Το σημερινό σκηνικό δείχνει ότι σε πολλές χώρες υπάρχει μια ισχυρή αιτιώδης σχέση, που με αφετηρία την οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα αποσταθεροποιεί τη δημοκρατία. Ομως, η σχέση αιτιότητας είναι αμφίδρομη. Τα σοβαρά οικονομικά και άλλα προβλήματα δεν έχουν μόνο εξωγενή προέλευση. Συχνά έχουν ως αίτιο συνειδητές προβληματικές επιλογές της πολιτικής και την άρνηση ή αδυναμία της να περιορίσει φαινόμενα, όπως η διαφθορά, η αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, η άνιση φορολογία, η ανεξέλεγκτη λειτουργία των αγορών, η υπονόμευση των θεσμών, η παράνομη ιδιοποίηση πλούτου, ο έλεγχος ιδιωτικών πόλων εξουσίας ή η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης. Με άλλα λόγια, σε πολλές χώρες είμαστε αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα όπου το ίδιο το σύστημα διακυβέρνησης υπονομεύει τον εαυτό του και λειτουργεί ενάντια στο «σύστημα» στο οποίο ανήκει – λειτουργεί αντισυστημικά! Πολλοί –συστημικά φιλικοί, αλλά ειλικρινείς, αναλυτές– μιλούν ευθέως για αποτυχίες της δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Το οικονομικοκοινωνικό περιβάλλον και τα μεγάλα προβλήματα που βιώνει σήμερα ο μέσος πολίτης στις φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι σημαντικά διαφορετικά από ό,τι ήταν το 1980 ή το 2000: χαμηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης, απόσπαση πολύ μεγαλύτερου τμήματος του παγκόσμιου ΑΕΠ από οικονομικά ανερχόμενες κοινωνίες, εντεινόμενες εσωτερικές ανισότητες, διαφθορά, αναποτελεσματική –και άρα σπάταλη– διακυβέρνηση, αδιαφορία για το «συλλογικό» σε σχέση με το «ατομικό», αβεβαιότητες που προκαλούν οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές κρίσεις κ.ά. Η εποχή μας έχει και ένα νέο, εξαιρετικά σημαντικό και δυστοπικό χαρακτηριστικό: πέρα από τα εθνικά προβλήματα, συνυπάρχουν παγκοσμιοποιημένα, κοινά προβλήματα: η κλιματική αλλαγή –η μεγαλύτερη ανατροπή των τελευταίων 12.000 ετών–, οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι πανδημίες, το ενεργειακό, η όξυνση των εσωτερικών ανισοτήτων, καθώς και μεγάλες ανατροπές στη διεθνή οικονομική και πολιτική αρχιτεκτονική. Το παίγνιο έχει γίνει εξαιρετικά πολύπλοκο.
Ανατροπές στην πραγματικότητα κάνουν αναγκαίες νέες ιεραρχήσεις και νέες αντιλήψεις και πολιτικές, στις οποίες τα πολιτικά συστήματα πολλών δημοκρατιών δεν μπόρεσαν, ή δεν θέλησαν –για λόγους αναποτελεσματικότητας ή ιδιοτέλειας–, να προσαρμοστούν. Επίσης, κάνουν αναγκαίες αλλαγές και σε ιδεολογίες και στην κουλτούρα – στο πώς σκεφτόμαστε και πώς ενεργούμε κάθε φορά. Σε αντίθεση με την αναγκαιότητα αυτή, οι μορφές διακυβέρνησης σε μεγάλο βαθμό παραμένουν προσκολλημένες σε πρότυπα 20 ή 30 ετών πριν. Ο αθροιστικός συνδυασμός της άρνησης των κυβερνήσεων να καταπιαστούν σοβαρά με μεγάλα νέα προβλήματα και η πρακτική της έντεχνης ή κυνικής μετάθεσης πολλών προβλημάτων στο μέλλον έχουν οδηγήσει σε ένα διευρυνόμενο χάσμα –μια αναντιστοιχία– μεταξύ πραγματικών κοινωνικών προβλημάτων και της ετοιμότητας του συστήματος διακυβέρνησης να τα αντιμετωπίσει, και σε σοβαρές αναντιστοιχίες κοινωνικών προσδοκιών και πραγματικότητας.
