Το διεθνές σύστημα παρουσιάζει πρωτοφανή αστάθεια, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Οικονομικών και Ειρήνης, πέρυσι καταγράφηκαν περισσότεροι από 59 πόλεμοι, αριθμός που αποτελεί ιστορικό υψηλό μετά το 1945. Οι θάνατοι ξεπέρασαν τις 230.000 (άνοδος 30% από το 2023), ενώ οι εκτοπισμένοι και πρόσφυγες έφτασαν στα 123 εκατομμύρια παγκοσμίως. Τους πρώτους εννέα μήνες του 2025, νέοι πόλεμοι ξέσπασαν στη Μέση Ανατολή (Ισραήλ – Ιράν), στη Νότια Ασία (Ινδία – Πακιστάν) και στη Νοτιοανατολική Ασία (Ταϊλάνδη – Καμπότζη). Επίσης, συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στο Σουδάν. Ακόμη και στη Λατινική Αμερική, η εγκληματικότητα των καρτέλ ναρκωτικών έχει εξελιχθεί σε μια μορφή ένοπλης σύρραξης.
Ο κόσμος μας γίνεται λιγότερο ειρηνικός και προβλέψιμος για τουλάχιστον τέσσερις λόγους. Πρώτον, η μετάβαση από τη μονοπολικότητα στην πολυπολικότητα δεν είναι μια απλή και ομαλή διαδικασία. Ο παγκόσμιος ρόλος των ΗΠΑ αλλάζει και ανταγωνιστικές δυνάμεις φυσιολογικά επιδιώκουν την αύξηση της επιρροής τους σε διαφορετικές περιοχές. Η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας και ΝΑΤΟ – Ρωσίας καταδεικνύει την επιστροφή σε μια στρατηγική αντιπαλότητα, η οποία δυστυχώς εδράζεται στη λογική ενός μηδενικού παιγνίου. Με άλλα λόγια, ό,τι είναι καλό για τα συμφέροντα της μιας πλευράς είναι ταυτόχρονα κακό για τα συμφέροντα της άλλης.
Δεύτερον, η αδυναμία των διεθνών οργανισμών να διαμεσολαβήσουν αποτελεσματικά σε ζώνες συγκρούσεων επιτείνει την παγκόσμια ανασφάλεια. Ο ΟΗΕ και οι περιφερειακοί οργανισμοί συλλογικής ασφάλειας (π.χ. ΟΑΣΕ, Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας) συχνά παραμένουν θεατές, με συνέπεια τη διαιώνιση ή την κλιμάκωση ένοπλων συγκρούσεων. Παράλληλα, μεγάλες και μεσαίες δυνάμεις τείνουν σε ανησυχητικό βαθμό να παραβλέπουν το διεθνές δίκαιο ως εργαλείο επίλυσης διακρατικών διαφορών. Σχεδόν παντού επικρατούν η μονομέρεια και ο εθνικός εγωισμός.
Τρίτον, η αυξανόμενη καχυποψία και αβεβαιότητα οδηγεί πολλά κράτη σε μια κούρσα εξοπλισμών με άγνωστες συνέπειες για την παγκόσμια ειρήνη. Κατά τη διάρκεια του 2024 δαπανήθηκαν παραπάνω από 2,7 τρισ. δολάρια για στρατιωτικούς σκοπούς (στοιχεία SIPRI). Ακόμη και χώρες που δεν εμπλέκονται άμεσα σε πολέμους αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες τους, φοβούμενες μελλοντικές απειλές ή επιδιώκοντας να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους ισχύ. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι απουσιάζουν οι πρωτοβουλίες για μείωση και έλεγχο των πυρηνικών όπλων, που απειλούν την ανθρωπότητα με αφανισμό.
Τέταρτον, η μεγάλη τεχνολογική πρόοδος έχει καταστήσει πάλι τον πόλεμο μια σχετικά ελκυστική επιλογή. Η χρήση των μη επανδρωμένων συστημάτων, του κυβερνοπολέμου και της τεχνητής νοημοσύνης επιτρέπει σε κράτη και μη κρατικούς δρώντες να διεξάγουν επιχειρήσεις με χαμηλότερο κόστος και μεγαλύτερη ακρίβεια. Αυτή η εξέλιξη σαφώς ενθαρρύνει την επιθετικότητα και υπονομεύει τις αποτρεπτικές στρατηγικές πολλών χωρών. Ο πόλεμος διεξάγεται πλέον σε πολλαπλά πεδία, χωρίς πολλούς ηθικούς φραγμούς.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον γεωπολιτικής ρευστότητας, η Ελλάδα δεν πρόκειται να μείνει ανεπηρέαστη. Η συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. αποτελεί μια ισχυρή ασπίδα προστασίας, αλλά υπάρχουν σημαντικές φυγόκεντρες τάσεις που δεν πρέπει να αγνοηθούν. Ετσι κι αλλιώς, σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, οι σύμμαχοι και εταίροι μας μόνο περιστασιακά δείχνουν την αλληλεγγύη τους προς την Ελλάδα. Αυτή η παραδοχή δεν γίνεται φυσικά με διάθεση αυτοθυματοποίησης, αφού συνιστά μια πραγματικότητα που οφείλουμε να αποδεχθούμε.
Τώρα απαιτείται μια ψύχραιμη και εν πολλοίς κυνική ανάγνωση της νέας κανονικότητας που διαμορφώνεται στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα. Σε μια εποχή όπου πρυτανεύει η αρχή της αυτοβοήθειας, καμία μικρομεσαία χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να αντιδρά σπασμωδικά σε προκλήσεις ασφαλείας. Με την πορεία που έχουν πάρει τα πράγματα στη γειτονιά μας, η Αθήνα οφείλει να γίνει περισσότερο αποφασισμένη και διεκδικητική. Από τη στιγμή που η επιλογή της στρατηγικής αυτονομίας δεν είναι ρεαλιστική, η συναλλακτική διπλωματία αποτελεί μονόδρομο για την υπεράσπιση και την προώθηση του εθνικού μας συμφέροντος. Σε έναν κόσμο γεμάτο γεράκια, δεν έχει νόημα να εξακολουθείς να φέρεσαι σαν περιστέρι.
*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.

