Σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η πολιτική της «μετα-αλήθειας», οι ισχυρισμοί περί δημοσιογραφικής αμεροληψίας θα παραμένουν διαρκώς υπό αμφισβήτηση. Και μέσα σε μια ολοένα πιο ανταγωνιστική διεθνή αγορά, ο ρόλος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης θα δοκιμάζεται συνεχώς, ιδίως από ιδιωτικούς μιντιακούς ομίλους που επιδιώκουν να εξοντώσουν τον ανταγωνισμό.
Την περασμένη εβδομάδα, οι συνέπειες αυτών των τάσεων έπληξαν το BBC στο Λονδίνο. Το BBC είναι το μεγαλύτερο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο στον κόσμο. Απευθύνεται σε περίπου 450 εκατομμύρια πολίτες κάθε εβδομάδα και μεταδίδει το πρόγραμμά του σε περισσότερες από 40 γλώσσες. Σε διεθνείς έρευνες, κατατάσσεται πρώτο σε εμπιστοσύνη και αξιοπιστία μεταξύ των παγκόσμιων μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο, έχει περιέλθει σε κρίση, μετά τις παραιτήσεις του γενικού διευθυντή και της διευθύντριας ειδήσεων του οργανισμού.
Η επεξεργασία της ομιλίας του Τραμπ ήταν, αναμφίβολα, δείγμα πολύ κακής δημοσιογραφικής πρακτικής. Ομως, τη στιγμή που μεταδόθηκε, το BBC δεν δέχθηκε ούτε μία καταγγελία. Και το συγκεκριμένο, ολιγόλεπτο απόσπασμα πρέπει να τοποθετηθεί στο σωστό πλαίσιο: το BBC εκπέμπει πάνω από 27.000 ώρες τηλεοπτικού προγράμματος κάθε χρόνο. Ωστόσο, το απόσπασμα με τον Τραμπ αξιοποιήθηκε ως στοιχείο ενός ευρύτερου αφηγήματος, σύμφωνα με το οποίο το BBC λειτουργεί μεροληπτικά, ευνοώντας αριστερές και «woke» θέσεις, καθώς και φιλοπαλαιστινιακές απόψεις. Η κλιμάκωση αυτών των επιθέσεων οδήγησε τελικά στην παραίτηση των δύο διευθυντών του.
Πολλοί εκτιμούν ότι οι επιθέσεις αυτές υποκινούνται είτε από ιδιωτικούς ομίλους που επιδιώκουν να αποδυναμώσουν το BBC, είτε από την επιθυμία να αναδιαμορφωθεί το τοπίο της ενημέρωσης προς όφελος της λαϊκιστικής Δεξιάς. Ο πρώην πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, για παράδειγμα, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτών των επιθέσεων εναντίον του BBC, κατηγορώντας το ότι δεν λέει την «αλήθεια» – ειρωνικό αν σκεφτεί κανείς ότι ο ίδιος είχε απολυθεί από την εφημερίδα όπου εργαζόταν στις Βρυξέλλες, επειδή δημοσίευε «ψευδείς» και επινοημένες ειδήσεις που δυσφημούσαν την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η χρηματοδότηση του BBC –για το οποίο κάθε τηλεθεατής στο Ηνωμένο Βασίλειο οφείλει να καταβάλλει ετήσιο τέλος ύψους 200 ευρώ– έχει σχεδιαστεί ώστε να διασφαλίζει την πολιτική του ανεξαρτησία. Ωστόσο, αυτό το σύστημα τελών μοιάζει όλο και πιο παρωχημένο μέσα στο σύγχρονο μιντιακό τοπίο των Apple, Netflix και Disney.
Οι πολιτικές επιθέσεις της περασμένης εβδομάδας ενέτειναν αυτές τις πιέσεις, φέρνοντας το BBC στο επίκεντρο μιας πολιτικής σύγκρουσης. Μια τέτοια σύγκρουση ανάμεσα στην Αριστερά και στη Δεξιά γύρω από το BBC δεν μπορεί παρά να υπονομεύσει τις αξιώσεις του για ανεξαρτησία.
Μου έρχεται στον νου το τραγούδι της Κάρλι Σάιμον από τη δεκαετία του ’60: «You don’t know what you’ve got till it’s gone» (Δεν ξέρεις τι έχεις, ώσπου να το χάσεις).
Το BBC έχει αξιοζήλευτη διεθνή φήμη. Για παράδειγμα, το 1975, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ζήτησε από έναν πρώην διευθυντή του BBC, τον σερ Χιου Γκριν, να εκπονήσει μια έκθεση για το πώς η τότε ΕΙΡΤ (μετέπειτα ΕΡΤ) θα μπορούσε να υιοθετήσει το μοντέλο του. Οι περιπέτειες της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια αναδεικνύουν τις δυσκολίες της μεταφοράς του παραδοσιακού μοντέλου του BBC σε ένα έντονα πολωμένο πολιτικά περιβάλλον.
Μήπως οι υποστηρικτές του BBC υπερεκτιμούν τις αρετές του; Αναμφίβολα, το BBC έχει αναπτυχθεί πάρα πολύ. Το «BBC America» δραστηριοποιείται σε μια ήδη κορεσμένη αγορά. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του BBC που βρίσκονται διάσπαρτοι στη χώρα και τα περιφερειακά τηλεοπτικά του προγράμματα έχουν αποδυναμώσει τα τοπικά, μικρότερα, μέσα ενημέρωσης. Και όπως συμβαίνει με το Εθνικό Σύστημα Υγείας –είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε στην Ελλάδα– η οργανωτική του πολυπλοκότητα είναι τέτοια, που το καθιστά σχεδόν ακυβέρνητο.
Επιπλέον, η «αμεροληψία» είναι μια έννοια δύσκολη όχι μόνο να οριστεί, αλλά και να εφαρμοστεί στην πράξη. Στο δημοψήφισμα για το BREXIT το 2016, για παράδειγμα, το BBC επέμενε να παραχωρεί ίσο χρόνο σε οικονομολόγους που ήταν υπέρ ή κατά της παραμονής στην Ε.Ε., παρότι πάνω από το 90% των ειδικών υποστήριζε ότι το Brexit θα καθιστούσε το Ηνωμένο Βασίλειο φτωχότερο. Το αποτέλεσμα ήταν μια τεχνητή εξίσωση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα.
Παρ’ όλα αυτά, μου έρχεται στον νου το τραγούδι της Κάρλι Σάιμον από τη δεκαετία του 1960 «You don’t know what you’ve got till it’s gone» (Δεν ξέρεις τι έχεις, ώσπου να το χάσεις). Ενας κόσμος χωρίς το BBC θα ήταν τρομακτικός. Η αρχή της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης αξίζει να υπερασπίζεται παντού. Αλλά χρειαζόμαστε μια ώριμη συζήτηση για το πώς μπορεί να προσαρμοστεί αυτό το μοντέλο σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο και για το πώς μπορεί να χωρέσει μια ποικιλία απόψεων μέσα σε συνθήκες βαθιών κοινωνικών αλλαγών. Οι επιθέσεις της περασμένης εβδομάδας δεν βοήθησαν προς αυτήν την κατεύθυνση.
*Ο κ. Κέβιν Φέδερστοουν είναι ομότιμος καθηγητής στο London School of Economics.

