«Τι να μας πει και ο Μουρακάμι…». Αυτή ήταν η ενστικτώδης αντίδρασή μου: η άρνηση. Δεν επικεντρωνόμουν στις συγγραφικές περγαμηνές του, αλλά αποκλειστικά στους χρόνους του. Δεν ήταν γρήγορος. Ούτε το εύρημα ή, μάλλον, η δική του εσωτερική ανάγκη να τρέξει ανάποδα από το Καλλιμάρμαρο στον Μαραθώνα το καλοκαίρι του 1983 με είχε κερδίσει. Αφού δεν ήταν αξιοζήλευτες και οι μετέπειτα επιδόσεις του στον Μαραθώνιο, θεωρούσα ότι δεν θα μου προσέφερε κάτι το βιβλίο με τους δικούς του στοχασμούς πάνω στην απόσταση.
Ηταν, ακόμη, η περίοδος που το τρέξιμο αποτελούσε τον βασικό πυλώνα γύρω από τον οποίο δομούσα κάθε ημέρα μου. Ολα ξεκινούσαν από την προπόνηση. Ετρεχα τότε απέναντι στον εαυτό μου, στο χρονόμετρο και στους συναθλητές που ήταν πιο κοντά, στοχεύοντας στο καλύτερο πλασάρισμα.
Ακόμη κι όταν η ζωή προχώρησε και τα προπονητικά χιλιόμετρα περιορίστηκαν αισθητά, μέχρι το κοντέρ να μηδενίσει για μακρά διαστήματα, η ίδια άρνηση αναδύθηκε ξανά. Δεν είχε νόημα να βρεθώ ξανά στην αφετηρία εάν δεν ήμουν αρκετά ανταγωνιστικός, σκεφτόμουν, «ή όλα ή τίποτα».
Χρειάστηκε να περάσω στην πλευρά του θεατή τα τελευταία χρόνια, για να επανεξετάσω αυτές τις βεβαιότητες. Βλέπω παλιούς συναθλητές που επιμένουν να βρίσκονται εκεί έξω με γκρίζους πια κροτάφους και επιδόσεις κάπως πιο αργές. Κάθε Νοέμβριο παρατηρώ εκατοντάδες άλλους δρομείς, πρωτάρηδες και μη, που κυνηγούν τις δικές τους υπερβάσεις στην άσφαλτο και αναλογίζομαι πλέον ότι αυτή η απόλυτη, κάπως ελιτίστικη προσέγγιση δεν είναι και σωστή. Θαυμάζω τον κόπο τους και την προσπάθειά τους.
Η διοργάνωση του Μαραθωνίου της Αθήνας έχει πλέον γιγαντωθεί, προσελκύοντας, ειδικά στις μικρές αποστάσεις των 5 και 10 χιλιομέτρων, πλήθη συμμετεχόντων τα οποία άλλοτε φάνταζαν αδιανόητα. Σαφώς και ανάμεσά τους υπάρχουν και ορισμένοι που πλασάρονται στην εκκίνηση με αυτοσκοπό να αναρτήσουν έπειτα μια φωτογραφία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν θεωρώ, όμως, ότι αποτελούν την πλειονότητα.
Ιδίως όποιοι τρέξουν στον Μαραθώνιο, στα 42.195 μέτρα, γνωρίζουν ότι πρέπει να έχουν δείξει αφοσίωση και να έχουν ήδη διανύσει μια ικανή προπονητική πορεία, ώστε πρωτίστως να ευχαριστηθούν την εμπειρία. Πρέπει να σεβαστούν τη διαδρομή, για να μην τους τιμωρήσει.
Ανεξάρτητα από το κυνήγι της επίδοσης ή το ατομικό ρεκόρ του καθενός, η ίδια ανόθευτη αγάπη για το τρέξιμο ενώνει τους απανταχού μαραθωνοδρόμους. Πέρα από το VO2max (τη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου), το δρομικό στυλ και τη στοχοθεσία, το τρέξιμο λειτουργεί ως ευκαιρία ενδοσκόπησης, εκτόνωσης και διαφυγής. Δεν είναι μόδα, αλλά τρόπος ζωής.