Διεθνώς, το χάσμα διακυβέρνησης, κοινωνικών αναγκών και κοινωνικών απειλών έχει αφεθεί να φτάσει σε σημείο όπου σοσιαλδημοκρατία, φιλελεύθερες, νεοφιλελεύθερες, ακόμα και αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης εμφανίζονται αδύναμες να διασφαλίσουν μια σχετική βεβαιότητα για το σήμερα, και πολύ περισσότερο για το μέλλον του μέσου πολίτη. Ετσι, άρνηση αλλαγής, υπεκφυγή ή παθητική αποδοχή των εξελίξεων μετατρέπονται σε δευτερογενείς πηγές αποσταθεροποίησης και οδηγούν σε πολιτική – κοινωνική αμφισβήτηση. Με τη σειρά της, η αμφισβήτηση ωθεί τις κοινωνίες σε αναζήτηση εναλλακτικών σχημάτων και σε εγκατάλειψη εμπεδωμένων κανόνων και θεσμών του παρελθόντος. Διαπιστώνοντας το κενό αυτό, βλέπουμε να εντείνεται η προσφυγή στη «δύναμη» και σε σπασμωδικές και αυταρχικές πολιτικές, με στόχο να αποτραπεί το ενδεχόμενο ανατροπής μιας εμπεδωμένης τάξης πραγμάτων στο εσωτερικό και στο διεθνές πεδίο, που όμως, στην πράξη, ξεπερνιέται από τα πράγματα.
Η μετάβαση σε ένα πιο ανθεκτικό και λιγότερο θολό 2030, 2040 ή 2050 κάνει αναγκαία μια μεγάλη και έγκαιρη στροφή του πολιτικού συστήματος προς πολύ κρίσιμα και δύσκολα προβλήματα.
Σε στιγμές αβεβαιότητας και απογοήτευσης και διάρρηξης των αρμών της σταθερότητας δημιουργούνται ευκαιρίες για νέες κατανομές της πολιτικής εξουσίας, με άγνωστες (ή και γνώριμες) προεκτάσεις για την πολιτική και την οικονομία. Σε τέτοιες συνθήκες, πολιτική σταθερότητα, αποτελεσματική διακυβέρνηση, διάχυτη δυσφορία και αβεβαιότητα δεν συναρτώνται με εκλογικά ποσοστά, κομματικές ισορροπίες ή με το εκλογικό σκηνικό. Καθορίζονται από το αν και σε ποιο βαθμό η μορφή της διακυβέρνησης είναι συμβατή με τις κοινωνικές αναγκαιότητες και προσδοκίες. Η παγίωση μιας αναντιστοιχίας κοινωνικών – οικονομικών προβλημάτων και διακυβέρνησης οδηγεί σε ανασφάλεια, εντεινόμενη κοινωνική δυσφορία, σε κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις για το ποιος ευθύνεται, σε φοβικές αντιλήψεις και σε μια αλυσίδα παρακμιακής παλινδρόμησης, όπου –για να χρησιμοποιήσω μια θέση του Johann Chapoutot– «το νεωτερικό στοιχείο είναι η αδυναμία της σύλληψης και υλοποίησης νεωτερικών επιλογών και η επανάληψη του χθες, αλλά σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις χθεσινές».
