Η διπλωματία του LNG

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Μετά την εισβολή και εν συνεχεία τον πόλεμο της Ρωσίας εις βάρος της Ουκρανίας, η Ευρωπαϊκή Ενωση αποφάσισε να τιμωρήσει τη Μόσχα, μειώνοντας θεαματικά τις εισαγωγές του φυσικού αερίου μέσω αγωγών. Πράγματι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η εξάρτηση της Ευρώπης από σχεδόν 40% περιορίστηκε περίπου στο 15% και η πορεία είναι περαιτέρω καθοδική. Πλην όμως παρατηρήθηκε αύξηση των εισαγωγών ρωσικού LNG, με τους Ευρωπαίους να ανακοινώνουν στο τελευταίο πακέτο κυρώσεων εις βάρος της Μόσχας ότι στόχος είναι ο εκμηδενισμός αυτών μέχρι το 2027 αντί του 2028. Εκ των πραγμάτων δημιουργήθηκε η ανάγκη κάλυψης της απώλειας από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από το 2021, δηλαδή πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, να αποκτούν αξιοπρόσεκτο αποτύπωμα στην ευρωπαϊκή αγορά LNG, με αποκορύφωμα το 2025, που το 58% του συνόλου των εισαγωγών θα προέλθει από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μάλιστα, στο πλαίσιο της συμφωνίας Φον ντερ Λάιεν – Τραμπ το περασμένο καλοκαίρι (αρκετά τα γκρίζα σημεία), αποφασίστηκε ο τριπλασιασμός των εισαγωγών ενέργειας (συμπεριλαμβανομένης και της πυρηνικής) από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού έως το 2028. Οι υπολογισμοί αναφέρουν ότι μεταξύ 2026 και 2029 οι εισαγωγές αμερικανικού LNG θα είναι περίπου στο 70% του συνόλου.

Εδώ προκύπτουν τρία ζητήματα, δύο στη μορφή προκλήσεων και ένα ως προοπτική για τη μετεξέλιξη της Ελλάδας σε πύλη εισόδου του αμερικανικού LNG στη Νοτιοανατολική Ευρώπη έως και την Ουκρανία. Κατ’ αρχάς, η Ευρώπη απεξαρτάται από τη Ρωσία αλλά αναπτύσσει επικίνδυνο βαθμό εξάρτησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Θεωρητικά, όχι απαραιτήτως στην παρούσα φάση, η Ουάσιγκτον, έχοντας αποτελέσει στρατηγικό διαχρονικά εταίρο της Ευρώπης, νοείται περισσότερο αξιόπιστη από τη Μόσχα, με τη σημείωση πάντως ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ήδη σε περίοδο Ψυχρού Πολέμου, μέχρι τις δύο ενεργειακές κρίσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας μεταξύ 2005 και 2009, οι ροές φυσικού αερίου από Σοβιετική Ενωση και Ρωσία παρέμεναν αδιατάρακτες. Μεταξύ άλλων, γιατί ο βαθμός εξάρτησης της Μόσχας από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων ήταν τεράστιος και πιο συγκεκριμένα μεταξύ 30% και 50% (ανάλογα με τις τιμές της αγοράς) επί του συνόλου των κρατικών εσόδων. Αυτή η εικόνα κλονίστηκε σημαντικά όταν για δύο χειμώνες η Ευρώπη «πάγωσε» έστω και για λίγες ημέρες από τη διακοπή της ροής φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας, με τον πόλεμο εις βάρος της δεύτερης το 2022 να υποχρεώνει τους Ευρωπαίους, ειδικότερα δε τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν επενδύσει στο φθηνό για τη βιομηχανία και τα νοικοκυριά τους, συγκριτικά με άλλης προέλευσης, ρωσικό φυσικό αέριο, να αναθεωρήσουν άρδην την πολιτική τους.

Η έτερη πρόκληση σχετίζεται με την τιμή αγοράς LNG σε σχέση με το αέριο μέσω αγωγών. Στο πρόσφατο παρελθόν, η διαφορά μεταξύ των δύο ήταν περίπου στα 6 δολάρια (ακριβότερο το πρώτο), όμως λόγω υπερπροσφοράς η ψαλίδα έχει κλείσει και έχει διαμορφωθεί περίπου στα 2 δολάρια. Παραμένει δηλαδή ακριβότερο, αλλά σε τιμή που είναι πιο προσιτή. Οι Ευρωπαίοι ισχυρίζονται ότι αγοράζουν μεν σε υψηλότερη τιμή, εξασφαλίζουν δε την επάρκεια τροφοδοσίας από έναν προβλέψιμο πάροχο. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη πληρώνει στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα premium για την ασφάλειά της τόσο στην ενέργεια όσο και στην άμυνα. Και βέβαια αποτελεί ερώτημα σε ποιο βαθμό θα ανασταλεί η φρενώδης πορεία της Ε.Ε. προς την πράσινη μετάβαση, αποδεικνύοντας ότι κινηθήκαμε μεν στη σωστή κατεύθυνση, άγαρμπα και ανισόρροπα δε.

Η Ευρώπη πληρώνει στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα premium για την ασφάλειά της τόσο στην ενέργεια όσο και στην άμυνα.

Σε σχέση με την Ελλάδα, εντοπίζονται δύο κύριες διαστάσεις: αυτή της σημαντικής ενδυνάμωσης των δεσμών με την ηγεσία Τραμπ, εξυπηρετώντας το δόγμα του «πρώτα μπίζνες και μετά διπλωματία», μια συνεργασία που εφόσον ολοκληρωθεί σε όλες τις διαστάσεις της (διαμετακόμιση LNG, εξορύξεις, επενδύσεις σε λιμάνια, logistics και αναβάθμιση υποδομών) θα «δέσει» τα συμφέροντα των δύο κρατών, απλώνοντας ένα δίχτυ προστασίας των αμερικανικών συμφερόντων και κατ’ επέκταση της Ελλάδας. Αυτό, ωστόσο, θα πρέπει να λάβει τη μορφή έμπρακτων δεσμεύσεων εκ μέρους της Ουάσιγκτον.

Η δεύτερη διάσταση έχει να κάνει με τη θέση της Ελλάδας στον αναδιατασσόμενο ενεργειακό χάρτη, με την Ευρώπη να δίνει μεγάλη έμφαση και να επενδύει τεράστια ποσά για τη διασυνδεσιμότητα κρατών και περιφερειών. Ο ρόλος μας είναι διττός: Από τη μια, μπορούμε να εξελιχθούμε σε κέντρο διαμετακόμισης και διάθεσης διαφόρων μορφών ενέργειας (φυσικό αέριο, ηλεκτρική, ΑΠΕ) συνδυαστικής προέλευσης, ενισχύοντας έτσι τη διαφοροποίηση των πηγών τροφοδοσίας της Ευρώπης. Από την άλλη, υπάρχει καλή προοπτική ώστε να καταστούμε παραγωγοί ενέργειας και μάλιστα τυχόν εξορύξεις από μεριάς Chevron νοτίως της Κρήτης θα ακύρωναν εν τοις πράγμασι το τουρκολιβυκό σύμφωνο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκ νέου πρόταση των Ισραηλινών για την αναβίωση του αγωγού φυσικού αερίου EastMed, που είχε μπει στο ράφι από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Πάντως, επειδή στο παρελθόν πολλά ενεργειακά σχέδια επί χάρτου έμειναν στο συρτάρι, ελπίζουμε ότι στην περίπτωσή μας θα υλοποιηθεί καθένα από αυτά.

*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT