Οι ταχυδρομικές υπηρεσίες για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το παρελθόν οργανώθηκαν σύμφωνα με το πρότυπο του δημοσίου μονοπωλίου, όπως και άλλοι κλάδοι της οικονομίας που ενέχουν σημαντικές διαστάσεις δημοσίου συμφέροντος και κυρίως κλάδοι που περιλαμβάνουν δικτυακές υποδομές. Στο πλαίσιο αυτό συστάθηκε και λειτούργησε η καθετοποιημένη, δημόσιας ιδιοκτησίας και μονοπωλιακού χαρακτήρα επιχείρηση ΕΛΤΑ. Αργότερα, στο πλαίσιο της απελευθέρωσης των αγορών εισήχθησαν και έκτοτε εφαρμόζονται κανόνες ελεύθερου ανταγωνισμού και για τον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών.
Οπως όμως είναι γνωστό και από άλλες αγορές που απελευθερώθηκαν, η υπαγωγή στον ελεύθερο ανταγωνισμό δεν εξαφανίζει και δεν επιβάλλει την αδιαφορία του κράτους σχετικά με τις παραμέτρους δημοσίου συμφέροντος, που αναγνωρίζονται στην εκάστοτε αγορά. Αντιθέτως, τόσο κατά το Δίκαιο της Ε.Ε. όσο και κατά το εθνικό δίκαιο, παγίως για τέτοιες περιπτώσεις προβλέπεται η αρμοδιότητα του κράτους να οριοθετεί τα ζητήματα κοινής ωφελείας, να τα προσδιορίζει ειδικά με σαφήνεια και διαφάνεια και να προβλέπει μηχανισμό παροχής δίκαιου ανταλλάγματος στον πάροχο, ο οποίος επιβαρύνεται να διασφαλίζει την προκαθορισμένη κοινή ωφέλεια, έτσι ώστε να μην προκύπτει αντιανταγωνιστικό πλεονέκτημα ή μειονέκτημα, όπως επιβάλλεται κατά το Δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Το δε σχετικό κόστος βάσει κατάλληλου μηχανισμού κοινωνικοποιείται, όπως εκάστοτε προβλέπεται στον νόμο.
Ειδική περίπτωση υπηρεσίας κοινής ωφελείας που προβλέπεται στον νόμο για την περίπτωση των ταχυδρομείων είναι η καθολική υπηρεσία, μέσω της οποίας διασφαλίζεται η παροχή ελάχιστου επιπέδου ταχυδρομικών υπηρεσιών, που πρέπει να έχει χαρακτηριστικά ποιότητας και προσιτές τιμές. Κατά τον νόμο προβλέπεται ακόμη μηχανισμός ελέγχου και κάλυψης του σχετικού κόστους από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η εξυπηρέτηση στόχων κοινής ωφελείας δεν εξαντλείται όμως στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, αλλά και πέραν τούτου, μπορεί να συναρτάται με κάθε είδους παροχή υπηρεσίας που δεν εξυπηρετείται με κριτήρια αμιγώς της ανταγωνιστικής αγοράς. Η διασφάλιση της εξυπηρέτησης στόχων κοινής ωφελείας επιβάλλει τον διαχωρισμό (unbundling) των ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων που ασκούνται από την ίδια εταιρεία από τις ειδικές αυτές δραστηριότητες για τις οποίες επιβάλλεται σχετική υποχρέωση με απόφαση του κράτους χάριν της κοινής ωφελείας. Ετσι, τα επιχειρήματα που προβάλλονται για τη δικαιολόγηση της απόφασης να κλείσουν τοπικά καταστήματα ΕΛΤΑ και τα οποία ανάγονται στη συρρίκνωση ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης δεν ευσταθούν, αφού οι ανταγωνιστικές δραστηριότητες επιβάλλεται να λογίζεται ότι δεν επηρεάζουν την παροχή καθολικής υπηρεσίας ή όποιων άλλων υπηρεσιών κοινής ωφελείας τυχόν επιβάλλονται.
Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν ο μηχανισμός κάλυψης του κόστους της καθολικής υπηρεσίας, που εν προκειμένω βασίζεται σε επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι το καλύτερο σύστημα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του σχήματος. Εναλλακτικό σύστημα που έχει υιοθετηθεί, για παράδειγμα, στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι η επιβολή ειδικού τέλους στους τελικούς καταναλωτές που δραστηριοποιούνται εν γένει στη σχετική αγορά, η συγκέντρωση των ποσών σε ειδικό λογαριασμό και η ευθεία χρηματοδότηση της υπηρεσίας κοινής ωφελείας. Το σύστημα αυτό μπορεί να οργανωθεί με την απαιτούμενη σαφήνεια και να διασφαλίσει διαχρονικά από κινδύνους υποχρηματοδότησης αλλά και την αδιάλειπτη παροχή της καθολικής υπηρεσίας.
*Η κ. Αικατερίνη Ν. Ηλιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

