Οι τρεις μεγάλες δίκες

3' 44" χρόνος ανάγνωσης

Ο επίσημος απολογισμός των δικτατοριών και των εθνικών τραγωδιών πραγματοποιείται στα δικαστήρια των δημοκρατικών κρατών όταν επανέλθει στη χώρα η δημοκρατική ομαλότητα. Εκεί αποδίδονται οι ποινές στις βαρύτατες ευθύνες που φέρουν οι κατηγορούμενοι. Στη δική μας περίπτωση, η δημοκρατική πολιτεία του Ιουλίου 1974 προχωρά στη διενέργεια τριών μεγάλων δικών για να σφραγίσει την αποκατάσταση της ελευθερίας των πολιτών και την ελευθερία στη βούληση και την έκφραση. Πρόκειται, όπως είθισται να λέγεται, για τη «δίκη των πρωταιτίων» η οποία αφορούσε την κατάργηση της δημοκρατίας από επίορκους αξιωματικούς, για τη «δίκη του Πολυτεχνείου», η οποία αφορούσε την αιματηρή, βάρβαρη και φονική καταστολή της άοπλης εξέγερσης του Νοεμβρίου 1973 και τις «δίκες των βασανιστών» στις οποίες δικάστηκαν στρατιωτικοί και αστυνομικοί για τα βασανιστήρια που έκαναν εις βάρος ανυπεράσπιστων πολιτών – ανδρών και γυναικών, ενηλίκων και νεαρών.

Οι τρεις δίκες δεν κινήθηκαν στην ίδια κατεύθυνση ικανοποίησης του δημοσίου αισθήματος περί κάθαρσης. Η έλλειψη αυτή δεν διατυπώθηκε μόνον από την κινηματική Αριστερά της περιόδου, κομμουνιστική ή μη, αλλά και από το ευρύτατο πλαίσιο του δημοκρατικού κεντρώου αστικού κόσμου, πλαίσιο το οποίο σαφώς διώχθηκε από τους μηχανισμούς της χούντας και το οποίο σαφώς εκπροσωπήθηκε στην αντίσταση κατά της δικτατορίας. Εκπροσωπήθηκε όμως αυτός ο κεντρώος δημοκρατικός χώρος και στις τρεις δίκες, είτε από τη θέση των μαρτύρων κατηγορίας είτε εκπροσωπώντας την πολιτική αγωγή κατά τις διαδικασίες. Οι δίκες πραγματοποιήθηκαν ένα χρόνο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1975.

Η «δίκη των πρωταιτίων» κολοβώθηκε όσον αφορούσε το ποινικό της φορτίο, διότι λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξή της, δικαστήριο Αθηνών όρισε το αδίκημα της δικτατορίας ως «στιγμιαίο», με αποτέλεσμα να αφαιρεθεί από την υπόθεση κάθε αδίκημα που αφορούσε την ίδια τη δικτατορία και να δικαστούν οι κατηγορούμενοι – πραξικοπηματίες μόνον για τα αδικήματα που διέπραξαν κατά τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου και όχι για ό,τι συνέβη στη διάρκειά της. Ωστόσο, η ευφυΐα, ο πατριωτισμός και η ευρηματικότητα του προέδρου της έδρας, Ιωάννη Ντεγιάννη, τον οδήγησε προς τα πίσω χρονικά, «δικάζοντας» τελικά τη συνωμοσία εντός του στρατού από το 1949, τον μηχανισμό δηλαδή που κυβερνούσε τον στρατό και εμμέσως ήλεγχε τη χώρα υπό την κηδεμονία του θρόνου. Αναζητώντας τις ρίζες της συνωμοσίας που οδήγησε στην 21η Απριλίου 1967, ανέδειξε την παρακρατική νοοτροπία και την αυθαιρεσία, η οποία ακύρωνε κάθε πολιτική βούληση που δεν ενέκρινε το δίδυμο θρόνος – στρατός, με βάση την υποτιθέμενη αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού, του ανύπαρκτου ένοπλου κομμουνιστικού κινδύνου.

Στη «δίκη του Πολυτεχνείου» δεν καταγγέλθηκε η ωμή βία εναντίον άοπλων αγοριών και κοριτσιών, αλλά απαγορεύθηκε ακόμη και η απολύτως πραγματική σύνδεση της άοπλης εξέγερσης με τη χούντα.

Oμως, με τη «δίκη του Πολυτεχνείου» οι συνθήκες ήταν απολύτως διαφορετικές. Εκεί δεν αναζητήθηκε η αποκατάσταση της τιμής του κεντρώου χώρου, που παραμερίστηκε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, όπως έκανε ο Ντεγιάννης. Εκεί δεν καταγγέλθηκε η ωμή βία εναντίον των άοπλων αγοριών και κοριτσιών που αγωνίζονταν για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Εκεί απαγορεύθηκε ρητώς, ακόμη και η απολύτως πραγματική, φυσική και λογική σύνδεση της άοπλης εξέγερσης με τη χούντα, η οποία δυνάστευε τη χώρα, ήδη πεντέμισι χρόνια.

Η λέξη «απαγορεύθηκε» δεν είναι σχήμα λόγου. Η έδρα του δικαστηρίου απαγόρευε σε όλους τους μάρτυρες κατηγορίας, ακόμη και στον Γεώργιο Μαύρο, ηγέτη της αντιπολίτευσης, την αναφορά στις δικτατορικές συνθήκες που ίσχυαν στη χώρα και που οδήγησαν στην εξέγερση. Η έδρα ρωτούσε επίμονα εάν οι εξεγερμένοι στρέφονταν κατά του κράτους (της χούντας), εάν διέθεταν πυροβόλα όπλα, εάν καθοδηγούνταν από βετεράνους κομμουνιστές, εάν προκάλεσαν την αστυνομία και τον στρατό για να τους καταστείλουν. Η στάση αυτή απελευθέρωσε τους συνηγόρους υπεράσπισης, με αποτέλεσμα να ειρωνεύονται και να σαρκάζουν εις βάρος των γονέων των δολοφονημένων, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Ιωάννη Κομνηνού, πατέρα του δολοφονημένου δεκαεπτάχρονου μαθητή Διομήδη Κομνηνού.

Στις δίκες των βασανιστών τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα, αφού τα βασανιστήρια ορίστηκαν ως ιδιώνυμο αδίκημα μόνον το 1984 και οι κατηγορούμενοι χουντικοί βασανιστές δικάστηκαν για πρόκληση σωματικών βλαβών και για εφαρμογή υπερβάλλοντος ζήλου στις κατά τα άλλα νόμιμες κατά τα δικαστήρια ανακρίσεις. Ο σαδισμός και η βαρβαρότητα δεν αναγνωρίστηκαν ούτε στην περίπτωση του ταγματάρχη Σπύρου Μουστακλή.

Και στις τρεις δίκες καταδικάστηκαν κυρίως οι στρατιωτικοί, αφού αυτοί συνδέθηκαν με την κατάργηση του κράτους την 21η Απριλίου, ακόμη και για τα βασανιστήρια οι βασανιστές της ΕΣΑ τιμωρήθηκαν πολύ βαρύτερα από εκείνους της αστυνομίας και της χωροφυλακής. Σαν να ενδιέφερε η τιμωρία των ενόχων για τα γεγονότα και όχι για τις νοοτροπίες που εφαρμόστηκαν και τροφοδοτήθηκαν στη δικτατορία. Στην προβληματική κάθαρση στην αφετηρία της, ίσως μπορεί να αποδοθεί και η σταθερή πολιτική ένταση με την οποία προικίστηκε η καλύτερη δημοκρατία του τόπου μας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT