Προσφάτως μας έρχεται –ως είδος συναγερμού– η πληροφορία ότι την ελληνική Δικαιοσύνη δεν την εμπιστεύεται πλέον ο κόσμος. Η κ. Κωνσταντοπούλου μάς διαλαλεί ότι δεν της έχει εμπιστοσύνη. Την ίδια πληροφορία μάς μετέδωσαν προσφάτως και πρώην πρωθυπουργοί, συνταγματολόγοι και πανεπιστημιακοί – απανωτά τα σαλπίσματα των σημαντικών αυτών προσωπικοτήτων, που όλοι τους ανησυχούν καθώς, λέει, βλέπουν ότι εμείς, ο κοσμάκης, έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη μας στη Δικαιοσύνη. Ανησυχητική εικόνα όπως την αποδίδουν οι δημοσκοπήσεις: μόνον το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων έχει εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη. Οι υπόλοιποι τη θεωρούν α) αργή και β) εν πολλοίς εξαρτημένη από πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις.
Δεν θα αμφισβητήσω τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι ενώ δημιουργούν μια δυσάρεστη εντύπωση, στην ουσία δεν μας λένε τίποτα, γιατί δεν μας δίνουν μαζί κάποιο μέτρο σύγκρισης: θεωρούσε άλλοτε ο Ελληνας τη Δικαιοσύνη πιο γρήγορη; Πότε; Τη θεωρούσε κάποτε λιγότερο εξαρτημένη; Πότε; Και το σημερινό 25% είναι λίγο ως ποσοστό αξιοπιστίας;
Δεν ξέρω αν υπάρχουν ανάλογες μετρήσεις από άλλες εποχές. Γνωστό είναι πάντως ότι τον 19ο αιώνα κάθε προσπάθεια να ιδρυθεί τράπεζα αποτύγχανε γιατί όποιος είχε λίγα χρήματα δεν τα κατέθετε σε πιστωτικό ίδρυμα, αλλά τα δάνειζε τοκογλυφικά, με 30% και 40%. Αυτό το έκαναν ακόμη και σημαντικά πολιτικά πρόσωπα, χωρίς ντροπή ούτε όμως και φόβο, γιατί όλες οι εξουσίες ήταν στα χέρια των πολιτικών κυρίως και του βασιλιά. Γι’ αυτό ο Εδουάρδος Λω, ο ευρυμαθέστατος και δίκαιος Αγγλος εκπρόσωπος των δανειστών στην τότε πτωχευμένη Ελλάδα του Τρικούπη, μας συνιστούσε: «Θέλετε πίστην; (δηλαδή κανονικές τράπεζες.) Αποκτήσατε Δικαιοσύνην».
«Δικαιοσύνην» αποκτήσαμε επί Νικολάου Δημητρακοπούλου, όταν ο Βενιζέλος τού ανέθεσε το αντίστοιχο υπουργείο στα 1911-12. Εγινε τότε ένα έργο θαυμαστό. Αλλά μόλις πέντε χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Βενιζέλος το εξευτέλισε, απολύοντας και φυλακίζοντας όλους τους δικαστικούς που, πιστοί στον όρκο τους, δεν προσχώρησαν στο κίνημά του.
Ας μη μιλήσουμε για ανεξάρτητη Δικαιοσύνη στα τρία χρόνια που ακολούθησαν, 1917-1920. Ή για την αντιστροφή που ακολούθησε· για την παρωδία της Δίκης «των Εξι»· για το πόσης υπόληψης έχαιρε η Δικαιοσύνη στις δεκαετίες που ακολούθησαν, με τα απανωτά κινήματα και αντικινήματα, φυλακίσεις, εξορίες, αποτάξεις, μεταπολιτεύσεις, τριπλή Κατοχή, απανωτές απόπειρες του κομμουνιστικού κόμματος να καταλάβει βίαια την εξουσία, δικτατορία των συνταγματαρχών, αναταράξεις της Μεταπολίτευσης, ακρότητες στα χρόνια της παντοκρατορίας του ΠΑΣΟΚ, όταν ο ενθουσιασμός – φανατισμός για τον Ανδρέα ήταν στο αποκορύφωμά του και, τέλος, τα χρόνια όταν ο Τσίπρας, απροκάλυπτα καταπιάστηκε να χρησιμοποιήσει τη Δικαιοσύνη για να εξοντώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Δεν απαξιώνω ούτε τους πολιτικούς μας ούτε –πολύ πολύ περισσότερο– τον ελληνικό λαό. Η εφαρμογή της αγγλόφερτης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας είχε τα υπέρ και τα κατά της, το θέμα είναι πολύπλοκο και εγώ δεν είμαι αρμόδια να το εξετάσω. Να μη βαυκαλιζόμαστε όμως με την ιδέα ότι, τάχα μου, υιοθετήθηκαν οι αρχές της και υπηρετήθηκαν πιστά από τους πολιτικούς μας. Κάθε άλλο. Ο σεβασμός στους θεσμούς θέλει αφοσίωση –απαρέγκλιτη και διαχρονική– από το σύνολο του πολιτικού κόσμου, και αυτό δεν ευτυχήσαμε ως λαός να το έχουμε.
Επομένως, η κοινή λογική και λίγη γνώση Ιστορίας, μας οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα όπως και η πρόσφατη δημοσκόπηση: η Δικαιοσύνη έχει γίνει συχνά υποχείριο των πολιτικά ή οικονομικά ισχυρών. Είναι δε και αργή, όπως όλη η κρατική μηχανή. Σχεδόν ο καθένας μας έχει ζήσει –ή ακούσει– για μια εξωφρενική ιστορία καθυστερήσεων, που συχνά έχουν και στόχο την παραγραφή.
Κομματάκι άστοχη, λοιπόν, μου φαίνεται η ανησυχία των διαφόρων πολιτικών για τη Δικαιοσύνη, όταν στην ίδια δημοσκόπηση (Public Issue) τα ποσοστά αποδοχής είναι για τη μεν Βουλή 17%, για τα δε πολιτικά κόμματα 8%.
Μεγάλο όμως ενδιαφέρον έχει το μόνο που δεν επισημάνθηκε: ότι, δηλαδή, ένας στους τέσσερις Ελληνες εμπιστεύεται την ελληνική Δικαιοσύνη. Αμα το καλοσκεφτείς, το ποσοστό είναι απροσδόκητα υψηλό, διότι όλοι όσοι έχουν κάποτε χάσει μια δίκη θα περίμενε κανείς να απαντήσουν αρνητικά, αλλά και οι περισσότεροι απ’ όσους έχουν κερδίσει κάποτε μια δίκη, πάλι αρνητικά θα περίμενε κανείς να απαντήσουν, γιατί σπανίως η απόφαση του δικαστηρίου τούς ικανοποιεί απολύτως. Το αυτό συμβαίνει και με όλους εμάς που παρακολουθούμε μια διάσημη δίκη.
Εντούτοις, ένας στους τέσσερις από εμάς δηλώνει ότι εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη μας. Αυτό είναι, νομίζω, ένα εύρημα που αποτελεί λαμπρό εύσημο για το δικαστικό μας Σώμα, το οποίο έχει, φευ!, τις διάφορες «κυρίες Θάνου» του, αλλά προφανώς έχει και έναν μεγάλο αριθμό λειτουργών που, άτεγκτοι, μάχονται για να παραμείνουν «δίκαιοι κι ίσοι σ’ όλες των τες πράξεις».
*Η κ. Αθηνά Κακούρη είναι συγγραφέας.

