμογραφία της, συνθέτουν τον, ιδιοσυστασιακό ψυχικά και πνευματικά, κόσμο της Ενιέντι.
Κοντεύουν οκτώ χρόνια από τότε που προβλήθηκε στις αίθουσες «Η ψυχή και το σώμα». Δύο άγνωστοι μεταξύ τους εργαζόμενοι σε ένα σφαγείο συνειδητοποιούν, μέσα από διάφορα συμβάντα, ότι κάθε βράδυ βλέπουν το ίδιο όνειρο, στο οποίο είναι μεταμορφωμένοι σε ελάφια.
Μας προσφέρει μια εξαρχής θέαση του κόσμου, όπως συμβαίνει με τα βρέφη, δημιουργώντας ένα ηχοτοπίο που θα μπορούσε να αποδίδει την εσωτερική ζωή της φύσης· τη γονιμοποίηση ενός σπόρου, τον ήχο από την αντίδραση ενός φυτού σε εξωτερική «εισβολή».
Στο φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης παρουσίασε την καινούργια ταινία της, με τίτλο «Σιωπηλή φίλη» («Silent friend»), που εκτυλίσσεται σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Κοινός πρωταγωνιστής, ένα γιγάντιο δέντρο γκίνγκο μπιλόμπα (παράγει το «βότανο της μνήμης) που βρίσκεται στον βοτανικό κήπο μιας γερμανικής πόλης. Το δέντρο αυτό μετατρέπεται σε σύμβολο αιωνιότητας και σιωπηλό παρατηρητή της ανθρώπινης ιστορίας: το 1908, μια νεαρή γυναίκα αγωνίζεται να εισαχθεί στη σχολή βοτανικής ενός γερμανικού πανεπιστημίου, αλλά βρίσκει μπροστά της τα ανυπέρβλητα εμπόδια του φύλου της· το 1972, μια άλλη κοπέλα μελετά τις αισθήσεις των φυτών, με τη βοήθεια συμφοιτητή της, σε ένα πεδίο όπου η επιστήμη εμπλέκεται με την αφανή επιθυμία· το 2020, ένας διάσημος Ασιάτης νευροεπιστήμονας, αποκλεισμένος λόγω COVID στο γερμανικό πανεπιστήμιο, αναζητά τις αθέατες συνδέσεις ανάμεσα στη φύση και στον άνθρωπο. Η Ενιέντι είπε ότι επέλεξε τις τρεις συγκεκριμένες ημερομηνίες ως τρεις περιόδους «που άλλαξαν την ανθρώπινη αντίληψη για το τι σημαίνει πραγματικότητα».
Δεν θα υπεισέλθουμε σε εξηγήσεις. Σημασία έχει η επικοινωνία που εδραιώνεται στην ταινία της ανάμεσα στον άνθρωπο και στα φυτά. Και αυτό δεν αφορά μόνο όσους έχουν ειδική επαφή με κήπους (προσωπικά, καμία). Η Ενιέντι μιλάει –και εδώ– για τα παράλληλα σύμπαντα με τα οποία συγκατοικούμε, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, είτε το επιθυμούμε είτε όχι. Μας προσφέρει, με τον τρόπο της, μια εξαρχής θέαση του κόσμου, όπως συμβαίνει με τα βρέφη, δημιουργώντας ένα ηχοτοπίο που θα μπορούσε να αποδίδει την εσωτερική ζωή της φύσης· τη γονιμοποίηση ενός σπόρου, τον ήχο από την αντίδραση ενός φυτού σε εξωτερική «εισβολή». Η σιωπή που επικρατεί είναι «σαν μια μορφή προσευχής» (όπως παρατήρησε θεατής σε συζήτηση με τη σκηνοθέτιδα) ή μια ενδόμυχη συνομιλία με ό,τι μας αιφνιδιάζει, χωρίς όμως να προκαλεί αγωνία. Ενα «άγνωστο» καθησυχαστικό, μια αισθητηριακή εμπειρία που ανοίγει υπόγειες διαδρομές, διακλαδώνεται σε ρίζες, κυκλώνει το εφήμερο αλλά και το αιώνιο του χρόνου.
«Θεωρείτε πως ο κινηματογράφος μπορεί να δώσει ελπίδα;» την είχα ρωτήσει σε συνέντευξή μας (8/12/2022). «Ο,τι δημιουργείται χωρίς την πίεση να είναι χρήσιμο, είναι ελπιδοφόρο», απάντησε.

