Γράφαμε χθες, με αφορμή το βιβλίο «Φοβίες και μανίες. Η ιστορία του κόσμου σε 99 εμμονές» (μτφρ.: Ειρήνη Αποστολάκη, εκδ. Πατάκη), της Αγγλίδας δημοσιογράφου και συγγραφέως Κέιτ Σάμερσκεϊλ, ότι η ερωτομανία συγχέεται με τη σεξομανία. Δεν ισχύει. Για όσους διάβασαν το χθεσινό σημείωμα, η ερωτομανία είναι η παθολογική ψευδαίσθηση ότι κάποιος ή κάποιοι (ακόμα και επώνυμοι) είναι ερωτευμένοι μαζί μας.
Αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως «σεξουαλικός εθισμός» (sex addiction) έφερε άλλες ονομασίες παλαιότερα: νυμφομανία, στην περίπτωση των γυναικών, και σατυρίαση, στην περίπτωση των ανδρών. Πιο γνωστή από τς δύο είναι η νυμφομανία, με την οποία ασχολείται η συγγραφέας στο βιβλίο της.
Οχι τυχαία. Ο όρος έγινε ευρύτερα γνωστός τον 19ο αιώνα, σε εποχές που η οποιαδήποτε εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας εκ μέρους μιας γυναίκας λογιζόταν ως κάτι παθολογικό που χρήζει θεραπείας.
Ο όρος προέρχεται, βέβαια, από την ελληνική λέξη «νύμφη», εμφανίζεται το 1771 στο βιβλίο «Νυμφομανία» του Ζαν Μπατίστ Λουί ντε Τεσάκ και αμέσως γίνεται ταυτόσημη με την ακόρεστη σεξουαλική επιθυμία στις γυναίκες.
Η Σάμερσκεϊλ μας παραπέμπει στην ιστορικό Κάρολ Γκρόουνμαν, η οποία είχε γράψει ότι κατά τον 19ο αιώνα κυρίως, «σε μια ραγδαία εξελισσόμενη βιομηχανική κοινωνία, ο ρόλος των γυναικών άρχισε να περιορίζεται σε αυτόν της συζύγου και της μητέρας, και ενθαρρυνόταν το πρότυπο της αγνής γυναίκας του ευαγγελικού χριστιανισμού, που δεν είναι σε επαφή με τον εαυτό της και τις ανάγκες της».
Το θέμα της νυμφομανίας μπορεί σε κάποιους σήμερα να προκαλεί ένα κάποιο μειδίαμα· θα τους πρότεινα να συγκρατηθούν, διότι υπάρχουν πτυχές βαρβαρότητας στην υπόθεση. Ως γυναικεία πάθηση λογιζόταν για μια γυναίκα ακόμα και η ακόρεστη επιθυμία για τον σύζυγό της ή τα ερωτικά της όνειρα. Οι γιατροί συνταγογραφούσαν ηρεμιστικά, κρύα ντους, αφαίμαξη με βδέλλες, ακόμη και ωοθηκεκτομή. Σε πιο σπάνιες, ακραίες περιπτώσεις προέβαιναν ακόμα και στην εκτομή της κλειτορίδας ή των χειλέων του αιδοίου. Αυτά όχι στην υπανάπτυκτη Αφρική ή Ασία· στην Ευρώπη.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η νυμφομανία άρχισε να αντιμετωπίζεται ως αποκλειστικά ψυχολογική διαταραχή. Η αμφισβήτηση ως προς το αν συνιστά ανωμαλία προέκυψε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δεκαετία του ’70 πια ήταν ένα «παλαιό ημερολόγιο». Οπως έγραφε τότε η Αμερικανίδα σεξολόγος Ρουθ Γουεστχάιμερ, «ένας άντρας αποκαλεί νυμφομανή μια γυναίκα επειδή της αρέσει το σεξ περισσότερο από ό,τι σε εκείνον».
Σήμερα πια μιλάμε, τόσο για γυναίκες όσο και για άνδρες, για «εθισμό στο σεξ», «ψυχαναγκαστική σεξουαλική συμπεριφορά» και «υπερσεξουαλικότητα». Αλλά ακόμα και αυτοί οι όροι είναι προβληματικοί: ο ποσοτικός προσδιορισμός είναι θολός. Η υπερβολική ερωτική διάθεση πότε ακριβώς γίνεται ψυχοπαθολογία; Ισως όταν αρχίζει να προκαλεί σοβαρά ζητήματα στην καθημερινότητα ενός ανθρώπου και, βέβαια, στη σχέση του με τους άλλους.
Τεράστιο θέμα οι φοβίες και οι μανίες· θα το ξαναπιάσουμε την ερχόμενη εβδομάδα.

