Εθνολαϊκιστές και εθνομηδενιστές. Σκοταδιστές και «φωταδιστές». Πατριώτες και πατριδοκάπηλοι. Μερικοί χαρακτηρισμοί που υποκαθιστούν το επιχείρημα και ως εκ τούτου ακυρώνουν και τον διάλογο. Πώς να συζητήσεις με κάποιον που σε έχει ακυρώσει εκ των προτέρων; Ο χαρακτηρισμός είναι αποδεκτός στον βαθμό που αρκείται στην περιγραφή μιας κατάστασης, εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο καθώς τα όρια μεταξύ περιγραφής και αξιολογικής κρίσης είναι ρευστά και δυσδιάκριτα. Από την άλλη μεριά, η αξιολογική κρίση αν συγκροτείται με επιχειρήματα και λόγο τεκμηριωμένο μπορεί να αποτελέσει τη βάση μιας δημόσιας συζήτησης. Ομως τις περισσότερες φορές οι αξιολογικές κρίσεις, μέσω των χαρακτηρισμών, μετατρέπονται σε προσβολές και σε μια μορφή ιδεολογικής τρομοκρατίας. Αποκαλώντας τον απέναντι σκοταδιστή διότι διαφωνείς με τις απόψεις του, δεν του αφήνεις άλλη επιλογή από την αντεπίθεση με τον ίδιο τρόπο. Η εναλλακτική του είναι η αυτολογοκρισία ή η σιωπή.
Οταν επικρατούν αυτοί οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί σε ζητήματα που αφορούν πτυχές των ταυτοτήτων των ανθρώπων είναι απολύτως φυσιολογικό να δημιουργούνται περιχαρακωμένα στρατόπεδα. Οσοι πιστεύουν ότι το Εθνος συγκροτήθηκε μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και δεν προϋπήρχε αυτού, θεωρούνται εθνομηδενιστές. Οσοι πρεσβεύουν το αντίστροφο θεωρούνται σκοταδιστές και στην πιο επιεική εκδοχή προνεωτερικοί. Ανέφερα αυτό το χαρακτηριστικό παράδειγμα καθώς επάνω σε αυτή τη διάκριση δημιουργήθηκαν ταυτότητες που εκφράστηκαν και στον πολιτικό λόγο. Σήμερα ο πατριωτισμός αποτελεί μια έννοια που τη διεκδικούν οι πάντες, με διαφορετικό όμως νόημα το οποίο ορίζεται από τους επιθετικούς προσδιορισμούς που προηγούνται.
Αν ανατρέξουμε στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία θα διαπιστώσουμε πως είναι γεμάτη από τέτοιους χαρακτηρισμούς-αφορισμούς. Οι κάθετες τομές εξυπηρετούν, διότι παρέχουν στους πολίτες βεβαιότητες και κυρίως την αίσθηση του ανήκειν. Από τη μια πλευρά εμείς και από την άλλη οι απέναντι και αυτή η διχοτομία διαιωνίζεται ακόμα και αν αλλάξουν οι όροι της μέσα στον χρόνο. Διότι οι συνθήκες φέρνουν νέες γενιές στο προσκήνιο οι οποίες, τις περισσότερες φορές, δεν αποδέχονται πλήρως την κληρονομιά των προηγούμενων. Παράγουν τις δικές τους αντιθέσεις, ανανοηματοδοτώντας παλιές αξίες. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί παραδοξότητες και αποκαλύπτει τις αντιφάσεις που υπάρχουν σε ιδεολογικούς και πολιτικούς χώρους που διακρίνονταν για τη συνοχή τους.
Παράδειγμα: μακράν η καλύτερη υπουργός της πρώτης κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή ήταν η αείμνηστη Μαριέττα Γιαννάκου. Στο υπουργείο Παιδείας παρήγαγε σημαντικό έργο και γνώρισε για αυτό σφοδρή πολεμική και εντός των τειχών. Η Μ. Γιαννάκου είχε επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας τον κ. Θάνο Βερέμη, έναν επιστήμονα εγνωσμένου κύρους και ήθους. Σήμερα ο αυτοαποκαλούμενος πατριωτικός χώρος θεωρεί τον κ. Βερέμη εθνομηδενιστή, πολλά δε προβεβλημένα μέλη αυτού του χώρου δηλώνουν, παραδόξως, πολιτικοί φίλοι του τότε πρωθυπουργού.
Είτε λόγω ιδεολογικής σύγχυσης είτε λόγω εμπάθειας, οι χαρακτηρισμοί συσκοτίζουν τους όρους της αντιπαράθεσης και «σκοτώνουν» τον διάλογο. Είναι όμως βολικοί.

