Κοιτούσα τις φωτογραφίες από την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Ημουν ντυμένη με παραδοσιακή κρητική φορεσιά, όπως και η κόρη μου που μαθαίνει κρητικούς χορούς και αγαπάει ό,τι ξέρει από την Κρήτη. Κανονικά θα κοινοποιούσα κάποια από τις φωτογραφίες στα social media, αυτή τη φορά δεν ήθελα να το κάνω.
Χθες το βράδυ στο Spotify άκουγα τραγούδια του Ψαρογιώργη και μάλιστα χορέψαμε με τη μικρή έναν μικρό μαλεβιζιώτη στην κουζίνα. Ηθελα να κοινοποιήσω το «Οσο κι αν δέρνει ο άνεμος», αλλά δεν πήγαινε το χέρι μου. Σκέφτηκα ότι μπορεί να μου έλεγαν ότι «εδώ οι άλλοι σφάζονται κι εσύ έχεις όρεξη ν’ ακούς κρητικά; Δεν ντρέπεσαι;». Να ντραπώ για την καταγωγή μου; Η ντροπή μπορεί να είναι συλλογική; Πρέπει;
Ξέρω ότι νιώθω θυμό για την τόση βία, κατάλαβα ότι αμέσως είχα ανάγκη να διαχωρίσω τη θέση μου από αυτή τη μειονότητα που έχει όπλα, που έχει μπερδέψει την τιμή με την υπόληψη και την αξιοπρέπεια, που υποφέρει πρώτα η ίδια μέσα στις περήφανες οικογενειακές σχέσεις. Γράφω μειονότητα και νιώθω την ανάγκη εκείνων που δεν έχουν όπλα, που έχουν πάει σχολείο, που δεν έχουν δει ουρανοκατέβατα χιλιάρικα στους λογαριασμούς τους να διεκδικούν αυτή τη λέξη για τον εαυτό τους. Τελικά ποιοι είναι οι περισσότεροι;
Διαβάζω ότι πάνε ψυχολόγοι να στηρίξουν τα παιδιά του χωριού, παιδιά που δεν θα πάνε σχολείο για τις επόμενες, κανείς δεν ξέρει πόσες, μέρες, και αυτό περνάει ως φυσιολογικό, ως άριστα κρατικά αντανακλαστικά. Αυτό είναι το τελευταίο βήμα στην αντιμετώπιση του συλλογικού τραύματος και δεν μιλάω για αυτά τα παιδιά-θύματα της συγκεκριμένης βεντέτας και του αποτυπώματός της στον ψυχισμό τους. Συλλογικό τραύμα είναι το ότι τα παιδιά της Κρήτης ξέρουν πώς κάνει ένα όπλο όταν εκπυρσοκροτεί, πόσο κάνει, τι μάρκα είναι, μαζεύουν τις σφαίρες από τα γλέντια, είναι το παιχνίδι τους. Συλλογικό τραύμα είναι ότι στην Κρήτη σεβασμός σημαίνει φόβος. Να φοβάσαι τον πατέρα σου, τη μάνα σου, να φοβάσαι εσύ που τόλμησες να πεις κακή κουβέντα για κάποιον δικό μου. Συλλογικό τραύμα είναι η μη συνειδητοποίηση ότι επειδή έχεις περισσότερα κτήματα ή περισσότερα αυτοκίνητα ή καλύτερες διασυνδέσεις δεν είσαι και περισσότερο άνθρωπος.
Κι αν οι ψυχολόγοι είναι το τελευταίο βήμα, ποια είναι τα προηγούμενα; Η αναγνώριση, αυτός ο καθρέφτης που πρέπει ορισμένοι να στήσουμε απέναντι από τον εαυτό μας, το πένθος των παλιών συνηθειών, των άγονων παραδόσεων, οι ανοιχτοί δρόμοι επικοινωνίας, η συναισθηματική εκπαίδευση, η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, που δεν είναι καθόλου δεδομένη σε ορισμένα μέρη της Κρήτης, η ανάγκη τού να νιώθεις ασφαλής και είσαι ο εαυτός σου χωρίς να χρωστάς στις περασμένες γενιές. Και τότε μπορεί να γίνει αυτό που λένε και οι στίχοι «Οσο κι αν δέρνει ο άνεμος κι η θάλασσα ν’ αφρίζει, πάλι για γέρνει ξαστεριά, πάλι γαλήνη αρχίζει», όχι σαν ευχολόγιο, αλλά σαν νομοτέλεια μιας νέας συνειδητοποίησης.
*Η κ. Στέργια Κάββαλου είναι συγγραφέας.