Ενα νέο –απολύτως αναγκαίο– υπόδειγμα διακυβέρνησης προϋποθέτει (ενδεικτικά) την ανάληψη ευθύνης, κόστους και ρίσκων, τη διεκπεραίωση δύσκολων αλλά σημαντικών πολιτικών επιλογών, τον καθορισμό και την ιεράρχηση μεγάλων κρίσιμων στόχων και την εγκατάλειψη συνηθειών και αντιλήψεων που έχουν οδηγήσει στα σημερινά προβλήματα. Αντιμέτωπες με την πίεση του κόστους για την αντιμετώπιση πολλαπλών προβλημάτων, περισσότερες δημοκρατικές κοινωνίες ωθούνται, συχνά, σε μια κυκλική αναζήτηση φαντασιακών λύσεων, εξωπραγματικών προσδοκιών, σε συνθήκες άρνησης της αντιμετώπισης της πραγματικότητας, ακόμα και σε αναζήτηση λύσεων έξω από τη συστημική δημοκρατική λειτουργία, πριν –ίσως– ακολουθήσει, ξανά, μια οδυνηρή πλέον στροφή προς πιο αποτελεσματικές και ανθεκτικές μορφές πολιτεύματος. Το σχήμα είναι καταδικασμένο σε αδιέξοδο. Σε συνθήκες παθητικότητας και χαοτικού αρνητισμού απέναντι σε μια πραγματικότητα που αλλάζει, γίνεται πολύ πιθανό ότι κάθε κυβερνητικό σχήμα, δημοκρατικό ή αυταρχικό, έπειτα από κάποια λίγα χρόνια, θα είναι καταδικασμένο να εισπράττει τη γενική δυσφορία, ίσως και την αποτυχία. Στο ενδιάμεσο αυτό διάστημα, το κόστος αυξάνεται εκθετικά. Μια τέτοια προοπτική, από μόνη της αποτελεί αμφίπλευρο κίνδυνο: και για την ανάπτυξη και για τη δημοκρατία.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το μεγάλο ζητούμενο είναι πώς, βαθμιαία, θα διαρρήξουμε την κυκλική αυτή αλληλεπίδραση και πώς θα οργανώνουμε αποτελεσματικές προσεγγίσεις για μια ουσιαστική –και όχι «δήθεν»–, έστω και ατελή, αντιμετώπιση των πολλαπλών προβλημάτων μας. Πώς θα ξεπεράσουμε την υποταγή στην «κουλτούρα της απόσυρσης». Ας σκεφτούμε: στα τελευταία οκτώ χρόνια, τα μεγάλα θέματα πολιτικής που κυριάρχησαν πιο έντονα στη δημόσια σφαίρα ήταν το Μάτι, η COVID, τα Τέμπη και η διαφθορά, με έμβλημα τον ΟΠΕΚΕΠΕ, και ποιος ήταν στην κηδεία του Διονύση. Ο,τι άλλο ήταν δεύτερο ή πέμπτο. Σίγουρα, τα παραπάνω παραπέμπουν σε μια προβληματική δημόσια διοίκηση και διακυβέρνηση. Σίγουρα, όμως, δείχνουν επίσης ένα τεράστιο έλλειμμα πολιτικής και κοινωνικής αυτογνωσίας. Η μετάβαση από συνθήκες μετα-χρεοκοπίας σε ένα πιο ανθεκτικό και λιγότερο θολό 2030, 2040 ή 2050 κάνει αναγκαία μια μεγάλη και έγκαιρη στροφή του πολιτικού συστήματος προς πολύ κρίσιμα και δύσκολα προβλήματα, δηλαδή μια ριζοσπαστική υπέρβαση σε πολλά πεδία, συμπεριλαμβανομένων και των παραπάνω, που θα κινητοποιεί ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Κάνει, επίσης, αναγκαία την εμπέδωση μιας αυτοπεποίθησης ότι μπορούμε να επιτύχουμε καλύτερα αποτελέσματα. Ας δούμε τι μας εμποδίζει. Οσο αυτά αναβάλλονται, η διακυβέρνηση θα γίνεται όλο και περισσότερο επισφαλής, αμφισβητήσιμη και αντισυστημική.
*Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, πρ. υπουργός.

