Οι (κατά φαντασίαν) χήρες του Σαββόπουλου

3' 36" χρόνος ανάγνωσης

Είμαι κι εγώ από εκείνους που κατά την παρατεταμένη εφηβεία τους έβγαλαν γλώσσα στον Διονύση Σαββόπουλο και το ομολογώ, ελπίζοντας να ισχύει πως αμαρτία εξομολογημένη είναι και συχωρεμένη. Τώρα που ο κουρνιαχτός από την εκδημία του κάπως καταλάγιασε, νιώθω πως χρωστώ δυο λόγια. Δεν τα γράφω βεβαίως σαν ειδικός, αλλά ως κάποιος που έχει στις αποσκευές του των τραγουδιών τα λόγια και, ενίοτε, και τα βήματα.

Ο Σαββόπουλος λατρεύτηκε και μισήθηκε από το ίδιο του το κοινό ή ακριβέστερα από τα διαφορετικά κοινά του. Διότι άλλος ο Σαββόπουλος της νεότητας, άλλος αυτός του ’80 κι άλλος αυτός μετά το «Κούρεμα». Αλλος και, παραδόξως, ο ίδιος! Ο ίδιος που από χρόνια άπλωνε το λευκό του σεντονάκι και ταίριαζε διαφορετικά ιδιώματα πασχίζοντας να συλλαβίσει έναν καημό κοινό. Και τον συλλάβισε. Και του Θεού η χάρη τον φύλαξε από τα σουξέ, αλλά κι ο ίδιος συνετά δεν θρονιάστηκε στα κατά καιρούς χειροκροτήματα. «Δόξα είν’ η ευθύνη της δικής μας αλλαγής», ξεκαθάρισε, παλεύοντας να κατανοήσει (και να περιθάλψει) το συλλογικό μας τραύμα. Κι όλοι γνωρίζουμε ότι οι αναθεωρήσεις που δεν κρύβουν ιδιοτέλεια είναι αυτές που μας στολίζουν.

Ο Σαββόπουλος μας στόλισε, όντας επί σκηνής ψυχαγωγός και όχι διασκεδαστής, σκηνοθετώντας επιμελέστατα, πάντα με τιράντες και γυαλιά, τον φόβο του για το αύριο. Οταν οι επίλοιποι μάδαγαν τις μαργαρίτες του made in Greece σοσιαλισμού, αυτός βραχνός προφήτης, φαλτσάροντας κομματάκι, αφηγήθηκε εν μέση οδώ τις λιγοστές αριθμητικά παραμυθίες του, χωρίς ποτέ να χαϊδέψει τα αυτιά μας. Οι «Κωλοέλληνες» δεν ήταν μια εύκολη καταγγελία. Ηταν ένας σπαραγμός που, επειδή μας στρίμωχνε, τον προσπεράσαμε με σοφίσματα ανάξια σχολιασμού: ο Σαββόπουλος «πουλημένος», κι εμείς, οι ανεξαγόραστοι, βουρ για το Χρηματιστήριο. Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν αντέχαμε ή αν αξίζαμε κάτι περισσότερο. Το να ζητάς όμως τα ρέστα από έναν πονεμένο άνθρωπο δεν δείχνει μόνο έλλειψη αγωγής, αλλά και έλλειψη συμπόνιας.

Εκτοτε αυγάτισαν οι απονιές και οι παρεξηγήσεις. Για να φτάσουμε με τον θάνατο του μελωδού σ’ εκείνες τις χωρίς χαλινό μικροψυχίες που διαβάσαμε στα, κατ’ ευφημισμόν, καλούμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και που, εντέλει, δεν έχουν να κάνουν τόσο με τα τραγούδια. Εχουν να κάνουν μ’ ένα φλερτ που καμπόσοι το πέρασαν για αρραβώνιασμα. Το χόλιασμα του γεροντοκορισμού δεν θεραπεύεται. Τα παυσίλυπα τραγούδια του Σαββόπουλου όμως μένουν κτήμα εσαεί του ανεόρταστου νεοελλαδικού πολιτισμού που δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει, που δεν ξέρει, δηλαδή, κατά πού πέφτει το χοροστάσι και πού γίνεται το πανηγύρι. Ο πανηγυριστής Σαββόπουλος εντούτοις, είτε πίνουμε νερό στο όνομά του είτε κορακιάζουμε, είναι μέρος της νεοελληνικής κοινής. Είναι κομμάτι εκείνης της τρομερής λαλιάς που ξεσεκλετίζεται με νταούλια και κλαρίνα.

Κι όσοι αστόχαστα τον έψεξαν, το έκαναν επειδή δεν του συγχώρεσαν ποτέ που δεν έγινε σαν τα μούτρα τους. Ασ’ τους να λένε και αυτοί και οι άλλοι, οι «αλλήθωροι προς κάποια Δύση πάντα», οι νεοπροσήλυτοι και άμουσοι σπεκουλαδόροι, οι μοσχαναθρεμμένοι με Ρόμπερτ Ουίλιαμς, που μέχρι προχθές τους ξίνιζε «η ελληνίς ανατολή» και από χθες περιφέρουν ως πρότυπο ανανήψαντος τον τροβαδούρο της. Ο Σαββόπουλος, ερήμην όλων τους, παραμένει στις ζωές μας, όχι περιγράφοντάς τες, αλλά μορφώνοντάς τες. Και τροφοδοτώντας μας άλλοτε με «βρώμικο ψωμί» και στα στερνά του «με μηλαράκι στο κρασάκι», μας ανταμώνει με το ροκ του μέλλοντός μας. Ετσι, νομίζω, γίνεται πάντα με τους καλούς ποιητές. Δεν μας παραμυθούν μονάχα, αλλά μας παρακινούν. Και ο Σαββόπουλος όχι μόνο μας παρακίνησε, αλλά –την ώρα που ο αυριανισμός και το δασύτριχο σκυλολόι του έπαιρναν το σύμπαν αμπάριζα, μην το ξεχνάμε– μας έμπασε σε χορούς κυκλωτικούς. Και έτσι, ως χοράρχη, αξίζει να τον τιμούμε.

Κι όσοι αστόχαστα τον έψεξαν, το έκαναν επειδή δεν του συγχώρεσαν ποτέ που δεν έγινε σαν τα μούτρα τους.

Κι όσοι αδυνατούν να πιαστούν χέρι χέρι, ας ξεμείνουν να διυλίζουν τους κώνωπες «του νέου εγωισμού» και να πικρίζουν τις κουβέντες τους. Αλλά ας έχουν κατά νουν πως όσοι μπορούν και μας πικραίνουν δεν είναι παροδίτες, είναι άνθρωποι δικοί μας. Και τους ανθρώπους μας τους συγχωρούμε, διότι εν προκειμένω ηράσθησαν σφόδρα και πολύ τους λαχταρήσαμε κι εμείς με μια κραταιά αγάπη που –πώς αλλιώς να γίνει– «έχει όνομα, έχει σώμα και θρησκεία». Αυτό, θαρρώ, είναι το μείζον.

Το έλασσον, το λίγο, ας μείνει σε όσους δεν μπορούν να πουν «ευχαριστώ». Οι υπόλοιποι, και ευχαριστημένοι είμαστε και ευχαριστούμε τον Διονύση Σαββόπουλο.

«Καλωσόρισες, πουλί μου, μοναξιά ελληνική μου» που «απ’ την έρμη την απόσταση παίρνεις υπόσταση». Και ώρα σου καλή, ποιητή.

*Ο κ. Θεόδωρος Παντούλας είναι συγγραφέας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT